Η πρόσφατα εγκαινιασθείσα σήραγγα των Τεμπών αναδεικνύει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την αποτυχία του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Δεν είναι μόνο η διαφωνία που ξέσπασε ως προς την «πατρότητα» του έργου, ενδεικτική της έλλειψης κουλτούρας συναίνεσης που χαρακτηρίζει το εγχώριο πολιτικό σύστημα και εμποδίζει τη χώρα να βγει από τα μνημόνια και την ύφεση όπως έκαναν οι άλλες χώρες που μπήκαν μετά από εμάς σε πρόγραμμα. Είναι κυρίως η αδυναμία του πολιτικού συστήματος στο να κάνει τα βασικά: να διαχειριστεί αποτελεσματικά, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, τους δημόσιους πόρους.
Χρειάστηκαν σχεδόν 35 χρόνια και κονδύλια από τέσσερα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ) για να κατασκευαστούν 500 χιλιόμετρα αυτοκινητοδρόμου και να συνδεθούν με ένα σύγχρονο οδικό δίκτυο οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας!
Βεβαίως, όλο αυτό το διάστημα το έργο είχε εξαγγελθεί επανειλημμένως. Κάθε κυβέρνηση ανακοίνωνε την κατασκευή του και δεν κατάφερνε τίποτα παραπάνω από το να παραδώσει μερικά χιλιόμετρα. Στο μεταξύ, θρηνούσαμε εκατοντάδες θύματα, ανάμεσά τους και 21 μαθητές που έχασαν τη ζωή τους στα Τέμπη, τον Απρίλιο του 2003.
Αν βάλει κανείς κάτω τους αριθμούς, προκύπτει ότι κατά μέσο όρο κατασκευάζονταν περί τα 15 χιλιόμετρα κάθε χρόνο! Και μάλιστα σε ένα έργο που ήταν προτεραιότητας για κάθε κυβέρνηση και το οποίο είχε εξασφαλισμένους πόρους αφού χρηματοδοτήθηκε ως επί το πλείστον με κοινοτικά κονδύλια. Ομως ακόμα και για να εκταμιεύσει κανείς τα χρήματα αυτά απαιτείται οργάνωση, σχεδιασμός, παρακολούθηση κ.λπ., στοιχεία που λείπουν από τον δημόσιο τομέα και τον καθιστούν άκρως αναποτελεσματικό.
Ειδικότερα για το κομμάτι των Τεμπών χρειάστηκαν εννέα χρόνια για έξι χιλιόμετρα σήραγγας, όταν το υποθαλάσσιο τούνελ της Μάγχης μήκους 50 χιλιομέτρων κατασκευάστηκε σε έξι χρόνια.
Οσον αφορά το κόστος, παραμένει άγνωστο. Μπορεί να μάθαμε λεπτομέρειες για το μήκος, το πλάτος των τούνελ των Τεμπών, τις εξόδους διαφυγής, τις κάμερες διαχείρισης κυκλοφορίας, τα συστήματα ανίχνευσης καυσαερίων, εξαερισμού, φωτισμού, πυρασφάλειας κ.λπ., όμως κανείς δεν είπε λέξη για το κόστος. Και πώς να πει αφού παραμένει άγνωστο ύστερα από τόσα χρόνια εμπλοκών, επιχειρηματικών μεθοδεύσεων, δικαστικών διενέξεων, μικροπολιτικών κ.λπ. κ.λπ.
Ολα αυτά είναι αποτέλεσμα ενός σύνθετου πλέγματος γραφειοκρατικών διαδικασιών, δημιούργημα του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης, που έχει ως αποτέλεσμα η υλοποίηση κάθε έργου να γίνεται «γιοφύρι της Αρτας»: το Δημόσιο κρατά «ομήρους» τους εργολάβους με διαγωνισμούς, απαλλοτριώσεις, αρχαιολογικά ευρήματα, τοπικές αντιδράσεις κ.λπ. και οι εργολάβοι «εκβιάζουν» με καθυστερήσεις και συνεχείς απαιτήσεις για νέους όρους, νέες συμβάσεις και παραπάνω χρήματα.
Αυτό βέβαια βολεύει και τις δύο πλευρές. Σε κάθε έργο αναπτύσσεται μια ιδιότυπη σχέση αλληλεξάρτησης, η οποία βρίσκει διεξόδους έκφρασης μέσα από το δαιδαλώδες νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει το άνοιγμα πολλών, μικρότερων ή μεγαλύτερων, «παραθύρων».
Η σημερινή κυβέρνηση, όπως είπε ο Αλέξης Τσίπρας, δεν διεκδικεί την πατρότητα του έργου των Τεμπών αλλά το ότι «κατάφερε να ξεμπλέξει το κουβάρι». Ομως αυτό δεν αρκεί. Πάντοτε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης υπήρχε μια κυβέρνηση που ξέμπλεκε το κουβάρι, διότι το έργο έπρεπε να τελειώσει και να παραδοθεί. Σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να επιστραφούν κοινοτικά κονδύλια, όπως και στη σήραγγα των Τεμπών που η σχετική διορία έληξε στα τέλη Μαρτίου.
Το ζητούμενο είναι να μην μπλεχτεί το κουβάρι. Και αυτό απαιτεί ξεκάθαρο θεσμικό, νομοθετικό και επιχειρηματικό πλαίσιο. Το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει και δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα παρότι περιγράφεται στα μνημόνια που έχουν υπογράψει όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 και μετά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