Ας ξεκαθαρίσουμε από την αρχή το θέμα, για να αποφευχθούν ενδεχόμενες παρεξηγήσεις. Ούτε «μίασμα» μιας γλώσσας, ούτε «εθνική καταστροφή», ούτε «υποτιμητικό», ούτε «κίνδυνος να χαθεί» είναι για μια γλώσσα να περιλαμβάνει στο λεξιλόγιό της και ξένες λέξεις. Κάθε λαός που επικοινωνεί συχνά και σε ευρεία κλίμακα με άλλον ή άλλους λαούς παίρνει και δίνει λέξεις της γλώσσας του ανάλογα με την επικοινωνιακή (γλωσσική) επίδραση που ασκεί η χώρα του ως οικονομική, πολιτική και πολιτιστική δύναμη. Μια «μεγάλη γλώσσα» είναι το όργανο με το οποίο εκφράζεται ο λαός ή οι λαοί μιας ή περισσότερων μεγάλων χωρών. Χτυπητό παράδειγμα η Αγγλική, η γλώσσα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Αγγλίας, της Αυστραλίας, της Ιρλανδίας και, εν μέρει, του Καναδά. Η επίδραση της Αγγλικής σε όλες τις άλλες γλώσσες, μεταξύ των οποίων και η Ελληνική, είναι γνωστή και αναπόφευκτη.


Οσο σαφής και αποδεκτή είναι αυτή η γλωσσική πραγματικότητα, άλλο τόσο σαφής ­ και διόλου αντιφατική ­ είναι η ανάγκη ύπαρξης ορίων σ’ αυτή τη γλωσσική επίδραση και η ενεργοποίηση εγγενών μηχανισμών κάθε γλώσσας που θα εξυπηρετούν τη δήλωση των απαραίτητων νέων σημασιών (εννοιών, όρων) σύμφωνα με την ιδιαίτερη δομική σύσταση και λειτουργία κάθε φυσικής γλώσσας. Αλλοτε θα χρειαστεί να πάρεις αυτούσια την ξένη λέξη, γιατί δεν μπορείς να αποδώσεις μονολεκτικά στη γλώσσα σου μιαν ουσιώδη σημασιακή απόχρωση ή μιαν έντονη εκφραστικότητα (φωνητική, μορφολογική) της ξένης λέξης, κι άλλοτε ­ όσο γίνεται πιο συχνά ­ θα κρατήσεις τη νέα σημασία, δημιουργώντας τη δική σου αντίστοιχη λέξη μέσα από το υλικό της δικής σου γλώσσας. Η δεύτερη αυτή διαδικασία έχει το πλεονέκτημα της γλωσσικής διαφάνειας: μπορείς και «βλέπεις» μέσα από τα λεξιλογικά συστατικά της, δηλ. μπορείς και καταλαβαίνεις μέσα από το γνωστό και οικείο υλικό, το σημαινόμενο της νέας λέξης. Οταν αντί για το μουλτιμίντια (multimedia) χρησιμοποιήσεις (όπως πρότεινα εγκαίρως και μάλλον καθιερώθηκε ήδη στη χρήση) τη λέξη πολυμέσα, τότε ο κάθε ομιλητής της ελληνικής γλώσσας, έστω κι αν δεν είναι εξοικειωμένος με την πληροφορική, καταλαβαίνει πάνω – κάτω τι περίπου σημαίνει η λέξη. Το κυριότερο· μπορεί να πει αβίαστα και σύμφωνα με τη φυσική ροή της γλώσσας του η τεχνολογία των πολυμέσων αντί «η τεχνολογία των μουλτιμίντια». Οχι πως το δεύτερο αυτό είναι προς θάνατον ή πως θα μας αλλοιώσει τη γλώσσα, αλλά στη συνείδηση (και στη χρήση) του ομιλητή μιας κλιτής γλώσσας το πρώτο είναι πιο «φυσικό» από το δεύτερο. Και κάτι ακόμη. Οποιος θα συνηθίσει να χρησιμοποιεί το μουλτιμίντια θα ξενιστεί πιθανότατα από τη γραφή μουλτιμίντια και θα μπει στον πειρασμό να περάσει στο «αυθεντικό» multimedia, δηλ. στην ξενική γραφή της λέξης. Είναι άραγε τυχαία η τάση όλο και περισσότερων χρηστών των δυνατοτήτων της πληροφορικής να καταφεύγουν όχι απλώς στην ξένη λέξη αλλά και στην ξένη γραφή; Να γράφουν δηλ. software και όχι σοφτγουέαρ; Εχουν τέτοια τάση όσοι χρησιμοποιούν την αντίστοιχη ελληνική λέξη, τη λέξη λογισμικό;


