Σήμερα είναι ιστορία. Ο ΔΟΛ βρίσκεται υπό εκποίηση, τον λόγο τον έχουν οι τράπεζες και οι επενδυτές. Οι εργαζόμενοι κρατούνται μακριά, στη γωνία. Οι δυνατότητες παρέμβασής τους είναι ελάχιστες – νομικά τουλάχιστον.

Πολιτικά ωστόσο θα μπορούσαν να κάνουν ακόμα πολλά για τη διασφάλιση των συμφερόντων τους, είτε βρεθεί επενδυτής για την εξαγορά του ομίλου, είτε όχι.

Οι σύμμαχοί τους δεν είναι πολλοί. Οι τράπεζες φέρονται σαν τοκογλύφοι, τα κόμματα σφυρίζουν αδιάφορα, η κυβέρνηση νίπτει τας χείρας της, οι επενδυτές προσμένουν τη μεγάλη αρπαχτή. Και μόνο το κοινό τους τούς υποστηρίζει και δη έμπρακτα – συνεχίζοντας να αγοράζει, να διαβάζει και να ακούει τα μέσα του ομίλου, παρά τις εμφανείς ελλείψεις τους λόγω της χρεοκοπίας.

Πρόκειται για μικρό θαύμα, που έρχεται να προστεθεί στην αυταπάρνηση των εργαζομένων του ΔΟΛ. Και να υπογραμμίσει, ότι τα μέσα επικοινωνίας υπάρχουν μόνο μαζί με το κοινό τους, σε αδιάρρηκτη σχέση μαζί του.

Σε αυτόν τον τελευταίο εναπομείναντα σύμμαχο λοιπόν θα πρέπει τώρα να αποταθούν, αν θέλουν να σώσουν ότι μπορεί ακόμα να σωθεί.

Προηγούνται βέβαια δυο άλλα σενάρια: Το πρώτο είναι να πωληθεί ο ΔΟΛ ως έχει σε έναν ή περισσότερους μεγαλοεπενδυτές. Αυτό φαντάζει ως η πιο συμφέρουσα λύση, αφού θα απελευθέρωνε με μιας τον όμιλο από τα χρέη του και θα του εξασφάλιζε συγχρόνως επαρκές κεφάλαιο κίνησης, το ύψος του οποίου, σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, ανέρχεται σε 1,3 έως 1,5 εκατομμύρια ευρώ μηνιαίως – χώρια το πάγιο κεφάλαιο ύψους πολλών εκ.. Αυτό το σενάριο έχει επιλέξει η μεγάλη πλειοψηφία του προσωπικού παρά τις αρνητικές συνέπειες που πιθανότατα θα το συνοδεύουν: Απολύσεις, απώλεια μεγάλου μέρους των δεδουλευμένων και των αποζημιώσεων, εργασιακές συνθήκες γαλέρας – κι αυτή η επιλογή πρέπει να γίνει σεβαστή.

Το δεύτερο σενάριο, είναι να βρεθούν μερικοί επιχειρηματίες, που θα επενδύσουν σε διάδοχο σχήμα ΔΟΛ (υπό νέα ονομασία) στη βάση ενός businessplan, που θα καταρτισθεί από έμπειρα στελέχη του ομίλου. Το κεφάλαιο εκκίνησης είναι κι εδώ τεράστιο – φτάνει, πάλι κατά πρόχειρους υπολογισμούς, τα 20-25 εκατομμύρια ευρώ.

Αν όμως δεν ευδοκιμήσουν τα δυο σενάρια, ή αν οι όροι εργασίας που θα προσφέρουν οι νέοι εργοδότες παραείναι εξευτελιστικοί, στους εργαζόμενους δεν μένει άλλη λύση, από το να βάλουν μπροστά ένα Plan B – να ιδρύσουν δικό τους εκδοτικό όμιλο, έναν ΜεταΔΟΛ με την οικονομική συμμετοχή του κοινού.

