«Θα ξεπεράσουμε το πλάνο μας· –κάθε ώρα, κάθε στιγμή,
λίγο πιότερη λευτεριά, λίγο πιότερη αγάπη· –το καινούργιο εργοστάσιο
η καινούργια εργατική συνοικία· –παράξενη που ‘ναι η χαρά μας.
Κι όταν πεθαίνουμε –παράξενη που ‘ναι η χαρά μας,
να κοιτάζουμε τις μέρες που ‘ρχονται
χαρούμενες στην καμπύλη του ορίζοντα
όπως κοιτάζουμε τα βαγόνια της εναέριας σιδηροδρομικής γραμμής στην καινούργια σοσιαλιστική πολιτεία μας
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΙΓΚΡΑΝΤ.
Ορκιστείτε».
Οι παραπάνω στίχοι ανήκουν στον Γιάννη Ρίτσο. Προέρχονται από το ποίημα «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», που γράφεται εν θερμώ στον Αη Στράτη από τον εξόριστο ποιητή (1952), όταν μαθαίνει τα νέα της εκτέλεσης του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Η μόνη αξία που έχει σήμερα αυτό το μακροσκελές ποίημα είναι ιστορική. Ενδεχομένως γι αυτόν τον λόγο δεν αναφέρθηκαν στο ποίημα οι μεγαλοεπίσημοι που πήγαν στην Αμαλιάδα για τα εγκαίνια του Μουσείου. Πιθανώς να το εγνώριζε από στήθους ο κ. Πρωθυπουργός (για τον κ. Κουτσούμπα διατηρούμε αμφιβολίες), αλλά προτίμησε να πει τα δικά του. Και καλώς έπραξε.
Είναι κατανοητό ότι από την ημέρα κιόλας της εκτέλεσής του, ο Μπελογιάννης γίνεται ένας από τους πιο εμβληματικούς ήρωες/μάρτυρες ενός παράνομου και σχιζοειδούς ΚΚΕ. Σε αυτό συνετέλεσε και η Ευρώπη της εποχής. Ο διχασμένος ελληνισμός αναζητούσε, και από τη μια και από την άλλη μεριά, τη δική του ιστορική δικαίωση. Όμως η ιστορία δεν έμεινε (ευτυχώς) στο 1952, όσο και αν άργησε να καταλαγιάσει το Κακό. Έπρεπε όλοι μας να περάσουμε πολλά δεινά, μια δικτατορία, μια εθνική καταστροφή (Κύπρος) για να μπορέσουν οι «νικητές» και οι «ηττημένοι» να ενωθούν, διατηρώντας πάντως και συχνά προβάλλοντας τις ιδεολογικές διαφορές τους. Όμως το έθνος επανενώθηκε και αυτή η εθνική επανένωση, στην ουσία επανένωσε και τους νεκρούς των δύο παρατάξεων. Και οι νεκροί του Εθνικού Στρατού των «εθνικοφρόνων» και οι νεκροί των κομμουνιστών και αριστερών Ελλήνων είναι εξίσου σεβαστοί.
Σεβαστοί είναι οι εκατέρωθεν νεκροί της Αθήνας του Δεκέμβρη του 1944. Σεβαστοί οι νεκροί των «Δεξιών» που πορεύονται όμηροι της ΟΠΛΑ προς τα παγωμένα και εφιαλτικά Κρώρα του Ανδρέα Εμπειρίκου. Σεβαστοί οι νεκροί στα ρημαγμένα χωριά του Μωριά και της Ρούμελης. Χωριά και της μίας και της άλλης παράταξης. Τιμημένοι οι νεκροί στον Γράμμο και στο Βίτσι και οι από εδώ και οι από εκεί. Τιμημένοι οι Μακρονησιώτες. Τιμημένοι οι αιχμαλωτισμένοι στρατιώτες του Ε.Σ. που οδηγήθηκαν στο στυγερό Παραπέτασμα. Σε έναν εμφύλιο δεν υπάρχουν καλοί και κακοί νεκροί. Είναι όλοι δικοί μας.
Αυτό ισχύει και για τον Μπελογιάννη. Μπορεί όσο ζούσε να ανήκε στο Κόμμα. Σήμερα δεν ανήκει σε κανένα από εκείνους που με κομματική γλώσσα και μικροπολιτικάντικους υπαινιγμούς προσπάθησαν να σφετεριστούν έναν Έλληνα νεκρό. Έναν από τους πολλούς Έλληνες νεκρούς του Εμφυλίου. Άλλη η απόφαση του στρατοδικείου εκείνης της εποχής. Άλλη όμως η απόφαση της ιστορίας. Πρόκειται, λοιπόν, για μαύρη φάρσα της ιστορίας το γεγονός ότι στα εγκαίνια ενός Μουσείου για έναν νεκρό του εμφυλίου μοιράστηκαν το βήμα δύο επαγγελματίες κομματάρχες. Με ένα σκοπό: την κομματική πλειοδοσία. Την οποία άφησαν οι «άλλοι», από κομματική υστεροβουλία, αναπάντητη. Ευτυχώς που ο κ. Καμμένος προτίμησε να μείνει μακριά. Δεν γνωρίζουμε τί θα έλεγε αν μιλούσε. Ακούσαμε όμως τί είπε ο εκπρόσωπος ενός «κόμματος» που σιτίζεται στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Είπε ότι όταν έρθουν στην εξουσία θα ισοπεδώσουν το σπίτι του Μπελογιάννη. Οι «άλλοι» πάλι δεν μίλησαν. Ίσως, μάλιστα, μερικοί νεοφιλελεύθεροι σχολιαστές να ανακουφίστηκαν ακούγοντάς τον.