ΗΛΘΑΝ, έρχονται, θα έλθουν. Είναι μοιραίο. Οι Ιταλοί τούς ρίχνουν στη θάλασσα και εμείς ετοιμαζόμαστε να τους πυροβολήσουμε. Η κοινή γνώμη, ο μέσος Ελληνας ­ λένε οι στατιστικές ­ δεν τους θέλει, γιατί είναι εγκληματίες. Ολοι. Και οι γυναίκες και τα παιδιά! Αυτά λέει ο «μέσος» Ελληνας, ο οποίος ­ στατιστικά ­ δεν θεωρεί τον εαυτό του ρατσιστή· το αντίθετο μάλιστα: παραφράζοντας λίγο το γνωστό ανέκδοτο, «αυτό που σιχαίνεται περισσότερο είναι οι ρατσιστές και οι Αλβανοί που είναι βρώμικοι, άσχημοι και γεννημένοι κακοί».


Και έτσι ξαφνικά, εν έτει 1997, επισήμως έτος κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, ανακαλύπτουμε ότι υπάρχει μια Ελλάδα διαταξική· πλούσιοι και φτωχοί, εργοδότες και εργαζόμενοι, αστοί και αγρότες, δεξιοί και αριστεροί έχουν έναν κοινό εχθρό, ένα κοινό μίσος που τους ενώνει: τον Αλβανό.


Εχει δίκιο ίσως η κυβέρνηση όταν λέει ότι είμαστε μια μικρή και φτωχή χώρα με μεγάλα οικονομικά προβλήματα που δεν αντέχει μια μαζική εισβολή μεταναστών. Εχουν ίσως δίκιο τα συνδικάτα να φοβούνται ότι μια τέτοια εισβολή θα επιδεινώσει το ήδη οξύ πρόβλημα της ανεργίας. Εχει δίκιο ίσως ο «μέσος» Ελληνας να φοβάται αφού καθημερινά (παρα)πληροφορείται από τα τηλεοπτικά δελτία, τον Τύπο και τους επερωτώντες βουλευτές ότι οι αλβανοί ληστές οπλισμένοι με Καλάσνικοφ έρχονται να του πάρουν την περιουσία του και να βιάσουν τη γυναίκα του.


Ας τους εμποδίσουμε λοιπόν να έλθουν. Ας διώξουμε και όσους βρίσκονται εδώ. Αλλά γιατί τόσο μίσος; Γιατί μια κοινωνία που πριν από 20 μόλις χρόνια (όπως επισημαίνει ο «Εφιάλτης» στο τελευταίο τεύχος του «Σάμιζντατ») εξήγε τη φτώχεια της στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές αντιμετωπίζει τους Αλβανούς με τόση αναλγησία, τόση σκληρότητα; Γιατί ο λαός της Αριστεράς (με ελάχιστες εξαιρέσεις) ο οποίος στα νιάτα του είχε τις αφίσες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Μάλκολμ Χ στα δωμάτιά του είναι έτοιμος να διαδηλώσει μαζί με τον λαό της Δεξιάς ενάντια στον «αλβανικό κίνδυνο»;


Εχω μια τρομερή υποψία για τα ανομολόγητα αίτια αυτής της συλλογικής υστερίας. Οι Αλβανοί είναι ίδιοι με εμάς. Αν φορούσαν και σινιέ ρούχα, δεν θα τους ξεχώριζες από τον μέσο νεοέλληνα. Και αυτό ενοχλεί και την ευρωπαϊστική και την τριτοκοσμική Αριστερά. Στην πρώτη, ο Αλβανός δημιουργεί συνειδησιακό πρόβλημα: οι politically correct αναλύσεις για την πολυεθνική κοινωνία είναι καλές αλλά, π.χ., για τη Βοσνία, όχι για το σπίτι της. Για την τριτοκοσμική Αριστερά, ο Αλβανός δεν είναι αρκούντως εξωτικός. Δεν ερεθίζει τη διεθνιστική φαντασίωσή της. Οσο για τη (μη κρυπτοφασιστική) Δεξιά, της θυμίζει ένα πρόσφατο παρελθόν μιζέριας και καταγωγής που θέλει να ξεχάσει. Οι νεόπλουτοι των βορείων προαστίων που απέκτησαν περιουσία πουλώντας τα χωράφια τα οποία οι αρβανίτες παππούδες τους είχαν καταπατήσει αισθάνονται άσχημα να έχουν μπροστά τους τόσο κοντινούς συγγενείς: τους θυμίζουν τις ρίζες τους, που δεν τις θεωρούν tres chic.


Αλλά υπάρχει και μία ακόμη αιτία: οι Αλβανοί δεν έχουν επιδείξει και μεγάλο ενθουσιασμό να παίξουν τον ρόλο των σκλάβων. Δεν αισθάνονται ευγνώμονες για τα μεροκάματα της πείνας που, αριστεροί και δεξιοί, τους δίνουμε. Δεν δείχνουν τη χριστιανική ταπεινοφροσύνη τού «σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω». Εξάλλου (οι περισσότεροι) είναι μουσουλμάνοι, άρα και εθνικά επικίνδυνοι.


Το δράμα του αλβανικού λαού δείχνει την υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας που αρέσκεται να αυτοχαρακτηρίζεται ανοιχτή, ανεκτική, προοδευτική όσο το πρόβλημα αφορά τους άλλους, είναι μακρινό. Που καταδικάζει μετά βδελυγμίας τον Λεπέν αλλά είναι έτοιμη να ασπασθεί τον λεπενισμό.