Σε αυτή την περίπτωση, τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα. Η δυσκολία αρχίζει ήδη με το ερώτημα, αν το κοινό δέχεται να προκαταβάλει τα πολλά εκατομμύρια, που απαιτεί το εγχείρημα. Χωρίς απάντησή σε αυτό δεν έχουν φυσικά νόημα περαιτέρω βήματα.

Η απάντηση δεν μπορεί να βρεθεί μέσα από μια συμβατική έρευνα αγοράς, αλλά μέσω μιας πολιτικής καμπάνιας, κατά την οποία θα αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο του νέου εγχειρήματος και οι όροι συμμετοχής σε αυτό. Μόνο στο τέλος της καμπάνιας (ίσως στη βάση ερωτηματολογίου;) μπορεί να προκύψει σαφής εικόνα για τις προθέσεις του κοινού.

Άπαξ και η εικόνα είναι θετική, η προετοιμασία πρέπει να πάρει συγκεκριμένο χαρακτήρα.

Αυτό αφορά καταρχάς τα μοντέλα συμμετοχής. Εδώ αναφέρονται μόνο τα τρία πιο πιθανά: Πρώτον, το μετοχικό, που αποβλέπει πρωτίστως σε κεφαλαιακή επάρκεια. Δεύτερον, το συνδρομητικό, που εξασφαλίζει σταθερά έσοδα σε βάθος χρόνου. Και τρίτον, το συνεταιριστικό, που προσθέτει στην κεφαλαιακή επάρκεια την πολιτική υποστήριξη μεγάλης μάζας ατόμων.

Το πλεονέκτημα του μετοχικού μοντέλου: Η δυνατότητα προσέλκυσης πολλών μετόχων – μεγάλων, μεσαίων και κατά το δυνατόν πολλών μικρών.

Το μειονέκτημα: Το ελατήριο των μετόχων, δίπλα στο πολιτικό, είναι εκ φύσεως και οικονομικό: το κέρδος. Η επίτευξή του είναι όμως σήμερα λαχείο στον χώρο των ελληνικών μέσων ενημέρωσης. Πολλοί από εκείνους, που αρχικά θα ήταν πρόθυμοι να ρισκάρουν κάποια χρήματα για πολιτικούς λόγους, θα το σκέπτονταν, ενόψει του κινδύνου να χάσουν τη μίζα τους. Αυτό θα φρέναρε την επιδιωκόμενη κεφαλαιοποίηση. Αλλά και σε περίπτωση που οι μετοχές απέφεραν κέρδη, θα ελλόχευαν άλλοι κίνδυνοι, όπως η εχθρική εξαγορά της εταιρίας από κύκλους, που είναι πολιτικοί εχθροί του νέου εγχειρήματος.

Το πλεονέκτημα του συνδρομητικού μοντέλου: Το κοινό υποστηρίζει οικονομικά τον όμιλο περισσότερο από ότι μέσω της αγοράς των προϊόντων του στο δρόμο και τα περίπτερα.

Το μειονέκτημα: Τα έσοδα που επιφέρουν οι συνδρομές δεν φτάνουν ποτέ για να καλύψουν τα τεράστια έξοδά των μεγάλων ΜΜΕ και ιδίως των εφημερίδων – ακόμα και όταν ο αριθμός των συνδρομητών, όπως στην περίπτωση της γαλλικής «Le Monde», ξεπερνά κατά πολύ εκείνον των άλλων αγοραστών. Τα ελλείμματα που προκύπτουν πρέπει έτσι στη συνέχεια να καλυφθούν από μεγαλοεπενδυτές.

Το πλεονέκτημα του συνεταιριστικού μοντέλου: Οι συνεταιριστές συμβάλουν επίσης κατευθείαν στην κεφαλαιοποίησή του ομίλου. Σε αντίθεση όμως με τους μετόχους, αυτοί δεν διακατέχονται από το άγχος του κέρδους. Χωρίς να είναι μαζοχιστές, αντέχουν περισσότερο την ιδέα της «χασούρας».

