Η μάχη της Φλώρινας, η απόπειρα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) στις 11 – 12 Φλεβάρη του 1949 να καταλάβει το κρίσιμο για τους κομμουνιστές αντάρτες αστικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας, απεδείχθη άπελπις.

Ο Εθνικός Στρατός είχε παρατάξει ισχυρές και αξιόμαχες δυνάμεις απέναντί τους, ήταν καλά προετοιμασμένος μετά τις εμπειρίες της Νάουσας και του Καρπενησίου.
Η ήττα ήταν βαριά και το τίμημα πολύ μεγάλο για τους αντάρτες. Περισσότεροι από 800 οι νεκροί και άλλοι τόσοι οι τραυματίες.
Για τους ιστορικούς εκείνη η μάχη θεωρείται η τελευταία του εμφυλίου πολέμου.
Έκτοτε δεν κατέστη δυνατή η ανασυγκρότηση των δυνάμεων του ΔΣΕ.
Στους μήνες που ακολούθησαν της μάχης της Φλώρινας οι αντάρτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στις Πρέσπες κοντά στα Αλβανικά σύνορα.
Μαζί τους και περίπου τρεις εκατοντάδες αιχμάλωτοί τους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού, οι οποίοι όλη την άνοιξη μέχρι και τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού, έσκαβαν, κάτω από άθλιες συνθήκες, ορύγματα για την προστασία των ανταρτών από το συνεχές σφυροκόπημα του Πυροβολικού.
Στις 27 Αυγούστου του 1949 όταν το γενικό στρατηγείο του ΔΣΕ διαπίστωσε κυκλωτικές κινήσεις του Εθνικού Στρατού με σκοπό τον έλεγχο της διάβασης προς την Αλβανία, διέταξε γενική οπισθοχώρηση.
Οι αντάρτες διέφυγαν τότε μαζικά στην γειτονική χώρα, τη μόνη που δέχθηκε να υποδεχτεί τους αντάρτες του Νίκου Ζαχαριάδη, γιατί εν τω μεταξύ ο Τίτο της Γιουγκοσλαβίας τα είχε σπάσει με τη Μόσχα και είχε κλείσει τα σύνορα.
Πήραν βεβαίως μαζί τους και τους αιχμαλώτους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού ως ασπίδα προστασίας και με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Όπως ήταν αναμενόμενο οι αιχμάλωτοι του «μονορχοφασιστικού στρατού» δεν είχαν και την καλύτερη αντιμετώπιση.
Ζούσαν σε πρόχειρα στρατόπεδα στην αλβανική ύπαιθρο σε άθλιες συνθήκες και προορίζονταν για τις φυλακές του Ελβασάν.
Οι αιχμάλωτοι γρήγορα έμαθαν ότι οι συγκεκριμένες φυλακές αναγνωρίζονταν ως κολαστήρια.
Οι περισσότεροι κατάγονταν από την Πελοπόννησο και αποζητούσαν εναγωνίως επαφή με την ηττημένη ηγεσία του ΔΣΕ, προκειμένου να αποφύγουν τα αλβανικά κολαστήρια. Καταλληλότερος από το Νίκο Μπελογιάννη δεν υπήρχε. Ήταν πολιτικός επίτροπος του ΔΣΕ και καταγόταν από την Αμαλιάδα της Ηλείας.
Οι αιχμάλωτοι στρατιώτες απευθύνθηκαν στον πατριώτη τους Νίκο Μπελογιάννη και εκείνος ανταποκρίθηκε. Κατά τις διηγήσεις διασωθέντων διεμήνυσε στους εκπροσώπους τους ότι θα τους πάρει μαζί του στις λαϊκές δημοκρατίες της Ευρώπης.
Και όντως πολλοί αιχμάλωτοι των ανταρτών μεταφέρθηκαν αργότερα μέσω του Δυρραχίου σε λιμάνια της Πολωνίας και από εκεί κατευθύνθηκαν στην τότε Τσεχοσλοβακία και αλλού.
Όσοι διασώθηκαν μετοίκησαν έπειτα από χρόνια στην Ελλάδα. Απέδιδαν οι περισσότεροι τη διάσωσή τους στο Νίκο Μπελογιάννη και τον μνημόνευαν βεβαίως.
Γιατί εκείνοι που για άγνωστους λόγους ξέμειναν στις φυλακές της Αλβανίας πέθαναν από τις κακουχίες, χτυπημένοι άλλοι από φυματίωση και άλλοι από τύφο.