Οι ψυχολόγοι το ξέρουν καλά: κάθε είδους πρόβλημα είναι, κατ’ αρχήν, αντιμετωπίσιμο αν το επεξεργαστούμε στο επίπεδο του λόγου. Εκεί κρίνονται όλα: η επεξεργασία των συναισθημάτων, η αναστοχαστική προσέγγιση του παρελθόντος, η αναζήτηση λύσεων για το μέλλον. «Δίχως πρόσφορη γλώσσα, κοινωνία, συλλογικότητα και άτομο δυσλειτουργούν» παρατηρεί ο Νίκος Σιδέρης στο διεισδυτικό «Κατά Διαβόλου Ευαγγέλιο» (Μεταίχμιο).
Η αντιμετώπιση της χρεοκοπίας και του διεθνούς οικονομικού ελέγχου της χώρας (αυτό που αποκαλούμε συνεκδοχικά «Μνημόνιο») αποκαλύπτει, για πολλοστή φορά, την πολιτικάντικη στάση των κομμάτων εξουσίας. Ο λόγος τους βρίθει ασυνεπειών και αντιφάσεων, οδηγώντας σε παραδοξότητες και ανερμάτιστες συμπεριφορές, οι οποίες αποσαθρώνουν τη συνεκτική πολιτική λειτουργία και, συνεπώς, αποδυναμώνουν την ορθολογική αντιμετώπιση της κρίσης.
Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στη θεμελιώδη αντίφαση της ελληνικής κοινωνίας: Ναι στο ευρώ, Οχι στις απαιτήσεις των δανειστών που μας κρατούν στο ευρώ! Η αποτελεσματική διαχείριση αυτής της αντίφασης είναι ιδιαίτερα δύσκολη: απαιτεί τη δημιουργία ενός καινούργιου πλαισίου αναφοράς, το οποίο μόνο εμπνευσμένες και άφθαρτες ηγεσίες είναι σε θέση να επινοήσουν. Δεν τις διαθέτουμε. Οι εγγενείς αντινομίες της μνημονιακής διακυβέρνησης παγιδεύουν τους λιλιπούτειους ηγέτες μας.
Πρώτον, τα μνημόνια μειώνουν ουσιωδώς την κυριαρχία μιας αυτοκυβερνώμενης χώρας και, ως εκ τούτου, υπονομεύουν την πολιτική ως διαδικασία έκφρασης των έλλογων επιλογών του «δήμου». Οι μνημονιακές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα στην αριστερή τους εκδοχή, οφείλουν να προσποιούνται ότι εκφράζουν τη φωνή του εκλογικού σώματος, αλλά να δρουν με βάση τις συμφωνίες με τους δανειστές. Καθότι δυσάρεστη, η αντίφαση αυτή αποκρύπτεται ή συγκαλύπτεται με παραπλανητικό πολιτικό λόγο.
Δεύτερον, τα κόμματα εξουσίας, κηλιδωμένα από το στίγμα των ευθυνών που το καθένα φέρει για τις διάφορες εκφάνσεις της χρεοκοπίας, συμπεριφέρονται ανερμάτιστα: καλούνται να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα, το οποίο, βαθιά μέσα τους, αποκηρύσσουν. Αυτό το πρόγραμμα, εκτός του ότι απηχεί πρωτίστως τις προτεραιότητες των δανειστών, υπονομεύει τον πελατειακό κρατισμό που επιμελώς οικοδόμησαν τα κόμματα, ή συγκρούεται με το ιδεολογικό τους πλαίσιο, ή και τα δύο.
Και, τρίτον, ενώ ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος υποχρεωτικά εγκωμιάζει την «υπευθυνότητα» (Μητσοτάκης) χάριν του εθνικού συμφέροντος (ακόμα και ο κ. Τσίπρας ανακάλυψε τώρα την αξία της «συναίνεσης»!), καθίσταται, σχεδόν ανεπίγνωστα, όλο και πιο πολωτικός, ακολουθώντας το εμπεδωμένο μοτίβο διχαστικής νοοτροπίας και πολιτικού καιροσκοπισμού που ιστορικά διαπερνά το κομματικό σύστημα. Να η ανερμάτιστη συμπεριφορά: η εκάστοτε αντιπολίτευση συμπεριφέρεται ανεύθυνα· ανακαλύπτει την αξία της υπευθυνότητας όταν γίνει κυβέρνηση· και κατηγορεί τότε τη νέα αντιπολίτευση για ανευθυνότητα, στην οποία όμως είχε διαπρέψει η ίδια! Η πολιτική γλώσσα γίνεται οργουελική («αληθολόγο ψευδολογία» την αποκαλεί ο Σιδέρης): αποκρύπτει και παραπλανά επιδιώκοντας την ιδιοτελή κατίσχυση, ενώ οι ομιλητές πασχίζουν να αποκρύψουν την απόκρυψη-παραπλάνηση! Το «success story» του Σαμαρά διαδέχθηκε το «η οικονομία ανέκαμψε» του Τσίπρα!
