Την περασμένη εβδομάδα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) καταδίκασε την Ελλάδα για την πολύκροτη υπόθεση της Μανωλάδας. Οπως είναι γνωστό, στην υπόθεση αυτή 42 μετανάστες από το Μπανγκλαντές, στην πλειοψηφία τους χωρίς χαρτιά, δούλευαν στις καλλιέργειες φράουλας στη Νέα Μανωλάδα της Πελοποννήσου. Εργάζονταν και ζούσαν μεν σε καθεστώς οιονεί δουλοπαροικίας, χωρίς όμως να απολαμβάνουν την προστασία που παρείχαν σε αντάλλαγμα οι χωροδεσπότες στους αγρεργάτες κατά τον Μεσαίωνα. H Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση του Αρθρου 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που απαγορεύει τη δουλεία και την καταναγκαστική εργασία. Υπαίτιοι αυτής της ειδεχθούς μεταχείρισης ήταν ιδιώτες. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές κρίθηκαν υπεύθυνες γιατί δεν έδρασαν αποτελεσματικά προκειμένου να την αποτρέψουν και να αποδώσουν ευθύνες στους θύτες.
Η υπόθεση ήρθε με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο τον Απρίλιο του 2013, όταν οι εργαζόμενοι, διεκδικώντας την καταβολή δεδουλευμένων, δέχτηκαν πυροβολισμούς. Παρά τα αδιάσειστα στοιχεία και τις παρεμβάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη και της Επιθεώρησης Εργασίας, το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών απήλλαξε τους εργοδότες από την κατηγορία της καταναγκαστικής εργασίας. Η αιτιολογία ήταν ότι οι μετανάστες δεν ήταν θύματα εμπορίας ανθρώπων, αφού μπορούσαν με τη βούλησή τους να αποφύγουν ή έστω να απαλλαγούν από αυτή την κατάσταση. Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αρνήθηκε να ασκήσει αναίρεση στην απόφαση, ενώ εκείνοι που, για λογαριασμό των εργοδοτών, είχαν πυροβολήσει και τραυματίσει πολλούς από τους εργαζομένους, εξαγόρασαν μια ελαφριά ποινή με την καταβολή προστίμου.
Η καταδικαστική απόφαση εις βάρος της Ελλάδας ήταν αναμενόμενη, δεδομένου του καταφανώς άδικου χαρακτήρα της ελληνικής δικαστικής απόφασης. Το ΕΔΑΔ στηρίχθηκε στη σύγχρονη ερμηνεία του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων που έχουν ενσωματώσει τα διεθνή κείμενα. Σύμφωνα με αυτήν, καταναγκασμός μπορεί να υφίσταται όταν ένα άτομο τελεί σε συνθήκες άκρως ευάλωτες και υπό καθεστώς εκφοβισμού, έστω και αν συνειδητά το ίδιο επιλέγει να συνεχίσει να διαβιοί σε κατάσταση καταπίεσης και δουλείας.
Η σημασία της απόφασης για τη Μανωλάδα υπερβαίνει κατά πολύ την προκειμένη ελληνική περίπτωση. Πάνω από όλα υποδηλώνει την τεράστια σημασία που έχει αποκτήσει το καθεστώς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δημιούργησαν οι λαοί της Ευρώπης μετά την καταστροφική εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην καρδιά του συστήματος βρίσκεται η προστασία της ζωής και της αξιοπρέπειας του κάθε ατόμου, καθώς και των θεμελιωδών αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων, ως υπέρτατων οικουμενικών αρχών. Οι σύγχρονες ευρωπαϊκές δημοκρατίες δεν μπορούν πάντοτε να διασφαλίσουν την προστασία τους, ακόμη και όταν υπάρχει αδιαμφισβήτητη πολιτική βούληση. Ειδικά μάλιστα όταν απειλούνται άτομα που ανήκουν σε μειοψηφικές ή ευάλωτες ομάδες που δεν διαθέτουν «φωνή» και εκπροσώπηση στις πλειοψηφικές δημοκρατίες, γιατί δεν είναι καν πολίτες του κράτους. Η καταπίεσή τους μπορεί να γίνεται ανεκτή, όχι μόνο γιατί αποφέρει όφελος σε κάποιες κοινωνικές ομάδες. Μπορεί επίσης να συντηρείται μέσα σε εθνικές ή τοπικές κοινωνίες που βιώνουν φόβο, ανασφάλεια και οργή κατά του «ξένου».
Ενα διεθνές πλαίσιο εγγυήσεων αντισταθμίζει τις ατέλειες, τις καταχρήσεις και τις υπερβολές των δημοκρατιών όπου μοιραία κυβερνούν οι πλειοψηφίες. Αυτή η ιστορικά δικαιωμένη πραγματικότητα αποτελεί σπουδαία κατάκτηση του ευρωπαϊκού φιλελεύθερου νομικού πολιτισμού. Τούτο είναι προφανές από τη σκοπιά μιας εδραιωμένης δικαιωματοκρατικής αντίληψης. Υπάρχουν ωστόσο σήμερα πολιτικές δυνάμεις σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία αλλά και η Γαλλία, οι οποίες αντιμετωπίζουν με μεγάλο σκεπτικισμό την ΕΣΔΑ και το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Θεωρούν ότι υιοθετώντας φιλελεύθερες ερμηνείες στα θέματα της ισότητας, της απαγόρευσης των διακρίσεων, της εμπορίας ανθρώπων κ.λπ., οι αποφάσεις του Δικαστηρίου αποτελούν απειλή για τις εθνικές δημοκρατικές παραδόσεις.
Η προβαλλόμενη υπεροχή της εθνικής ταυτότητας έναντι των οικουμενικών δικαιωμάτων είναι άλλη μια έκφραση των τάσεων απομονωτισμού και εσωστρέφειας, των οποίων η απήχηση σήμερα διαρκώς μεγαλώνει. Ομως, η δικαίωση των μεταναστών της Μανωλάδας δείχνει πόσο εσφαλμένη είναι η θέση αυτή από τη σκοπιά της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Καταδεικνύει τη δύναμη των δικαιωμάτων ως ασπίδα για εκείνους που κανένα κράτος, καμιά συντεχνία και καμία δημοκρατική πλειοψηφία δεν έχει το συμφέρον ή τη βούληση να υπερασπιστεί. Οσο σκληρή και δυσάρεστη και να είναι για την Ελλάδα η καταδίκη, η απόφαση του ΕΔΑΔ για τη Μανωλάδα μάς υπενθυμίζει πόσο μεγάλη σημασία έχει να προασπίσουμε την κατάκτηση αυτή.
Η κυρία Ντία Αναγνώστου είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου, ερευνήτρια στο ΕΛΙΑΜΕΠ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