Μια διάσταση του «Βήματος» που βρίσκω εξαιρετικά χρήσιμη είναι ότι προωθεί ένα είδος διαλόγου που λείπει σχεδόν παντελώς από αντίστοιχα έντυπα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. στην Αγγλία). Και επειδή ο δημόσιος χώρος λειτουργεί υποτονικά στον τόπο μας, αυτό που προσφέρει «Το Βήμα» σε αυτόν τον τομέα είναι πολλαπλά γόνιμο. Από αυτή τη σκοπιά, και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Π. Σούρλα («Επιδρομή των αξιών;», 23.3.1997) που αναφέρεται σε άρθρα του Κ. Τσουκαλά, Π. Κονδύλη και του Μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστόδουλου (και τα τρία δημοσιεύθηκαν στο «Βήμα» τής 16.3.1997) αποτελεί ένα καλό παράδειγμα αυτού που εννοώ ως χρήσιμο/παραγωγικό διάλογο.


Θέλοντας να συμβάλλω και εγώ σε αυτόν τον συγκεκριμένο διάλογο θα διατυπώσω μερικές σκέψεις για το άρθρο του Κ. Τσουκαλά («Το ζην επικινδύνως, αθλίως και ανορθοδόξως», 16.3.1997) το οποίο, μεταξύ άλλων, αναπτύσσει διάφορα επιχειρήματα για τον κοινωνικό κομφορμισμό και τη σχέση του με τη χρήση επικίνδυνων για την υγεία ουσιών όπως η νικοτίνη, τα οινοπνευματώδη και τα ναρκωτικά. (Ελπίζω σε ένα επόμενο άρθρο μου να συζητήσω τη διαφορετική προβληματική που ο Π. Σούρλας εγείρει στον σχετικισμό και την καθολικότητα βασικών αξιών όπως η δικαιοσύνη).


* Συμφωνία και διαφωνία


Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τον Κ. Τσουκαλά ότι τα λεγόμενα «soft drugs» όπως το χασίς και η μαριχουάνα δεν είναι πιο βλαβερά από τα οινοπνευματώδη και τη νικοτίνη (τουλάχιστον για αυτούς που δεν περνούν από τα «soft» στα σκληρά ναρκωτικά).


Θα μπορούσα να συμφωνήσω επίσης ότι η προσπάθεια νομικής απαγόρευσής τους δεν είναι μόνο ατελέσφορη αλλά και καταπιεστική ­ από την άποψη ότι δεν πρέπει η κρατική εξουσία να έχει το δικαίωμα να εμποδίζει έναν ενήλικο να επιλέξει έναν αυτοκαταστροφικό τρόπο ζωής, αν με αυτόν τον τρόπο βλάπτει μόνο τον εαυτό του. Βρίσκω, τέλος, πολύ διεισδυτική την παρατήρησή του ότι ένα είδος νεο-συντηρητισμού (ιδίως στις ΗΠΑ) πρεσβεύει πως το άτομο πρέπει να αφήνεται «ελεύθερο» στον οικονομικό χώρο (δηλαδή χωρίς το «δίχτυ ασφαλείας του κοινωνικού κράτους») αλλά όχι και στο θέμα επιλογής μεταξύ «υγιεινών» και ανθυγιεινών/αυτοκαταστροφικών τρόπων ζωής.


Εκεί όμως όπου διαφωνώ ριζικά με τον Κ.Τ. είναι όταν συνδέει τον «κρατούντα εξουσιαστικό κομφορμισμό» με μια καταπιεστική, ανελεύθερη στρατηγική σε προβλήματα σχετικά με «επικίνδυνους» τρόπους τού ζην. Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: ο εξουσιαστικός κομφορμισμός (κρατικός και μη) όχι μόνο δεν απαγορεύει αλλά συστηματικά ενθαρρύνει, ενισχύει επικίνδυνους/ανθυγιεινούς τρόπους ζωής.


* Η λογική της αγοράς


Θα ξεκινήσω με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Πριν από λίγες ημέρες διαβάσαμε στον διεθνή Τύπο (βλ. π.χ. «The Economist», 29.3.1997) ότι το Ligget Group (η εταιρεία που παράγει, μεταξύ άλλων, τα τσιγάρα Chesterfield), λόγω δικαστικών πιέσεων, ομολόγησε δημόσια ότι, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες που η αμερικανική καπνοβιομηχανία χρηματοδότησε, το κάπνισμα όντως προκαλεί καρκίνο.