Το μειονέκτημα: Στην Ελλάδα δεν υπάρχει συνεταιριστική κουλτούρα στα μέσα ενημέρωσης. Αυτή, όπως δείχνει το παράδειγμα της «Εφ-Συν», βρίσκει απήχηση μόνο στο αριστερό κοινό. Για την κεντροαριστερά είναι terra incognita, άγνωστη γη.

Σίγουρο είναι πάντως, ότι κανένα από τα αναφερθέντα μοντέλα δεν αποτελεί από μόνο του εγγύηση επιτυχίας. Αυτό ισχύει και στο εξωτερικό: Μέσα που στηρίζονται μόνο σε ένα από αυτά, αργά ή γρήγορα αποσταθεροποιούνται. Περισσότερη επιτυχία αποδίδει αντίθετα ο συνδυασμός τους.

Τέτοιο παράδειγμα με χαρακτήρα υποδείγματος αποτελεί η αριστερή-εναλλακτική εφημερίδα «Tageszeitung» στη Γερμανία. Ο συνεταιρισμός της ιδρύθηκε το 1992 ο αριθμός των μελών του ήταν τον Ιανουάριο του 2017 16.648. Πέρα από αυτό διαθέτει δεκάδες χιλιάδες συνδρομητές, η πλειοψηφία των οποίων πληρώνει οικειοθελώς μεγαλύτερη συνδρομή από την κανονική. Οικονομικά, η «Tageszeitung» ήταν «τέκνο της ανάγκης» (ο συνεταιρισμός απέτρεψε την χρεοκοπία), πολιτικά της πεποίθησης των αναγνωστών της, ότι χωρίς αυτήν δεν θα έχουν την επιθυμητή (με τα υψηλότερα δυνατά στάνταρ) ενημέρωση. Χάρη στο συνδυασμό των δυο μοντέλων ανήκει ενδιάμεσα στις οικονομικά υγιέστερες εφημερίδες της χώρας.

Τα ξένα «υποδείγματα» δεν μπορούν βέβαια να μεταφερθούν με μηχανικό τρόπο στην Ελλάδα. Όμως μπορεί να γίνουν σημεία αναφοράς και προβληματισμού. Το τελικό μοντέλο θα είναι «γηγενές» – θα προκύψει από τις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις αποφάσεις των συμβαλλομένων. Η λειτουργία του θα πρέπει ωστόσο να διέπεται από δυο βασικές αρχές: την αυτοδιαχείριση του προσωπικού (κάτι που δεν αποκλείει ιεραρχικές δομές) και τον έλεγχο των χρηματοδοτών (σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ανάλογα με τη μορφή της συμμετοχής τους: συνεταιριστική, μετοχική, κοκ.).

Πολλές επιλογές πάντως δεν υπάρχουν. Η επτάχρονη κρίση στην Ελλάδα έχει διαλύσει όλα σχεδόν τα μέσα ενημέρωσης. Οι κλασικοί εκδότες έχουν εκλείψει και σαν δημόσια και σαν φυσικά πρόσωπα. Και οι περισσότεροι νέοι δεν έχουν κληρονομήσει ούτε την αύρα, ούτε το όραμα και το πρόγραμμά τους. Ο προφανής στόχος τους είναι να χρησιμοποιήσουν τον πρώην ΔΟΛ για ιδιοτελή, ξένα προς τον κλάδο συμφέροντα, αδιαφορώντας για το κακό που κάνουν. Ο χρηματοδότης ενός ΜεταΔΟΛ, που αξίζει τέτοιο όνομα, θα μπορούσε επομένως να προέλθει σήμερα μόνο από έναν χώρο, που είναι κατά τεκμήριο «αδιάφθορος» και ταυτόχρονα προσκολλημένος στα κλασικά φιλελεύθερα ΜΜΕ. Και αυτός δεν είναι άλλος από το ίδιο το κοινό, και δη από το τμήμα του που είναι πιο συνειδητοποιημένο και εύπορο. Ο οβολός του, αν ξεπεράσει μια κρίσιμη μάζα, θα έλυνε αμέσως το φαινομενικά άλυτο χρηματοδοτικό πρόβλημα.

