Η παρουσία της Documenta 14 στην Αθήνα είναι μια σοβαρή υπόθεση. Ανεξάρτητα από την ειδική αποτίμηση και την ουσιαστική ποιότητα των καλλιτεχνικών εκθέσεων και των –ίσως υπερβολικά πληθωρικών –παράλληλων δράσεων, η σημασία της διεξαγωγής της Documenta στην Αθήνα είναι αναμφισβήτητη: κάτι σαν ολυμπιάδα της τέχνης που βάζει άλλη μια φορά την ελληνική πρωτεύουσα «στον χάρτη» του διεθνούς ενδιαφέροντος των φιλότεχνων και γενικότερα των επισκεπτών της χώρας. Η Μπιενάλε της Βενετίας και η Documenta στο Κάσελ είναι τα δύο εγκυρότερα δημόσια γεγονότα στον χώρο της σύγχρονης τέχνης με περιοδική συχνότητα και με τεράστια διεθνή απήχηση. Ενα επιπλέον όφελος είναι η καλλιτεχνική και γενικότερα πολιτισμική εμπειρία για το αυτόχθονο κοινό και τους έλληνες δημιουργούς, στη δυσκολότερη ίσως στιγμή της νεότερης ιστορίας αυτού του τόπου.
Εδώ όμως είναι το πρόβλημα. Η έξοδος της Documenta από το Κάσελ είναι μια τολμηρή κίνηση που γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία της: έγινε μήπως «εξαιτίας» της Αθήνας; Η επιλογή ακριβώς της ελληνικής πρωτεύουσας εμφανίζει άλλες συνδηλώσεις: είναι προφανές ότι η έκθεση του πολωνού καλλιτεχνικού διευθυντή Adam Szymczyk και των συνεργατών του είναι «πολιτική», στα ίχνη της Μπιενάλε Βενετίας του 2015 που διηύθυνε ο νιγηριανός κριτικός Okwui Enwezor, ο οποίος είχε επίσης διατελέσει διευθυντής και της 11ης Documenta το 2002.
Η έμφαση όμως στον πολιτικό χαρακτήρα της αθηναϊκής Documenta υιοθετεί μια αναρχοειδή και «αντιεξουσιαστική» οπτική, ως «Βουλή των Σωμάτων –σύμφωνα με το επίσημο πρόγραμμα –που ρίχνει το γάντι όχι μόνο στην παραδοσιακή διάκριση έκθεσης/δημόσιου προγράμματος αλλά και στην αντίθεση μεταξύ Κάσελ και Αθήνας, επιστημολογίας του Βορρά και του Νότου, στη ρυθμιστική σκέψη και στις υποταγμένες γνώσεις και πρακτικές, καθώς και στις ιεραρχίες κοινωνικού και βιολογικού φύλου, τάξης και φυλής». Για την υλοποίηση αυτού του προγράμματος η Αθήνα της κρίσης μοιάζει ιδανική, σαν ένα είδος «εξωτικής» λατινοαμερικανικής πραγματικότητας γεμάτη πρόσφυγες, πολλούς πρόσφυγες, που ανακαλύπτεται αναπάντεχα ως όαση σε απόσταση μόλις δύο ωρών πτήσης από την εκφυλισμένη Μεσευρώπη. Οι ξένοι φίλοι μας από θέση ασφαλείας ενσκήπτουν επάνω από το σώμα του πειράματος, των γραφικών εντόπιων αγρίων που είναι αξιοθαύμαστοι για τον τρόπο που εν τούτοις εννοούν να επιβιώνουν μέσα σε μια διάχυτη αθλιότητα που είναι όλο και πιο ορατή παντού στην πόλη· ενώ πάντα οι φίλοι μας επενδύουν σε εμμονικά ιδεολογήματα χωρίς κόστος και σε «επιτελέσεις» που δείχνουν τόσο ελιτίστικες ώστε να βάζουν σε αμφισβήτηση το προγραμματικά διακηρυγμένο κοινωνικό περιεχόμενο της εκδήλωσης.
