Οι συμφωνίες της ΕΕ με τη Νότια Αφρική (SADC) και τον Καναδά (CETA), αν και έχουν κλείσει σε επίπεδο κορυφής εδώ και καιρό, εξακολουθούν να είναι στο προσκήνιο της ελληνικής επικαιρότητας λόγω της προσωρινής έγκρισής τους από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ η κύρωσή τους από τα εθνικά κοινοβούλια θα γίνει τα επόμενα χρόνια.
Κατ’ αρχήν πρόκειται για νομικά δεσμευτικές, διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η ΕΕ με τρίτες χώρες και καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα δραστηριοτήτων, όπως εμπόριο, υπηρεσίες, επενδύσεις.
Τα ζητήματα όμως που απασχόλησαν τη χώρα μας στις συγκεκριμένες συμφωνίες ήταν κυρίως οι επιπτώσεις τους στον αγροτικό τομέα. Και ειδικά αυτές που είχαν σχέση με την προστασία των Προϊόντων Ονομασίας Προέλευσης και Γεωγραφικών Ενδείξεων (ΓΕ), όπως η φέτα, για τα οποία δεν προβλεπόταν η ίδια προστασία με αντίστοιχα προϊόντα άλλων χωρών της ΕΕ.
Με τον Καναδά οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το 2009 και μετά από πολύμηνες συζητήσεις ανακοινώθηκε από τον τότε πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Barroso και τον καναδό πρωθυπουργό κ. Harper κατά τη συνάντησή τους στις Βρυξέλλες στις 18 Οκτωβρίου 2013 η επί της αρχής συμφωνία σε πολιτικό επίπεδο.
Για την προστασία της φέτας, αλλά και τεσσάρων ακόμη ευρωπαϊκών τυριών, τα οποία ο Καναδάς θεωρούσε «κοινές ονομασίες», η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι υπήρξαν ειδικές ρυθμίσεις, ως παρέκκλιση της πλήρους προστασίας που θα τύχουν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές Γεωγραφικές Ενδείξεις.
ΗΕλλάδα ενημερώθηκε μετά την ανακοίνωση της πολιτικής συμφωνίας, παρότι είχε προηγηθεί συνάντηση του τότε πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά με τον πρόεδρο της Επιτροπής κ. Barroso και στα θέματα της συζήτησής τους είχε τεθεί και το θέμα της φέτας. Δεν υπάρχει καμία επίσημη ενημέρωση για το αποτέλεσμα της συζήτησης. Ενδεχομένως λόγω πολιτικής πίεσης να υπήρξε συναίνεση στην ανωτέρω λύση.
Η τελική μορφή της συμφωνίας SADG, με τη Νότια Αφρική, παρουσιάστηκε στα κράτη-μέλη τον Μάρτιο του 2014 και η συμφωνία CETA, με τον Καναδά, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στη Σύνοδο Κορυφής ΕΕ – Καναδά στην Οτάβα, όταν μάλιστα η χώρα μας ασκούσε την προεδρία της ΕΕ.

Πώς αντέδρασε η τότε ελληνική κυβέρνηση;
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2014 ο αρμόδιος υφυπουργός Ανάπτυξης κ. Νότης Μηταράκης έστειλε επιστολή προς τον επίτροπο Εμπορίου στην οποία δεν γινόταν αναφορά για μη αποδοχή της προτεινόμενης λύσης για την προστασία της φέτας, αλλά μόνο στο ότι υπήρχε προσδοκία για μια πιο φιλόδοξη συμφωνία σε σχέση με την προστασία της γεωγραφικής ένδειξης της φέτας.
Οτότε επίτροπος έστειλε απαντητική επιστολή αναφέροντας ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν ολοκληρωθεί και ότι το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό για τον… Καναδά. Η εν λόγω επιστολή έγινε αποδεκτή χωρίς αντίδραση από την ελληνική πλευρά.
Το μεγάλο πρόβλημα με τις συμφωνίες αυτές είναι ότι οι συμβαλλόμενες χώρες χρησιμοποιούσαν ήδη, ανενόχλητες, ονομασίες ελληνικών ΠΟΠ και ΠΓΕ. Στη νοτιοαφρικανική αγορά υπάρχουν από το 1975 τυριά που κυκλοφορούν με την ονομασία «φέτα» και ουσιαστικά έχουν δημιουργήσει τη ζήτηση για το συγκεκριμένο τυρί. Μάλιστα ένα τέτοιο τυρί από αγελαδινό γάλα έχει βραβευθεί για την ποιότητά του σε διαγωνισμό γεύσης το 1995!
