«Κάποιος μπορεί να είναι περίφημος ερευνητής και χειριστής πληροφοριών, κι όμως να παραμένει μη ενσυνείδητος διανοητής…» έγραψε σ’ ένα κλασικό κείμενο του 1970 ο πρόσφατα εκλιπών Τζιοβάνι Σαρτόρι, ένας από τους συνιδρυτές της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης. Βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από «μετρήσεις» και διάχυτες πολιτικές «αναλύσεις» και «ερμηνείες», όμως ο Λόγος –ως εκφορά αλλά και ως μέθοδος σκέψης –απουσιάζει. Εξ ου και «ο αγώνας δρόμου για το πουθενά», τίτλος του τελευταίου βιβλίου του («La Corso verso il Nulla», Mondadori, 2016).
Γι’ αυτό το απλό, όμως στις μέρες μας τόσο δυσεύρετο, στοιχείο –το έλλογο – πάλεψε πεισματικά στον ακαδημαϊκό και δημόσιο βίο του ο πραγματικά μεγάλος αυτός διανοητής: ενάντια στη συμπεριφοριστική «λαγνεία των αριθμών» που είτε μετρούν ασημαντότητες, είτε συστηματικά παραποιούν τα σημαντικά (διότι ψευδώς κάποτε τα συγχέουν και κάποτε τα διασπούν) και πολύ πριν η μεταμοντέρνα νύχτα σκεπάσει το επιστημονικό σύμπαν με τη μεθοδολογική της ατροφία. Πολυγραφότατος και πολυσχιδής, με έργο που εκτείνεται από τη δημοκρατική θεωρία και τη θεωρία των κομμάτων ως τη λογική της συνταγματικής παρέμβασης και την ανεπίγνωστη κατίσχυση της εικόνας, ο Σαρτόρι μάς δίδαξε τρία κυρίως πράγματα: την τεράστια σημασία που έχουν (α) οι λέξεις (ως έννοιες-πυλώνες του σκέπτεσθαι)· (β) η πολιτική (ως αυτόνομο πεδίο με μετασχηματιστική επίδραση στην κοινωνία)· και (γ) πώς –συνδυάζοντας τα δύο προηγούμενα –οι άνθρωποι μπορούν, συλλογικά, δημοκρατικά και παρά τις αέναες περιβαλλοντικές αντιξοότητες, να διαμορφώσουν την πορεία τους. Εχει σημασία να τα προσεγγίσουμε κατά σειρά.
Για να αναδείξει την καταστατική σημασία των λέξεων-εννοιών ο Σαρτόρι διηγήθηκε, σε κείμενο του 1991, την παρωδία του γατόσκυλου ερευνητή: αυτού που μάταια πασχίζει να βρει τον ήχο που εκπέμπει το παράταιρο αυτό ον (:κάποτε γάβγισμα και κάποτε νιαούρισμα). Ετσι όμως δεν κάνουν όσοι και σήμερα, με τρόπο ιδεολογικά υποβολιμαίο, συγχέουν τα κοινωνικά κινήματα με τον φασισμό και τις μαχητικές συλλογικές δράσεις με την τρομοκρατία του θρησκευτικού φονταμενταλισμού –για να μας καλέσουν στη συνέχεια να σκεφτούμε τρόπους για την από κοινού αντιμετώπισή τους; Ετσι δεν έγινε, μπροστά στα μάτια μας, και με την ίδια την έννοια της Αριστεράς που στα χέρια όσων κυβερνούν στο όνομά της βρέθηκε να χωράει και κίνητρα για την επιχειρηματική ασυδοσία ώστε να έρθει –επιτέλους –η ανάπτυξη; Ετσι δεν κάνουν και όσοι περίοπτα θεωρούν τη διαμαρτυρία μορφή λογοκρισίας;
Με εύρωστη πάντα και δηκτική πολεμική, ο Σαρτόρι καυτηρίασε επίσης την πρακτική του κοινωνιολογικού αναγωγισμού της πολιτικής: της άποψης ότι η πολιτική πάντοτε αντανακλά αλλά ποτέ της δεν διαμορφώνει. Ως ερευνητές (αλλά και ως πολίτες) σπάνια, έτσι –αν ποτέ -, ψάχνουμε να βρούμε τι ακριβώς φταίει στο σκεπτικό των κυβερνώντων που οδηγεί στην αέναη συρρίκνωση των δικαιωμάτων και των προοπτικών της κοινωνίας. Η αντιληπτική κατηγορία μας είναι δυστυχώς εμπεδωμένη πως για ό,τι επέρχεται τελικά ευθύνεται η κοινωνία, όχι το περιεχόμενο πολιτικής όσων διατείνονται ότι την εκπροσωπούν. Ομως η τρέχουσα κρίση –κι αυτό πρέπει πάραυτα να το εμπεδώσουν οι κοινωνίες –αντανακλά ένα γιγάντιο έλλειμμα πολιτικής, όχι ένα έλλειμμα κοινωνικής διαθεσιμότητας και ανορθωτικής αλληλεγγύης.
Υπάρχει, τέλος, το μείζον ζήτημα της ανθρώπινης δυνατότητας. Μπορούν άραγε οι κοινωνίες να οργανώσουν τον βίο τους δημοκρατικά, σε εύρος τέτοιο που οι διαβουλεύσεις τους να μην αφορούν απλές προσαρμογές στο ήδη προαποφασισμένο (τον κώδικα λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και συναφών υπερεθνικών οργανισμών μηδενικής δημοκρατικής νομιμοποίησης); Εχει νόημα να στηρίζουμε ένα εγχείρημα πραγματικά έλλογης οργάνωσης της κοινωνικής πραγματικότητας κόντρα στην πρωτόλεια νεοφιλελεύθερη προσταγή του αέναου ζόφου και την ανόητη αμηχανία της μετα-«Αριστεράς» που απλώς υποτάσσεται στον ισχυρό; Αταλάντευτα προωθώντας το δημοκρατικό εγχείρημα για την οργάνωση του Δήμου (αλλά και των διεκδικητικών συλλογικοτήτων), ο Σαρτόρι απαντά θετικά. Καυτηριάζοντας τον απολύτως αρνητικό ρόλο των μονοθεϊστικών δογμάτων που, ως μοναδικά, αντίκεινται στον ίδιο τον πυρήνα της δημοκρατίας, το έρεβος της ακραίας –τηλεματικής –απόσπασης των προϊόντων της εργασίας από τους φορείς της, και οραματιζόμενος έναν ανθρώπινο βίο που δεν θα είναι απλώς βιολογικός, ο μέγας εκλιπών μάς αφήνει ως παρακαταθήκη το παλιό αίτημα του έλλογου σχεδιασμού της πραγματικότητας πολύ πέρα από τις κλασικές φιλελεύθερες αρχές του κράτους-νυχτοφύλακα από τις οποίες εκκινεί. Πρόκειται ασφαλώς για τεράστια πρόκληση, που όμως επιβάλλεται rebus ipsis, από την ίδια την εξέλιξη των πραγμάτων. Αρκεί να υπάρχει πραγματική δημοκρατία, ώστε να μπορεί να πρυτανεύσει ο Λόγος. Το εγχείρημα είναι ζωντανό και συνέχει τις δράσεις όλων όσοι κατανοούν την αποστολή των κοινωνικών επιστημών σε όλο τους το μεγάλο εύρος.
Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