Είναι αυτή η εικόνα που θέλουμε για την Αθήνα, η εικόνα που θέλουμε για τους εαυτούς μας; Η εικόνα που θέλουμε να έχουν οι άλλοι για εμάς; Η εικόνα της «αισθητικής της κρίσης» σε μια πόλη δίχως «κέντρο» και «περιφέρεια», μιας και οι συνθήκες της αθλιότητας μετακινούνται πλέον αταξικά από τη μια περιοχή στην άλλη; Η Αθήνα τα τελευταία χρόνια υπήρξε προορισμός ενός είδους «τουρισμού της κρίσης» για πολλούς ξένους, πανεπιστήμια και άλλους φορείς, ακριβώς λόγω αυτής της θλιβερής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα. Είναι ωστόσο γεγονός ότι για τους ξένους επισκέπτες η Ελλάδα του 20ού αιώνα ήταν πάντα μια χώρα εξωτική και γραφική, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Και αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Τη δεκαετία του 1930 ο ηρωικός Ηρακλής Ιωαννίδης, ο διευθυντής στο Παρίσι του πρακτορείου της Εθνικής Ατμοπλοΐας της Ελλάδος του Λεωνίδα Εμπειρίκου, αγωνιζόταν να αναδείξει τη σχέση πολιτισμού και τουρισμού στη χώρα του αρχαίου μύθου και του αγνών λαϊκών παραδόσεων.
Εξέδιδε στη γαλλική πρωτεύουσα το περιοδικό «Le Voyage en Grèce» που, φιλοξενώντας άρθρα κορυφαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών όπως οι Λε Κορμπιζιέ, Ντε Κίρικο, Πικάσο, Κοκτό, Καμί, Ματίς, Τεριάντ και πολλοί άλλοι, επεδίωκε την ενίσχυση ενός νέου κύματος περιηγητισμού και ενθουσιώδους φιλελληνισμού. Αλλά και μεταπολεμικά, τις δεκαετίες του 1950 και 1960, οι ξένοι ανακάλυπταν μια Ελλάδα στα μάτια τους πάντα ελαφρώς εξωτική αλλά γεμάτη χυμούς, γνήσια και αληθινή, ώστε να γίνεται έτσι πόλος έλξης, κινηματογραφικό σετ διεθνών παραγωγών και ταξιδιωτικός προορισμός υψηλών απαιτήσεων καθώς συνδύαζε την ακαταμάχητη ιστορία και πολιτισμό με την αυθεντικότητα και την ιδιότυπη γοητεία της σύγχρονης ζωής.
Η αναζήτηση του «διαφορετικού» επιβίωνε ακόμη και τις ημέρες των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004: κάποιοι ξένοι φίλοι παραπονούνταν τότε, με την καλύτερη φυσικά διάθεση, πως ο οργασμός των έργων εκείνης της περιόδου είχε μεταβάλει το αστικό τοπίο και είχε μεταλλάξει τον χαρακτήρα της Αθήνας σε σχέση με την ιδανική εικόνα της δεκαετίας του 1960, μιας αυθεντικής και γνήσιας βαλκανικής πρωτεύουσας.
Το ζήτημα λοιπόν της γραφικότητας είναι διαχρονικό, με χαρακτηριστικά ωστόσο που διαφέρουν από τη μια εποχή στην άλλη. Τούτο μπορεί να μετατραπεί σε προσόν που να αναδεικνύει τις αρετές του τόπου.
Το βέβαιο είναι πως η χώρα δεν μπορεί να μεταχειρίζεται την κρίση για να προσελκύσει επισκέπτες. Ούτε να δίνει την αφορμή για αυτό, ούτε να επενδύει ιδεολογικά σε αυτό. Είναι βέβαιο πως ο τουρισμός, ως οικονομική δραστηριότητα, είναι βασικό στοιχείο της προσπάθειας επαναφοράς της χώρας σε συνθήκες στοιχειώδους κανονικότητας: αυτός ο στόχος αξίζει τον καλύτερο δυνατό προγραμματισμό, γιατί αυτή είναι η θέση της Ελλάδας στον ευρύτερο γεωγραφικό και παραγωγικό χάρτη. Στο πλαίσιο αυτό ο πολιτισμός είναι βασικό χαρτί που τοποθετεί τη χώρα σε συνθήκες υπεροχής χωρίς ανταγωνισμό. Ο πολιτισμός όμως μπορεί να συμβάλει στην έξοδο της χώρας από την κρίση όχι ως μεγαλόστομη εμμονή των σχολικών εγχειριδίων αλλά ως ορθολογική και αυτή οικονομική δραστηριότητα.
Τίποτα ωστόσο από τα παραπάνω δεν βγάζει από μόνο του τη χώρα από την κρίση: η ακμή ενός τόπου είναι αποτέλεσμα ενός συστήματος των πραγμάτων, όπου όλα ανεξαιρέτως είναι σε θέση να λειτουργούν και να αλληλοϋποστηρίζονται. Ενα μουσείο ή μια καλλιτεχνική έκθεση, όση αξία και να έχει, δεν μπορεί από μόνη της να είναι σημαντική, όταν όλα γύρω καταρρέουν.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