Οι συγκεκριμένες συμφωνίες πάσχουν σε δύο βασικά ζητήματα:
1. Δεν απαγορεύουν τη χρήση του όρου «φέτα» σε επιχειρήσεις που διακινούσαν στην εσωτερική αγορά οποιοδήποτε λευκό τυρί, από αγελαδινό γάλα κυρίως, και το ονόμαζαν «φέτα». Μπορούν να συνεχίσουν να το πράττουν εις το διηνεκές.
2. Οι επιχειρήσεις που θα ενδιαφερθούν να κυκλοφορήσουν ένα τέτοιο προϊόν στο μέλλον θα μπορούν να το ονομάζουν feta made in Canada ή feta South Africa αν προέρχεται από αιγοπρόβειο γάλα ή «τύπου φέτα», «στυλ φέτα», «είδους φέτα» κ.λπ. αν προέρχεται από οποιοδήποτε άλλο γάλα.
Συνεπώς, παγιωνόταν η κατάχρηση του όρου «φέτα» από όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις δύο χώρες.
Τι κάναμε εμείς ως κυβέρνηση;
Στο πρώτο κιόλας Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας, τον Μάρτιο του 2015, σε παρέμβασή μου αναφέρθηκα στις συγκεκριμένες συμφωνίες, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές τόσο από την ελληνική κοινωνία όσο και από το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Υπήρξαν αλλεπάλληλες συναντήσεις με τον επίτροπο Γεωργίας κ. Hogan τόσο στα Συμβούλια Γεωργίας όσο και κατ’ ιδίαν, στις οποίες δηλώναμε ξεκάθαρα ότι τα αποτελέσματα αυτών των συμφωνιών είναι εξαιρετικά δυσμενή για τη χώρα μας.
Η επιμονή αυτή και η διαπραγματευτική αποφασιστικότητά μας έφεραν καρπούς σε ένα παιχνίδι που ήμασταν μόνοι μας και ήταν από χέρι χαμένο.
Αποδεχθήκαμε κατ’ αρχήν την προσωρινή έναρξη της συμφωνίας με τη Νότια Αφρική, αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ρητά έλαβε υπόψη τις ανησυχίες της Ελλάδας για τις ΓΕ και δεσμεύθηκε να επιτύχει το καλύτερο δυνατό επίπεδο προστασίας στις καταχωρισμένες Γεωγραφικές Ενδείξεις της Ενωσης στις τρέχουσες ή μελλοντικές διαπραγματεύσεις εμπορικών συμφωνιών εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας.
Επίσης, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, η Επιτροπή δεσμεύθηκε εντός της μεταβατικής περιόδου να αρχίσει τη διαδικασία αναθεώρησης της συμφωνίας, με σκοπό την επίτευξη για όλες τις ΓΕ της ΕΕ που περιλαμβάνονται σε αυτή, συμπεριλαμβανομένης της «φέτας», του ιδίου επίπεδου προστασίας.
Δηλαδή, με απλά λόγια, με τη λήξη της μεταβατικής περιόδου των πέντε χρόνων δεν θα χρησιμοποιείται ο όρος φέτα σε κανένα προϊόν της Νότιας Αφρικής. Ανάλογη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπάρχει και για τη CETA με τον Καναδά.
Ποιο είναι τώρα το κρίσιμο ζήτημα; Χρειάζεται επαγρύπνηση και ανάληψη πρωτοβουλιών, ώστε ο μεταβατικός χρόνος να αξιοποιηθεί για τη μετατροπή της συμφωνίας σε συμφωνία πλήρους προστασίας των αγροτικών μας προϊόντων.
Δεν πρέπει να χαθεί αυτό που κερδίσαμε και το οποίο ανοίγει τον δρόμο για οριστική αποκατάσταση. Μπορεί πριν από λίγους μήνες να δημιουργήθηκε ικανός θόρυβος με τη στάση της Βαλονίας, ωστόσο εμείς πετύχαμε πολύ περισσότερα και ουσιαστικά.
Ωστόσο το μεγαλύτερο χρέος για όλους όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για την αιγοπροβατοτροφία είναι η στήριξή της για να καλύψει τη μεγάλη ζήτηση που έχουν τα προϊόντα της, και ιδιαίτερα η φέτα, στις διεθνείς αγορές.
Πρόκειται για… πολιορκητικό κριό που ανοίγει τις διεθνείς αγορές για τα προϊόντα της χώρας μας. Αυτός είναι ο ένας λόγος για τον οποίο έχουμε κάνει στρατηγική επιλογή την ανάπτυξη του κλάδου. Ο άλλος είναι ότι η αιγοπροβατοτροφία ασκείται κατά κανόνα σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, όπου η συγκράτηση του πληθυσμού αποτελεί εθνική ανάγκη.
Ο κ. Βαγγέλης Αποστόλου είναι υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