Κάτι τέτοιο λέγεται βέβαια πιο εύκολα, από ότι γίνεται. Για να πάρει σάρκα και οστά, οι εργαζόμενοι πρέπει καταρχάς να αποσαφηνίσουν πως βλέπουν, πρώτον, τα ΜΜΕ, και δεύτερον το κοινό του. Στη βάση αυτή θα μπορούσαν στη συνέχεια να του κάνουν την πρόταση για καινούρια αρχή.

Τα ΜΜΕ και ο ΜεταΔΟΛ

Τα ΜΜΕ δεν λειτουργούν σε κενό αέρος. Όπως και τα κόμματα, είναι κι αυτά ταξικά προσδιορισμένα. Με τη διαφορά, ότι τα πρώτα υπηρετούν τα συμφέροντα μιας τάξης, τα δεύτερα την αυτογνωσία της. Και τούτο ολόπλευρα: Φωτίζοντας, όπως έλεγε ο Ερνστ Μπλοχ, «το σκοτάδι της στιγμής που ζούμε» με τη βοήθεια των πιο δυνατών δημοσιογραφικών «προβολέων»: τα δίκτυα των ρεπόρτερ και αναλυτών στο εσωτερικό και το εξωτερικό, τα διεθνή πρακτορεία, τα νέα κοινωνικά μέσα κλπ..

Αυτό ισχύει για τα σοβαρά ΜΜΕ, όπως ο πρώην ΔΟΛ, που λειτουργούν σαν πυξίδα σε έναν όλο και πιο δαιδαλώδη περίγυρο. Χάρη σε αυτά το κοινό είναι κάθε στιγμή ενήμερο για όλους και για όλα, και μπορεί έτσι να παίρνει ευκολότερα τις αποφάσεις του για τις πολιτικές, επιχειρηματικές, προσωπικές, κλπ., συναλλαγές του.

Αυτή είναι η συστημική (καπιταλιστική) ιδιότητά τους (που έχει και χρηστικό χαρακτήρα).

Η άλλη είναι η πολιτική.

Τα φιλελεύθερα ΜΜΕ είναι ο θεματοφύλακας των ελευθεριών, που προέκυψαν από τις αστικές επαναστάσεις: ελευθεροτυπία, ανθρώπινα δικαιώματα, συλλογικά και ατομικά δικαιώματα, και πάει λέγοντας. Ταυτόχρονα είναι πεδία αντιπαράθεσης των δημοκρατικών ιδεών και όχι σπάνια φορείς κινημάτων για την υπεράσπισή τους.

Αυτό θεμελιώνει και την αυτονομία τους έναντι των άλλων μορφών εξουσίας – οικονομικής, πολιτικής, δικαστικής.

Με αυτή την εξελιγμένη λειτουργία τους γίνονται έτσι ένα από τα ισχυρότερα οχυρά της «κοινωνίας των πολιτών» (Αντόνιο Γκράμσι – της κοινωνίας που, χωρίς να χάνει τα ταξικά χαρακτηριστικά της, αυτοορίζεται και αυτορυθμίζεται έξω από τα όρια του κράτους, της οικονομίας και της οικογένειας.

Το παράδοξο αποτέλεσμα του συνδυασμού των δυο ιδιοτήτων: Εφημερίδες και σταθμοί, που υποστηρίζουν γενικά την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, ή, πιο επίκαιρα, την υποταγή του στα μνημόνια, πολιτικά όμως μάχονται για την ελευθερία του.

Αυτή η δεύτερη ιδιότητα είναι που έκανε χθες απαραίτητη την επιβίωση του ΔΟΛ και σήμερα την αναβίωσή του ως ΜεταΔΟΛ.