Ο κ. Μητσοτάκης υιοθετεί σήμερα το αντιπολιτευτικό μένος του κ. Σαμαρά το 2011: «δεν συναινώ στο λάθος» έλεγε ο δεύτερος, «η συναίνεση είναι συνενοχή» λέει ο πρώτος. Δομικές αλλαγές που επιβάλλουν οι δανειστές, με τις οποίες κατά βάση συμφωνεί η ΝΔ, καταψηφίζονται για να μη «συμβιβαστεί» η αξιωματική αντιπολίτευση με «την τυχοδιωκτική ομάδα που κυβερνά τη χώρα». Προσέξτε πόσο εγκλωβισμένος στα παραδοσιακά στερεότυπα πολωτικής αντιπαράθεσης παραμένει ο κ. Μητσοτάκης: η χυδαία φρασεολογία των αντιπάλων του περί «γερμανοτσολιάδων» αναπαράγεται, με ελαφρώς πιο εκλεπτυσμένη γλώσσα, λες και αναφέρεται σε κυβέρνηση πραξικοπηματιών!
Ιδού λοιπόν τα μεγάλα παράδοξα: για να βγει η χώρα από το οδυνηρό Μνημόνιο, πρέπει να εφαρμόσει το Μνημόνιο! Για να εφαρμοστεί αξιόπιστα το Μνημόνιο χρειάζεται πολιτική σταθερότητα, αλλά αυτή είναι ανέφικτη όσο η οικονομική δυσανεξία που επιφέρει το Μνημόνιο καθίσταται αντικείμενο καιροσκοπικού ανταγωνισμού σε ένα ιστορικά διχαστικό, λαϊκιστικό κομματικό σύστημα με μειωμένη αίσθηση δημοσίου συμφέροντος. Αποτέλεσμα: όσο περισσότερη συνεννόηση χρειαζόμαστε τόσο μεγαλύτερη πόλωση παράγουμε! Η χώρα χρειάζεται ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες όμως αδυνατεί να παραγάγει ενδογενώς. Οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να υιοθετήσουν τις έξωθεν μεταρρυθμιστικές εντολές των δανειστών, απονομιμοποιώντας έτσι την εγχώρια πολιτική. Η υπονόμευση της πολιτικής όμως υποσκάπτει τη μόνη έλλογη διαδικασία διαχείρισης της συλλογικής μας αβεβαιότητας, ανοίγοντας τον δρόμο στη φαιδρότητα, την ασυναρτησία, τη συνωμοσιολογία, το υβρεολόγιο και τη βία.
Οι κραυγαλέες αντιφάσεις του κυρίαρχου πολιτικού λόγου, η αναντιστοιχία λόγου και πράξης, και η διχαστική αντιπαράθεση μειώνουν την ηγετική αξιοπιστία και κλιμακώνουν τις άμετρες πολιτικές συγκρούσεις. Στις παραδοξότητες Τσίπρα (και πολιτικές εντεινόμενης λιτότητας και έρχεται «το τέλος της λιτότητας»!) αντιπαρατίθενται οι παραδοξότητες Μητσοτάκη (και «κλείστε την αξιολόγηση τώρα» για το καλό της οικονομίας και «εκλογές τώρα» που δεν θα κλείσουν την αξιολόγηση και θα βλάψουν την οικονομία!). Υπό αυτές τις συνθήκες, η πόλωση θα ενταθεί: στον πρωθυπουργό Μητσοτάκη αύριο θα αντιπαρατεθεί, πιθανότατα, μια νέα αξιωματική αντιπολίτευση με σημαία την εθνική κυριαρχία –τη δραχμή. Η μεγάλη εικόνα είναι μελαγχολική: σε κάθε στροφή της κρίσης, χάνουμε δυνάμεις, η κατάσταση χειροτερεύει. Μέχρις ότου, εξουθενωμένοι, επιλύσουμε αυτοκαταστροφικά τη θεμελιώδη αντίφαση της χώρας επιστρέφοντας στη δραχμή!
Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στα πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