Eσείς, αλήθεια, πόσο busy είστε; Πόσο εξουθενωμένοι στη δουλειά; Πόσο λίγες ώρες ύπνου ξεκλέβετε κάθε νύχτα; Πόσο σπάνιος είναι ο ελεύθερος χρόνος σας; Πόσο «κομμάτια» νιώθετε όταν τελειώνει η ημέρα;
Ας ξεκλέψουμε ένα λεπτό για να το αναλογιστούμε. Βιώνουμε τελικά μια «busyness epidemic» («επιδημία της υπεραπασχόλησης»). Το να είσαι busy (ή έστω να προφασίζεσαι στον εαυτό σου και στους άλλους ότι είσαι) είναι σήμερα το απόλυτο status symbol. Οποιαδήποτε στιγμή ολιγωρίας, τεμπελιάς, χαλάρωσης ισοδυναμεί με σύμπτωμα αδυναμίας, παραίτησης, ύποπτης ψυχοπαθολογίας.
Ολοι είναι σήμερα υπεραπασχολημένοι. Ακόμη και τα παιδιά παραδίδονται, από πολύ τρυφερές ηλικίες, σε αυτό το ψυχαναγκαστικό αίσθημα υπεραπασχόλησης (με τους γονείς να γκρινιάζουν ότι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις άπειρες δομημένες δραστηριότητες τις οποίες οι ίδιοι έχουν επιβάλει στα τέκνα τους!). Ειδική μνεία πρέπει βέβαια να γίνει στις πάσης φύσεως γυναίκες-superachievers που αισθάνονται δικαιωμένες μόνο όταν κάθε λεπτό της ημέρας τους είναι «κλεισμένο», συνήθως στην ατέρμονη προσπάθεια ελέγχου και μικροδιαχείρισης των ζωών των άλλων. Ζουν μόνιμα εκστασιασμένες στη Χώρα τού Ποτέ Δεν Προλαβαίνω (ακόμη και εκείνες που έχουν οικονομική άνεση, τρεις νταντάδες στο σπίτι, δέκα ανθυποβοηθούς στο γραφείο κ.ο.κ.). Η σιδηρά κυρία του Yahoo, Μαρίσα Μάγερ, είχε εξηγήσει ότι είναι εφικτό να δουλεύεις 130 ώρες την εβδομάδα: «…αν σχεδιάσεις στρατηγικά πότε πας για ύπνο, πότε κάνεις ντους και πόσο συχνά επισκέπτεσαι την τουαλέτα. Tα nap rooms (σ.σ.: «δωμάτια υπνάκου») υπήρχαν στην Google γιατί ήταν πιο ασφαλές να μένεις στο γραφείο από το να πηγαίνεις στο αυτοκίνητό σου στις 3 τα ξημερώματα».
Οι ειδικοί, βέβαια, αποφαίνονται ότι δεν είναι οι αυξημένες απαιτήσεις ή οι παραπάνω ώρες δουλειάς που εξηγούν το φαινόμενο. Αντίθετα, όπως θα δηλώσει στο BBC o Τζόναθαν Γκέρσανι, του Κέντρου για την Ερευνα Διαχείρισης του Χρόνου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο συνολικός χρόνος που οι Δυτικοί (σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική) αφιερώνουν στη δουλειά είναι τις τελευταίες δεκαετίες λίγο-πολύ ο ίδιος. Οι έρευνες επιπροσθέτως καταδεικνύουν ότι εκείνοι που σε γενικές γραμμές παραπονούνται πως είναι απίστευτα απασχολημένοι συνήθως είναι οι λιγότερο. Αναμφίβολα, η τεχνολογία έχει συμβάλει τα μάλα. «Ζούμε σε έναν κόσμο χωρίς όρια» σημειώνει ο Τόνι Κραμπ, συγγραφέας του βιβλίου «Busy: How to Thrive in a World of Too Much». «Πάντα υπάρχουν περισσότερα e-mails, περισσότερα μίτινγκ, περισσότερα πράγματα που πρέπει να διαβάσεις, περισσότερες ιδέες να εξελίξεις –και η ψηφιακή φορητή τεχνολογία σημαίνει ότι μπορείς εύκολα να «ξεπετάξεις» μερικές ακόμη λίστες με πράγματα που πρέπει να γίνουν, στο σπίτι, στις διακοπές ή στο γυμναστήριο. Αναπόφευκτα, το αποτέλεσμα είναι το να νιώθουμε πιεσμένοι». Διότι τελικά «είμαστε πεπερασμένα ανθρώπινα όντα, με πεπερασμένη ενέργεια και ικανότητες…».
Δεν είναι τυχαίο που κάποιοι εκφράζουν πλέον ανοιχτά τον εκνευρισμό τους γι’ αυτό το μεμψίμοιρο αλλά και επιδειξιμανές αίσθημα busyness που στην πραγματικότητα θέλει να επισύρει τον θαυμασμό και το δέος. Προ καιρού η Μπρίντι Τζαμπούρ του βρετανικού «Guardian» είχε εκτονώσει το μένος της σε ένα άρθρο με τίτλο «Stop telling me how busy you are. It doesn’t make you important» («Σταμάτα να μου λες πόσο απασχολημένος είσαι. Δεν σε κάνει πιο σημαντικό»): «…ο οδυρμός της μεσαίας τάξης ότι «είμαι τόσο εξαντλημένος» διαπράττει το πιο βαρύ αμάρτημα από όλα: είναι βαρετός. Είναι βαρετό να συζητάς για το πόσο δουλεύεις και για το πόσο κουρασμένος είσαι. Είναι βαρετό να πιστεύεις ότι η δουλειά σου πραγματικά έχει τόσο πολλή σημασία. Είναι βαρετό να θεωρείς τον εαυτό σου άξιο αυτού που σχεδόν όλοι μας (με την εξαίρεση λίγων προνομιούχων) αναγκάζονται να κάνουν για να επιβιώσουν: της δουλειάς».
Θα θεραπευτούμε ποτέ; «Γιατί θα πρέπει να ζούμε τις ζωές μας τόσο βιαστικά και τόσο σπάταλα;» έγραφε ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό, ήδη από το 1854, στο βιβλίο του «Walden ή H ζωή στο δάσος» (εκδ. Κέδρος) «Είναι λες και είμαστε αποφασισμένοι να λιμοκτονήσουμε πριν πεινάσουμε».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 25 Μαρτίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