Παλιά είχα εκατοντάδες δίσκους βινυλίου. Τους άκουγα, τους καθάριζα με τα ειδικά πανάκια και τα ειδικά υγρά (που τελικά μάλλον τους κατέστρεφαν), τους στόλιζα στα ράφια τους και κάθε Σάββατο τους ξεσκόνιζα. Σαν παιδιά μου τους είχα. Οταν περάσαμε στην εποχή του CD, μαζί με τις νέες εκτελέσεις άρχισα να αγοράζω σε CDs ηχογραφήσεις που είχα ήδη σε βινύλια φθαρμένα πλέον ή και κατεστραμμένα (τα ειδικά υγρά που λέγαμε…). Κάποια στιγμή, προκειμένου να μη βγω εγώ από το σπίτι έβγαλα τους δίσκους, τους χάρισα και κράτησα τα CDs. Αντικατέστησα τα μεγάλα ράφια με άλλα, πιο ελαφριά, στόλισα τα εκατοντάδες δισκάκια πάνω τους και συνέχισα να τα ακούω, να τα καθαρίζω (χωρίς υγρά πλέον, το είχα πάρει το μάθημά μου) και να τα ξεσκονίζω κάθε Σάββατο. Σαν παιδιά μου τα είχα και αυτά.
Ημουν όμως ανέκαθεν άνθρωπος που με τα αντικείμενα δεν δενόμουν. Αυτό λειτούργησε διευκολυντικά στη ζωή μου: φρόντιζα πάντα να περιορίζομαι στα απαραίτητα και δεν έκανα το σπίτι μου γιουσουρούμ όπως έχουν κάνει κάτι φίλες, ονόματα δεν γράφω, υπολήψεις δεν θίγω. Με το που ανέτειλε η ψηφιακή εποχή άρχισα να γλυκοκοιτάζω τους σκληρούς δίσκους. Δικτυωμένος στο Internet ξεκίνησα την ίδια στιγμή να κατεβάζω ηχογραφήσεις, ανάμεσά τους και εκείνες που είχα ήδη σε CD. Γέμισα έναν σκληρό δίσκο, γέμισα δεύτερο, γέμισα τρίτο… Τα CDs τα χάρισα, οι τοίχοι ελευθερώθηκαν από τα περιττά πλέον ράφια, ο χώρος μου έγινε ακόμα πιο μεγάλος και το ξεσκόνισμα ακόμη πιο εύκολο. Γιατί η τεχνολογία όχι μόνο σου λύνει τα χέρια αλλά και σε απαλλάσσει από διάφορες αγγαρείες. Πάντα την αγαπούσα την τεχνολογία, όταν άντεχα οικονομικά ήμουν από τους πρώτους που αγόραζαν τα γκατζετάκια της νέας εποχής. Ετσι, οι παλαιότεροι ογκώδεις σκληροί δίσκοι στην πορεία αντικαταστάθηκαν από σκληρούς δίσκους νέας γενιάς, πιο μικροσκοπικούς, πιο ντιζαϊνάτους, πιο χρωματιστούς από τους παλιούς.Σαν παιδιά μου τους έχω.
Μόνο που τα παιδιά ενίοτε γίνονται βρωµόπαιδα και σε πληγώνουν. Την περασμένη Παρασκευή ο σκληρός δίσκος Νο 7, ο πορτοκαλοκόκκινος (πράγματι είναι κόκκινος με μία πορτοκαλί λωρίδα) την ώρα που τον συνέδεα με το κομπιούτερ μου έκανε «φλακ» και σταμάτησε να λειτουργεί. Ηταν ο δίσκος στον οποίο είχα αποθηκευμένες όλες τις όπερες των συνθετών που το επίθετό τους αρχίζει από P, από R και από S. Και αν η πιθανότητα να είχα χάσει τη «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Σοστακόβιτς δεν με τρόμαξε ιδιαίτερα, η υποψία πως μπορεί να είχα χάσει όλες τις όπερες του Πουτσίνι (δηλαδή όλες τις εκτελέσεις τους, γιατί μόνο την «Τόσκα» την έχω σε πάνω από 150 live ερμηνείες) έμοιαζε μαχαιριά στα σώψυχά μου!
Πήρα τον ασθενή και τον πήγα πάραυτα στο κατάστημα σέρβις. Η διάγνωση επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους μου: Ο Νο 7, ο πολυαγαπημένος πορτοκαλοκόκκινος, μας είχε αφήσει χρόνους. Χωρίς ελπίδα ανάκαμψης. Ποιος είπε πως η τεχνολογία κάνει θαύματα; Μαζί του είχαν αποδημήσει και οι 150 «Τόσκες», άλλες τόσες «Μποέμ», μερικές δεκάδες «Τουραντότ»…
Εκείνο το βράδυ διάβασα, εντελώς τυχαία, ένα άρθρο για την επιστροφή του βινυλίου. Βρέθηκα να νοσταλγώ τις εποχές των γρατσουνισμένων δίσκων και του «Vissi d’ arte» (από την «Τόσκα») που στο δεύτερο perché τού «perché, perché, Signore» κολλούσε («perché per-, per-, per-, per-, per-…») με αποτέλεσμα η δολοφονία του Σκάρπια να παίρνει μια νοσηρή παράταση. Αρχισα να φιλοσοφώ: κάθε εποχή έχει τις παγίδες της, όλα κάποτε τελειώνουν, η φυσική φθορά των πραγμάτων μάς επιφυλάσσει και δυσάρεστες εκπλήξεις, μην πιάσω στα χέρια μου τον αλήτη που μου πούλησε τον σκάρτο πορτοκαλοκόκκινο…
Αναψα ένα κερί στη μνήμη του μαέστρου και αποφάσισα πως η ζωή συνεχίζεται, αν όχι με Πουτσίνι, σίγουρα με Βέρντι. Αυτός διασώθηκε, μαζί με τον Βάγκνερ, καθώς ήταν αποθηκευμένοι στον σκληρό δίσκο Νούμερο 11, τον ασημί. Tον Βάγκνερ δεν τον αντέχω, θα πορευτώ όμως με ό,τι έχει απομείνει. Θα τον ξανακούσω και ίσως να τον συμπαθήσω περισσότερο. Εν κατακλείδι, το σημερινό κομμάτι, γραμμένο με πόνο, στέλνει τρία σημαντικά μηνύματα: α) Ποτέ μην εμπιστεύεστε απόλυτα την τεχνολογία όσα και να σας τάζει, β) Να κρατάτε πάντα αντίγραφα των αρχείων που αποθηκεύετε και γ) Να μη στενοχωριέστε για αυτά που χάνονται, δείτε την απώλειά τους ως ευκαιρία για να ανακαλύψετε κάτι καινούργιο, για παράδειγμα στην περίπτωσή μου τη μαγεία (;) του Βάγκνερ.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Απριλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