Ηταν πέρυσι τέτοια εποχή όταν και πάλι η κυβέρνηση πάσχιζε να κλείσει την (πρώτη τότε) αξιολόγηση και ο Πρωθυπουργός με άρθρο του στους «Financial Times» εξέφραζε την πεποίθηση ότι «τις επόμενες λίγες ημέρες η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί». Στο άρθρο με τίτλο «Η Ελλάδα διέψευσε τους καταστροφολόγους – τώρα το ΔΝΤ πρέπει να κάνει αυτό που του αναλογεί» ο Αλέξης Τσίπρας σημείωνε ότι δεν κατανοεί «την πιεστική στάση του ΔΝΤ, όταν η χώρα πέτυχε καλύτερες επιδόσεις σε αρκετούς κρίσιμους στόχους και, αντίθετα με την πρόβλεψη του Ταμείου για ύφεση 2,3% το 2015, υπήρξε σταθεροποίηση της οικονομίας με ύφεση μόλις 0,2%».

Χωρίς καμία διάθεση να πάρει κανείς το μέρος του ΔΝΤ και αναγνωρίζοντας την άκαμπτη και εμμονική στάση του Πόουλ Τόμσεν που δεν διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις, είναι εύκολο να καταλάβει τη θέση του Ταμείου στο να ζητεί μονίμως πρόσθετα μέτρα αρκεί να ανατρέξει στο ίδιο άρθρο. Σε αυτό, ο Πρωθυπουργός τονίζει πως «η ελληνική κυβέρνηση είναι δεσμευμένη να προχωρήσει στην από καιρό καθυστερούμενη νομοθεσία για την ενίσχυση της μάχης κατά του λαθρεμπορίου καυσίμων και καπνικών προϊόντων».
Οπως αποδεικνύεται έναν χρόνο μετά, πρόκειται για λόγια και υποσχέσεις που για ακόμα μία φορά ακούν οι πιστωτές αλλά και οι έλληνες φορολογούμενοι και τα οποία παραμένουν χωρίς αντίκρισμα. Ολη αυτή την επταετία της κρίσης, αλλά και παλαιότερα, όλες οι κυβερνήσεις, όλων των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα, κήρυξαν, σε όλους τους τόνους, τον πόλεμο κατά του λαθρεμπορίου καυσίμων και τσιγάρων. Ωστόσο τα αποτελέσματα ήταν και παραμένουν πενιχρά.
Μόνο από την πάταξη του λαθρεμπορίου καυσίμων υπολογίζεται, με τις λιγότερο αισιόδοξες εκτιμήσεις, ότι το Δημόσιο μπορεί να έχει πρόσθετα έσοδα περί το 1 δισ. ευρώ ετησίως. Αντ’ αυτού εισπράττει μερικές δεκάδες εκατομμύρια από μεμονωμένες επιτυχίες των διωκτικών αρχών.
Αδυνατώντας λοιπόν το πολιτικό σύστημα να συγκρουστεί με τα συμφέροντα, καταφεύγει στους μισθωτούς, στους συνταξιούχους, στους ιδιοκτήτες ακινήτων κ.λπ. επιβάλλοντας οριζόντιους φόρους και περικοπές, επί δικαίους και αδίκους. Αυτό μπορεί να διευκολύνει τις κυβερνήσεις στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μεταρρύθμιση όπως υπόσχονται στους πιστωτές.
Η περίπτωση της πάταξης του λαθρεμπορίου είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του ελλείμματος αξιοπιστίας της ελληνικής πλευράς. Διαδοχικές κυβερνήσεις στα χρόνια της κρίσης άλλα συμφωνούν με τους πιστωτές και άλλα κάνουν. Με μοναδική εξαίρεση, την περίοδο της διακυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, τη συστηματική προσπάθεια του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα να υλοποιεί τα συμφωνηθέντα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να ανακτήσει μεγάλο μέρος της χαμένης αξιοπιστίας της και να επιστρέψει στις αγορές, όλα τα υπόλοιπα χρόνια το έλλειμμα εμπιστοσύνης διευρύνεται.
Και είναι αυτό ακριβώς το έλλειμμα που οδηγεί τους πιστωτές στο να ζητούν συνεχώς περισσότερα. Δυστυχώς όμως δεν είναι εύκολα μετρήσιμο και η εξάλειψή του δεν μπορεί να επιτευχθεί με περικοπές δαπανών και εξαντλητική φορολογία, όπως στην περίπτωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Απαιτούνται δομικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα και σε βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες που προϋποθέτουν πολιτική και συλλογική βούληση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