Ας έλθουμε και στο περίφημο ίντερνετιντερνέτ) που χαλάει κόσμο στις μέρες μας. Η έννοια του «δικτύου», που δηλώνει το αγγλικό net, και η έννοια της «αμοιβαιότητας», που δηλώνει το (λατινικής προέλευσης) αγγλικό inter, δεν δηλώνονται καλύτερα στην ελληνική με τη λέξη διαδίκτυο; Αυτή δεν είναι η λέξη που έχει γλωσσική διαφάνεια για τον ομιλητή της Ελληνικής; Δεν θα την καταλάβει καλύτερα και δεν θα την χρησιμοποιήσει ευκολότερα και παραγωγικότερα ο Ελληνας; Προτείνουμε, λοιπόν, τη λέξη αυτή όχι μόνο για να αποφευχθεί η διτυπία ίντερνετ/ιντερνέτ, ούτε μόνο για να παρακαμφθεί ο πειρασμός τελικά να γράφουν όλοι internet, αλλά κυρίως γιατί πρόκειται για μια γνώριμη στον Ελληνα λέξη που μπορεί και να κλιθεί (η τεχνολογία των διαδικτύων, τρεις σελίδες διαδικτύου, η έκταση κάθε διαδικτύου κ.λπ.) και να σχηματίσει χρήσιμα παράγωγα: επίθετο διαδικτυακός (διαδικτυακές σχέσεις, διαδικτυακή επικοινωνία, διαδικτυακή τεχνολογία κ.λπ.) και ρήμα διαδικτυώνω/διαδικτυώνομαι (η επικοινωνία για τέτοια θέματα ανάμεσα στα μέλη της Κοινότητας μπορεί να διαδικτυωθεί) με παράγωγο διαδικτύωση (η προβολή τέτοιων πληροφοριών σε διεθνές επίπεδο επιβάλλει τη διαδικτύωσή τους) κ.ο.κ. Αν δεν χρησιμοποιηθούν τέτοιες ελληνικές λέξεις ­ διαφανείς, κλινόμενες, εντεταγμένες στο σύστημα της Ελληνικής ­, θα πρέπει να καταφεύγει κανείς σ’ ένα άκλιτο ίντερνετ/ιντερνέτ με ένα πλήθος περιφράσεων (περνώ στο ίντερνετ, στέλνω με ίντερνετ, τεχνολογία ίντερνετ κ.τ.ό.).


Για να αποφύγουμε το άκλιτο ευρώ (το ευρώ, του ευρώ, τα ευρώ, των ευρώ!) προέτεινα από τις ίδιες αυτές στήλες του «Βήματος» τον τύπο (το) εύρο (του εύρου, τα εύρα, των εύρων) ως ονομασία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος ­ έστω κι αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επέμεινε η Ελλάδα σωστά να γραφεί ΕΥΡΩ πάνω στο χαρτονόμισμα, για να ξεχωρίζει δίπλα στο ξένο EURO η ελληνική γραφή. Ας γράφεται, είπαμε σε προηγούμενο σημείωμά μας, ΕΥΡΩ όπως γράφεται αλλού ΕΛΛΑΣ κι εμείς ας λέμε αυτό που πάει στη γλώσσα μας (το εύρο, του εύρου…) όπως λέμε και Ελλάδα, Ελλάδας ασχέτως του τι γράφουμε ως επίσημο «αναγνωριστικό σήμα». Το να λέμε (και να γράφουμε) το εύρο, του εύρου κ.λπ., όπως το φράγκο/του φράγκου, το μάρκο/του μάρκου, το δολάριο/του δολαρίου, βοηθάει την απρόσκοπτη χρήση του όρου (βλ. και τις πολύ διαφωτιστικές παρατηρήσεις του γλωσσολόγου καθηγητή κ. Δ. Τομπαΐδη στο «Βήμα» της 23ης Μαρτίου).


