Ο Joseph Beuys (Γιόζεφ Μπόις, 1921-1986), ιδιαίτερα χαρισματικό και με πειθώ άτομο, υπήρξε ο καλλιτέχνης με τη μεγαλύτερη επιρροή στην εικαστική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ευρώπης και της Αμερικής.


Νωρίς συνδέθηκε με το κίνημα Fluxus ­ αποτελούμενο εξίσου από μουσικοσυνθέτες, χορογράφους, χορευτές, ποιητές και εικαστικούς καλλιτέχνες, που ως μέσο έκφρασης μεταχειρίζονται την «παράσταση» ­, γρήγορα όμως διαφοροποιήθηκε, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του τον ρόλο του μεσσία που προόρισται να «ελευθερώσει» τον κόσμο από τα δεσμά του, αφού τον πείσει να αποκτήσει συνείδηση της σχέσης φύσης και ενέργειας, που αυτή εμπεριέχει, με την οργανωτική ικανότητα, που ως θετικό στοιχείο μας έχει κληροδοτήσει η εξέλιξη του πολιτισμού και η ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους.


Ετσι η γλυπτική του, που αποκαλούσε «κοινωνική γλυπτική» και η οποία συνίστατο σε «δράσεις», όπως ονόμαζε τις «εγκαταστάσεις» και τα «περιβάλλοντα», που αποτελούνταν από διάφορα αντικείμενα και υλικά έτοιμα ή κατασκευασμένα, και όπου ο ίδιος ενεργούσε ως ιερέας που παρίστανε ένα «δράμα – δράση», με εξαγνιστικές ιδιότητες για τον ίδιο και το κοινό, στην πραγματικότητα ήταν ένα κοινωνικό ή πολιτικό μανιφέστο που παρακινούσε το κοινό να προβληματιστεί.


Κατά τη «θεωρία της γλυπτικής» του, ο άνθρωπος και η ενέργεια για δημιουργικότητα που εμπεριέχει είναι η γλυπτική. «Ο Ανθρωπος είναι το κέντρο του έργου τέχνης. Αυτός είναι το γλυπτό, ένα γλυπτό προικισμένο με σκέψη, ευαισθησία και θέληση». Επίσης, για την τέχνη υποστήριζε ότι πρέπει να περιλάβει και την έννοια της επιστήμης, καλύπτοντας όλο το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και ότι ο καθένας είναι καλλιτέχνης, αφού έχει την ικανότητα να είναι μια δημιουργική ύπαρξη.


Η παρουσία του Beuys και οι απόψεις του δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές παρά μόνο στην αναφορά τους στις συνθήκες της Ευρώπης και της Γερμανίας ειδικότερα.


Ετσι η απόρριψη στις αρχές του ’60 καθιερωμένων μορφών τέχνης, όπως η γλυπτική ή η ζωγραφική, το πέρασμα σε μορφές που καταργούν στερεότυπα και επιχειρούν να συνδέσουν περισσότερες μορφές τέχνης μαζί και ταυτόχρονα, η πρόκληση και η πρόσκληση της συμμετοχής του κοινού για τη δημιουργία του έργου τέχνης, απόψεις για την κατάργηση των ορίων τέχνης και ζωής, αναφορές σε πρωτόγονα κοινωνικά σχήματα, αφενός εξέφραζαν την έλλειψη εμπιστοσύνης στην ανάπτυξη που ευαγγελιζόταν ο δυτικός πολιτισμός και αφετέρου προοιωνίζονταν τις ταραχές που θα σάρωναν Ευρώπη πρώτα και Αμερική στη συνέχεια, στα πανεπιστήμια και όχι μόνο. Ο Μάης του ’67 δεν ήταν μακριά από τις «παραστάσεις» του Fluxus, από τον ορισμό της «εννοιακής» τέχνης του Henry Flynt και από τις «δράσεις» του Beuys.


Ειδικότερα η Γερμανία, τραυματικά χωρισμένη στα δύο, ασκούσε πνευματική καταπίεση στα τέκνα της τόσο ως δυτική καλολαδωμένη και αποστειρωμένη βιομηχανική κοινωνία, τέλεια έκφραση του καπιταλιστικού μοντέλου, όσο και ως ανατολικό «στρατοκρατικό» μαρξιστικό καθεστώς. Η τέχνη εξεγέρθηκε τόσο στην αποστείρωση όσο και στην καθοδήγηση. Και έγινε λόγος πολιτικός, απορρίπτοντας συγχρόνως και τις φόρμες, που εξέφραζαν είτε την αποστείρωση είτε την καθοδήγηση.


Ο Beuys λοιπόν χρησιμοποιεί την τέχνη του ως κοινωνικό και πολιτικό μανιφέστο, απορρίπτει καθιερωμένες φόρμες, στρέφεται στον μυστικισμό και καταγγέλλει κρατούσες κοινωνικές δομές. Η αισθητική ως δομή και αποτέλεσμα δεν τον ενδιαφέρει.


Τελικά όμως η πρόθεση της ανατροπής των όρων της αγοράς τέχνης παρέμεινε πρόθεση, αφού η τέχνη, που, κατά τις διακηρύξεις του, όφειλε να μη διαφορίζεται από τη ζωή, βρίσκεται τώρα, αλλά και βρισκόταν, με τη συμμετοχή του ίδιου του Beuys, στον δικό της θύλακο ­ τα μουσεία και τις συλλογές ­ και έχει μια τιμή απρόσιτη για τον μέσο άνθρωπο.


Ο Beuys, αν και, ως προφήτης, ξεκίνησε με σημαία του τον κοινωνικά επαναστατικό ρόλο της τέχνης, επαναστατικοποίησε τελικά την ίδια την τέχνη και όχι την κοινωνία μέσω της τέχνης, ούτε καν τις δομές που αφορούν την αγορά της τέχνης.


Ωστόσο ο Beuys έδωσε μια άλλη οπτική θέασης της τέχνης σήμερα, με συνέπεια, μορφές δημιουργίας πέραν της ζωγραφικής και της γλυπτικής να εντάσσονται στη σφαίρα των εικαστικών τεχνών. Και σε αυτό, μέσω του Beuys, η Ευρώπη κέρδισε το παιχνίδι της πρωτοκαθεδρίας από την Αμερική, ένα παιχνίδι που μεταπολεμικά έκλινε στον πέραν του Ατλαντικού Νέο Κόσμο.


Το αν το αποτέλεσμα ικανοποιεί τις προσδοκίες μας περί τέχνης ή όχι είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Η ιστορία καταγράφει. Θα ήταν ευτυχές αν μπορούσε να ειπωθεί ότι το κοινό «ελεύθερο» αποφασίζει. Δυστυχώς οι μηχανισμοί του κοινωνικού συστήματος, όπως και του κόσμου της τέχνης, δεν είναι αθώοι.


* Η έκθεση «Beuys: σχέδια – χαρακτικά – αντικείμενα» παρουσιάζεται στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη ως τις 30 Απριλίου.


Η κ. Ματούλα Σκαλτσά είναι ιστορικός τέχνης, μουσειολόγος, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.