Όμως η διατήρηση αυτής της ιδιότητας, που υπέχει θέση ταυτότητας, δεν είναι προεξοφλημένη. Το πιθανότερο είναι, ότι αν τράπεζες πουλήσουν τον πρώην ΔΟΛ σε κάποιον τυχάρπαστο ιδιώτη-επενδυτή, (τα ονόματα τους κυκλοφορούν από καιρό στην «πιάτσα»), ο ΜεταΔΟΛ θα γίνει μέσο σκοτεινών συνδιαλλαγών είτε με την τωρινή, είτε με την επόμενη κυβέρνηση. Ο κίνδυνος να κάνει σκόντο στις αξίες του στο πλαίσιο μιας τέτοιας «διαπλοκής» είναι έτσι μεγάλος.

Διαφορετικά θα είναι τα πράγματα, αν η διεύθυνση του ομίλου περάσει στα χέρια του προσωπικού, που, με τις πλάτες του κοινού, θα διασφάλιζε από ίδιον συμφέρον την ανεξαρτησία του.

Μένει ο «συστημικός» προσανατολισμός του: Αυτός θα παραμείνει εκ των πραγμάτων ως έχει, δεδομένου ότι έτσι τον θέλει το κοινό του, ήτοι τα αστικά και μικροαστικά στρώματα, όπως και η πλειοψηφία του προσωπικού. Απαραίτητο είναι ωστόσο να διασφαλιστεί κι εδώ, όπως και παλιά (αν και αυτό είναι μάλλον περιττό να ειπωθεί) η ελευθερία έκφρασης όσων μελών του έχουν «αντισυστημικές» και ιδιαίτερα σήμερα αντιμνημονιακές απόψεις.

Ο ΜεταΔΟΛ και το κοινό του

Με φόντο αυτόν τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή – τη διατήρηση της φιλελεύθερης ταυτότητάς του – και υπό την προϋπόθεση πάντα, ότι δεν θα βρεθεί αξιόπιστος μεγαλοεπενδυτής, ή ότι το εταιρικό σχήμα που σχεδιάζουν ορισμένα στελέχη του πρώην ΔΟΛ δεν ρίξει ρίζες, οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν λοιπόν να απευθύνουν πρόσκληση στο κοινό να μπει ενεργά στον εκδοτικό «χορό» και να μετατραπεί από απλός «καταναλωτής», σε χρηματοδότη – χωρίς να πάρει ωστόσο και τη θέση του «παραγωγού», που θα μείνει στα χέρια του προσωπικού του ομίλου.

Η πρόσκληση θα πρέπει να συνοδεύεται από μια καμπάνια, που θα ενημερώνει το κοινό για τους σκοπούς του ΜεταΔΟΛ, το νέο του όνομα, το οικονομικό σχήμα του, τα επιχειρησιακά πλάνα του, καθώς και ένα πρόγραμμα κοινής δράσης.

Σκοποί: Η δημιουργία μέσων υψηλών προδιαγραφών που πέρα από τη χρηστική τους ιδιότητα θα έχουν και πολιτική: την υπεράσπιση των κλασικών αξιών του πολιτικού φιλελευθερισμού (ελευθεροτυπία, δημοκρατία, κλπ.), καθώς και των λεγόμενων public values (δημόσιων αξιών), όπως την επέκταση του κοινωνικού κράτους, των εργασιακών δικαιωμάτων, την ισοτιμία των γυναικών, τα δικαιώματα των προσφύγων και πάει λέγοντας.

Επιχειρηματικό σχήμα: Αυτό πρέπει να εκπονηθεί από ομάδα εμπειρογνωμόνων σε ανοικτό διάλογο με το κοινό με βάση τις αρχές της αυτοδιαχείρισης του προσωπικού και του ελέγχου του κοινού.. Η συμμετοχή θα είναι ανοικτή σε όλους. Στο στόχαστρο θα πρέπει ωστόσο να είναι οι πολιτικά συνειδητοποιημένοι «λεφτάδες» του χώρου. Αυτό δεν αποκλείει τη συμμετοχή μικρών, ή μεγάλων επενδυτών. Κάθε σχήμα, ή μίγμα σχημάτων, θα πρέπει όμως να υπάγεται στην οικονομική λογική – τα λεφτά είναι πολλά, προχειρότητες δεν επιτρέπονται.

