Στις οικονομικές επιστήμες δεν υπάρχουν αξιώματα, γιατί απλούστατα δεν μπορούν να επαναληφθούν πειράματα σε συνθήκες δοκιμαστικού σωλήνα.
Αυτά μπορεί να συμβαίνουν στη Φυσική και στη Χημεία, αλλά στην Οικονομία, η οποία εξελίσσεται σε δυναμικό πολιτικό, κοινωνικό και διεθνές περιβάλλον, οι συνθήκες είναι διαρκώς μεταβαλλόμενες και μηδέποτε επακριβώς συμπίπτουσες.
Γι’ αυτό και ένας οικονομολόγος όταν του ζητείται να προβλέψει το αποτέλεσμα μιας επιλογής στην οικονομική πολιτική απαντά με το αινιγματικό «εξαρτάται». Και εξαρτάται από πλήθος παραγόντων και συνθηκών κάθε φορά.
Η εξίσωση της οικονομίας είναι πολυπαραγοντική, με πολλούς αγνώστους και ακόμη περισσότερες παραμέτρους, δεν είναι εύκολη, ούτε αυτονόητη η προσέγγιση των αποτελεσμάτων της. Επιπλέον, οι απόπειρες μοντελοποίησης των αποτελεσμάτων έχουν πάμπολλες φορές προδοθεί ακριβώς γιατί υποεκτιμώνται συνθήκες ή υπερτιμώνται παράγοντες που επιδρούν στην οικονομική δραστηριότητα και συμπεριφορά.
Προκαλούν έτσι μεγίστη εντύπωση ο δογματισμός ορισμένων και η απολυτότητα των προσεγγίσεών τους. Κάτι που στην ελληνική περίπτωση, στη διαχείριση δηλαδή του ελληνικού οικονομικού προβλήματος, έχει λάβει σκανδαλώδεις διαστάσεις.
Η εμμονή, για παράδειγμα, του Πόουλ Τόμσεν, αλλά και του κ. Στουρνάρα η συνηγορία, στο ζήτημα της περικοπής των συντάξεων, αλλά και οι ευθύγραμμες προγνώσεις τους για τους προβλεπτούς ρυθμούς ανάπτυξης σε βάθος εικοσαετίας δεν έχουν καμία, μα καμία επιστημονική βάση.
Ο κ. Τόμσεν συνεχίζει να αποδίδει το κόστος των συντάξεων ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραγνωρίζοντας το γεγονός της ραγδαίας υποχώρησης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος κατά 25% στην επταετία της κρίσης.
Αγνοεί επίσης την κατακόρυφη μείωση του βάρους των συντάξεων σε ονομαστικές τιμές. Μέσα στη σκοπιμότητα και στον δογματισμό του αυθαιρετεί, προβλέποντας ότι η Ελλάδα θα αναπτύσσεται με 2% τον χρόνο στα επόμενα 20 έτη.
Πρόκειται για αβάσιμες υποθέσεις που δεν συναντώνται σε πραγματικές οικονομίες, ούτε συμβιβάζονται με τις θεωρίες του «συμπιεσμένου ελατηρίου» και του «παραγωγικού κενού», που οι ίδιοι περιέγραφαν σε άλλες πολιτικές περιόδους.
Στην ελληνική περίπτωση, αντιθέτως, θα μπορούσε να υποστηρίξει και να στηρίξει κανείς ακόμη και σενάρια ασιατικής μεγέθυνσης τα προσεχή έτη αν λάβει υπ’ όψιν τις υποδομές, τις αξίες και τις ευκαιρίες που ενσωματώνει μια δημοσιονομικά ισορροπημένη και απόλυτα φθηνή πλέον προηγμένη οικονομία της ευρωζώνης.
Πόσο δογματικά ανόητος πρέπει να είναι κάποιος για να επιμένει στην ορθότητα των απόψεών του σε μια χώρα που έχει αναδιαρθρωθεί στον μέγιστο βαθμό, χρησιμοποιεί μόλις το 70% των παραγωγικών δυνατοτήτων της και διατηρεί ανενεργό το πολύγλωσσο, τεχνολογικά εκπαιδευμένο, νεανικό προσωπικό της;
Γιατί να ισχύουν οι προσεγγίσεις Τόμσεν και όχι κάποιων άλλων που βλέπουν ευκαιρίες και είναι έτοιμοι να εισβάλουν στη χώρα μόλις σταθεροποιηθεί η κατάσταση και διευθετηθεί το ελεγχόμενο πια κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους;
Επειτα από τόσα χρόνια μονοκαλλιέργειας μπορεί πλέον να υψωθεί ισχυρός αντίλογος. Αρκεί οι σχεδιαστές οικονομικής πολιτικής να είναι διατεθειμένοι να εργαστούν συγκροτημένα και ολοκληρωμένα προκειμένου να χτίσουν ένα πραγματικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης και προόδου, προσαρμοσμένο στις πραγματικές συνθήκες και ανάγκες της χώρας.
Με τη διαφορά ότι κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται με αναιδείς και άσφαιρους τσαμπουκάδες τύπου Παππά και Σκουρλέτη, αλλά με βαθιές επεξεργασίες και απόλυτη γνώση των δυνατοτήτων της χώρας.