Θα επαναλάβω και σήμερα κάτι που έχω επίμονα υποστηρίξει από παλιά. Μια ευρύτερη διεπιστημονική επιτροπή (από γλωσσολόγους, φιλολόγους, επιστήμονες των θετικών επιστημών, της πληροφορικής, των κοινωνικών επιστημών, τεχνολόγους κ.ά.) υπό την αιγίδα ενός αρμόδιου φορέα (του Κέντρου της Ελληνικής Γλώσσας ή της Ακαδημίας Αθηνών ή κάποιου άλλου) θα πρέπει να αναλάβει να εισηγείται εγκαίρως, όταν πρωτοεμφανίζονται, την απόδοση στην Ελληνική ξένων, νεοεισερχομένων όρων ή λέξεων ευρύτερης χρήσεως. Εφόσον οι προτεινόμενοι όροι περάσουν στη Διοίκηση, την Εκπαίδευση, τα Μ.Μ.Ε., τα πληροφοριακά έργα και μέσα (εγκυκλοπαίδειες, λεξικά, πανεπιστημιακά συγγράμματα, σχολικά βιβλία, δημόσια έντυπα, εφημερίδες, περιοδικά, τηλεόραση, ραδιόφωνο κ.λπ.), θα καθιερωθούν στη χρήση και θα βοηθήσουν τη γλώσσα.


Ας μην ξεχνάμε αυτό που κατάφερε στην ελληνική γλώσσα μια φούχτα λογίων με επικεφαλής τον Αδαμάντιο Κοραή και τους λογίους που ακολούθησαν. Πέτυχαν να εκφραστούν ελληνικά ένα πλήθος από λέξεις που δηλώνονταν με ξένες λέξεις (τουρκικές, ιταλικές, βενετσιάνικες, φράγκικες). Ετσι λ.χ. το δικηγόρος αντικατέστησε το αβοκάτος, το αμπασαδόρος έγινε πρεσβευτής, το αμιράλης ναύαρχος, το μινίστρος υπουργός, το κόνσολας πρόξενος, το νοτάριος έγινε συμβολαιογράφος, το ζαπτιές χωροφύλακας, το σολντάτος στρατιώτης, το κοντράτο συμβόλαιο, το κοντραμπάντο έγινε λαθρεμπόριο, η σπετσαρία φαρμακείο, η καζάρμα στρατόπεδο, η ρετσέτα συνταγή, ο ντοτόρος γιατρός, οι ζαϊρέδες έγιναν εφόδια, το μεϊντάνι αγορά, η γρανάτα χειροβομβίδα, το ντοβλέτι κράτος, η ντάπια οχυρό, το νιτερέσιο συμφέρον, ο τζελάτης δήμιος, το μπούσι λεωφορείο, η γαζέτα εφημερίδα κ.ο.κ.


Σήμερα, ας το ξεκαθαρίσω και πάλι, δεν μιλάμε για απομάκρυνση των εν χρήσει ξένων λέξεων (για τον περίφημο «καθαρμό» του Κοραή), αλλά για γλωσσική πρόληψη όπου και όσο χρειάζεται. Μιλάμε για το δικαίωμα του Ελληνα να του μιλάνε ελληνικά, με λέξεις που να τις καταλαβαίνουν όλοι.


Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.