Επίσης ομολόγησε ότι οι καπνοβιομηχανίες α) εδώ και πολλά χρόνια κάνουν συστηματικές προσπάθειες απόκρυψης αυτών των αποτελεσμάτων· και β) αντιδρώντας στην τάση μείωσης του καπνίσματος στους ενηλίκους επικέντρωσαν τις διαφημιστικές προσπάθειές τους στους ανηλίκους (όπως είναι γνωστό, τα μικρά παιδιά και οι έφηβοι αποτελούν στις ανεπτυγμένες χώρες την πιο «δυναμική» αγορά των καπνοβιομηχανιών).


Ας δώσω και ένα δεύτερο παράδειγμα. Σε ένα πρόσφατο άρθρο («The Independent», 22.3.1997) μαθαίνουμε ότι η κυρία Μ. Θάτσερ, εδώ και χρόνια, είναι «σύμβουλος» της εταιρείας Philip Morris με ετήσιο μισθό 0,5 εκατομμύριο στερλίνες, ενώ οι μεγάλες βρετανικές καπνοβιομηχανίες είναι από τους πιο βασικούς χρηματοδότες του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος.


Νομίζω ότι τα δύο παραπάνω παραδείγματα δείχνουν σε ποιο βαθμό η λογική της αγοράς έχει διεισδύσει ή μάλλον αποικιοποιήσει αυτό που ο Χάμπερμας αποκαλεί lifeworld (βιόκοσμο) ­ δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που όχι μόνο δεν αποθαρρύνει αλλά απεναντίας καλλιεργεί συστηματικά τρόπους ζωής που, ακόμη και όταν δεν είναι βιολογικά αυτοκαταστροφικοί, οδηγούν στη φυγή από την πραγματικότητα, στην άγονη, απελπισμένη προσπάθεια εξεύρεσης λύσης στα υπαρξιακά μας προβλήματα μέσω των οινοπνευματωδών, του καπνίσματος, του απεριόριστου καταναλωτισμού κλπ.


* Πνευματική έρημος


Ετσι, αντίθετα με τον Κ.Τ. υποστηρίζω ότι αυτό που κάνει τη μεταμοντέρνα κοινωνία μας μονοδιάστατη δεν είναι τόσο η εξουσιαστική καταπίεση όσο η εμπορικοποίηση του «επικινδύνως ζην».


Δηλαδή ότι η λογική της αγοράς και η αξία του κέρδους και της παραγωγικότητας, αντί να βρίσκονται σε μια ισορροπία με άλλες αξίες, σε άλλους θεσμικούς χώρους, κυριαρχούν απόλυτα πάνω στη λογική της ουσιαστικής δημοκρατίας στον πολιτικό χώρο, στη λογική της αλληλεγγύης στον κοινωνικό και στη λογική της ατομικής αυτονομίας στον πολιτιστικό χώρο.


Ζούμε, με άλλα λόγια, σε μια κοινωνία όπου όχι μόνο το κάπνισμα, τα οινοπνευματώδη και τα ναρκωτικά, αλλά και χίλιοι άλλοι τρόποι φυγής (από την τηλεόραση και την πορνογραφία ως το Internet και τον κυβερνοχώρο) προγραμματίζουν τη ζωή μας και υπονομεύουν το «είναι μας» (με την Χαϊντεγκεριανή έννοια του όρου).


Μέσα σε αυτή την πνευματική έρημο όπου, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Μπουρντιέ, το οικονομικό/εμπορικό κεφάλαιο μετατρέπεται κατά βούληση σε συμβολικό/πολιτιστικό· όπου ένας μεγιστάνας των ΜΜΕ όπως ο Ρούπερτ Μέρντοκ έχει περισσότερη επιρροή στη διαμόρφωση της ταυτότητας των νέων από ό,τι οι δάσκαλοι, οι ιερείς, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι· όπου όλο και περισσότερο το νόημα της ζωής εξισώνεται με την απόκτηση καταναλωτικών αγαθών· όπου η μόνη ουσιαστική ελευθερία είναι αυτή τού να πουλάς και να αγοράζεις οτιδήποτε στην αγορά· όπου οι τεχνικές φυγής από την πραγματικότητα έχουν αναχθεί στην υψίστη τέχνη ­ σε μια τέτοια κοινωνία το ζην επικινδύνως, αθλίως, και ανεγκεφάλως θα προσέθετα, όχι μόνο δεν απαγορεύεται αλλά είναι αναγκαίο για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του συστήματος.


* Χωρίς άλλη επιλογή


Ξέρω πολύ καλά ότι ο Κ.Τ. συμφωνεί με πολλά από τα παραπάνω. Ξέρω επίσης ότι αυτό που ήθελε να τονίσει στο άρθρο του είναι πως ένα άτομο πρέπει να έχει την ελεύθερη επιλογή μεταξύ επικίνδυνων και μη επικίνδυνων τρόπων ζωής. Συμφωνώ απολύτως ότι αυτή η επιλογή πρέπει να υπάρχει. Το πρόβλημα όμως σήμερα είναι ότι ελεύθερη επιλογή δεν υπάρχει ­ όχι λόγω «εξουσιαστικού κομφορμισμού», αλλά λόγω εμπορικοποίησης των πάντων.


Το ανήλικο ή ενήλικο άτομο που καπνίζει ή παίρνει ναρκωτικά δεν έχει ουσιαστική επιλογή γιατί οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να αναπτύξουν στους νέους και στους ηλικιωμένους μια εναλλακτική προοπτική είναι ασήμαντες μπρος στις δυνάμεις που ελέγχουν την πολιτισμική παραγωγή της κοινωνίας μας.


Για να επανέλθω στο αγγλικό παράδειγμα, τι πιθανότητες επιρροής έχει μια αντικαπνιστική οργάνωση όπως το ASH, όταν έχει αντίπαλο τη Philip Morris; Πώς είναι δυνατόν η πρώτη να περάσει το μήνυμά της στο κοινό όταν δεν έχει αρκετούς πόρους να πληρώσει το νοίκι και το τηλέφωνό της και όταν οι αντίπαλοί της όχι μόνο έχουν απεριόριστους πόρους αλλά και ελέγχουν σε ένα μεγάλο βαθμό τα μέσα μαζικής επικοινωνίας; Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι δυνατόν να μιλάει κανείς για ελεύθερη επιλογή μεταξύ «καπνιστικού» και «μη καπνιστικού» τρόπου ζωής.


* Ριζικά μέτρα


Μπορεί να υποστηρίξει κανείς βεβαίως ότι το κράτος, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, έχει κάνει αντικαπνιστικές ενέργειες (λ.χ. υποχρεώνει τις εταιρείες τσιγάρων να γράφουν στις διαφημίσεις τους, με μικρά γράμματα, ότι «το τσιγάρο βλάπτει την υγεία»). Αυτές όμως οι προσπάθειες είναι πενιχρές σε σχέση με τις προσπάθειες των προ-καπνιστικών συμφερόντων.


Ερώτημα: Είναι δυνατόν, σε ένα φιλελεύθερο πλαίσιο, το κράτος να κάνει περισσότερα χωρίς να γίνει εξαιρετικά καταπιεστικό; Απάντηση: Και βέβαια μπορεί. Ιδού μερικά μέτρα που θα μπορούσε να πάρει:


1. Μπορεί να υποχρεώσει τις εταιρείες τσιγάρων για κάθε διαφήμιση που βάζουν να πληρώνουν χρήματα για μια αντι-διαφήμιση του ίδιου μεγέθους (που θα μπαίνει δίπλα δίπλα), όπου τα πλεονεκτήματα του μη καπνίσματος θα προβάλλονται κατά τρόπο εξίσου δραματικό/ελκυστικό όσο και τα πλεονεκτήματα «του να βρίσκεις την ευτυχία σου μ’ ένα Marlboro».


2. Τα τεράστια έσοδα που το κράτος έχει από τη φορολογία του καπνού να πηγαίνουν αυτομάτως σε αντικαπνιστικές οργανώσεις τύπου ASH.


3. Ενα μεγάλο μέρος των κερδών των καπνοβιομηχανιών να πηγαίνει αναγκαστικά στην έρευνα για τη θεραπεία του καρκίνου.


Μόνο με τέτοιου είδους ριζικά μέτρα θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι οι πολίτες, νέοι και γέροι, θα έχουν μια ουσιαστική, ελεύθερη επιλογή μεταξύ επικίνδυνων και ακίνδυνων τρόπων ζωής.


Οσο τέτοια μέτρα δεν λαμβάνονται, νομίζω ότι πρέπει να προβληματιζόμαστε λιγότερο για τον εξουσιαστικό κομφορμισμό και περισσότερο για τον ιμπεριαλισμό της αγοράς που διαβρώνει συστηματικά τον πολιτισμικό χώρο, δηλαδή τους διαφόρους τρόπους τού ζην.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.