Επιχειρησιακό πλάνο: Τα businessplan με όλες τις βασικές παραμέτρους του εγχειρήματος πρέπει επίσης να γνωστοποιηθεί στους χρηματοδότες έτσι που αυτοί να ξέρουν «που παν τα λεφτά τους» και να μπορούν να παρεμβαίνουν κατά το δοκούν με προτάσεις (σε συντεταγμένες διαδικασίες) για την καλύτερη αξιοποίησή τους.

Πρόγραμμα κοινής δράσης: Αυτό αποβλέπει σε καμπάνιες για την προβολή των προϊόντων του ομίλου, σε προγράμματα πολιτικών, πολιτιστικών και κοινωφελών εκδηλώσεων, στη διάδραση δημοσιογράφων και κοινού μέσω των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, κ.ο.κ.

Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι η καμπάνια για τον ΜεταΔΟΛ θα πρέπει να έχει πολιτικό χαρακτήρα: Να πείσει το κοινό με πολιτικά επιχειρήματα ότι πρέπει να βάλει το χέρι στην τσέπη – και ταυτόχρονα ότι τα λεφτά του δεν θα πάνε χαμένα.

Τέτοια πολιτική καμπάνια εμπερικλείει αναπόφευκτα και την εμπλοκή των πολιτικών δυνάμεων (κομμάτων και κυβέρνησης) – ακόμα κι αν αυτές (κάτι το αυτονόητο) επιχειρήσουν εξαρχής να «καπελώσουν» το εγχείρημα.

Καιρός για χάσιμο δεν υπάρχει. Οι εργαζόμενοι άφησαν μέχρι τώρα αρκετές φορές αναξιοποίητο το Momentum, την αποφασιστική στιγμή, από τότε που άρχισε να διαγράφεται η χρεοκοπία του ΔΟΛ. Τώρα πρέπει να το εκμεταλλευθούν πλήρως για να προετοιμάσουν δεόντως το νέο ξεκίνημα.

Συγκροτώντας καταρχάς μια προσωρινή συντονιστική Επιτροπή, που θα εκπονήσει έναν οδικό χάρτη.

Διορίζοντας υποεπιτροπές, που θα αναλάβουν μαζί με ειδικούς (δικηγόρους, εργατολόγους, οικονομολόγους, κλπ.) το στήσιμο των επιμέρους τομέων της επιχείρησης, καθώς και την ανεύρεση νέων τεχνικών υποδομών, ή την αξιοποίηση εκείνων του πρώην ΔΟΛ.

Ενημερώνοντας αναλυτικά τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους τους (ΕΣΗΕΑ, κλπ.).

Συγκαλώντας γι αυτό γενικές συνελεύσεις.

Προϊδεάζοντας έγκαιρα το κοινό για τα σχέδιά τους.

Και επιλέγοντας τη δέουσα στιγμή για να τα κοινολογήσουν στη δημοσιότητα.

Έτσι θα αιφνιδιαστεί μόνο ο ανταγωνισμός τους.

Εξ ίσου προετοιμασμένοι πρέπει να είναι βέβαια και για την περίπτωση που πετύχει το Plan A. Σε τέτοια περίπτωση, το πρώτιστό μέλημά τους θα πρέπει να είναι η διασφάλιση των κεκτημένων τους: Καταβολή των δεδουλευμένων και των αποζημιώσεων, διατήρηση των θέσεων εργασίας, συλλογικές συμβάσεις, καταστατική κατοχύρωση της ελευθερίας της δημοσιογραφικής γνώμης.

Πιο φτηνά δεν επιτρέπεται να το δώσουν. Αυτό το χρωστάνε τουλάχιστον στον εαυτό τους.