ΠΡΙΝ από μερικές εβδομάδες έγραψα ένα άρθρο για τους τούρκους εποίκους στην Κύπρο το οποίο προκάλεσε «έντονες» αντιδράσεις· αντιδράσεις όπου τα ουσιαστικά επιχειρήματα εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από υπερπατριωτικές κορόνες και κατηγορίες περί της δήθεν ταύτισής μου με τα τουρκικά συμφέροντα (βλ. επιστολή του Κ. Βοσκαρίδη στο «Βήμα» τής 23.3.97). Σε αυτό το άρθρο μου θέλω να επανέλθω στο θέμα κατά τρόπο που να κάνει πιο δύσκολη την παρεμπόδιση του ουσιαστικού διαλόγου. Το θεωρώ αυτό αναγκαίο γιατί νομίζω πως αυτή τη στιγμή η εξωτερική πολιτική της Λευκωσίας και της Αθήνας στο Κυπριακό βασίζεται περισσότερο σε ευσεβείς πόθους και λιγότερο σε μια ρεαλιστική ανάλυση του τι είναι δυνατόν να επιτευχθεί και ποιες είναι οι πραγματικές επιλογές που αυτή τη στιγμή ανοίγονται εμπρός μας.


Βέβαια υπάρχει το επιχείρημα πως μερικές «πικρές αλήθειες» (όπως π.χ. πως οι έποικοι δεν θα φύγουν από την Κύπρο) δεν πρέπει να λέγονται δημόσια, αφού η «κοινή γνώμη» και στη Λευκωσία και στην Αθήνα δεν είναι έτοιμη να τις δεχθεί. Είναι όμως ακριβώς αυτή η αντίληψη περί κοινής γνώμης που οδήγησε στο σκοπιανό φιάσκο. Η αντίληψη πως αυτοί που συμμετέχουν στον δημόσιο χώρο/διάλογο (πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι) δεν πρέπει να διαμορφώνουν αλλά να κινούνται μέσα στα όρια που θέτει η κοινή γνώμη και ο εθνικιστικός καθωσπρεπισμός μάς οδήγησαν να μην αποδεχθούμε τη λύση Πινέιρο πριν από μερικά χρόνια (λύση που εξασφάλιζε τη σύνθετη ονομασία και την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας). Αυτή ακριβώς η αντίληψη δημιούργησε το σημερινό αδιέξοδο, αδιέξοδο όπου σταδιακά όλες οι χώρες αναφέρονται στη βόρειο γείτονα ως Μακεδονία. Και το χειρότερο είναι πως οι πολιτικές ηγεσίες που δεν τόλμησαν να πάρουν εκείνη την εποχή τις σωστές αποφάσεις για τη χώρα ήξεραν πολύ καλά πως η μαξιμαλιστική στρατηγική στο θέμα της ονομασίας θα έφερνε με μαθηματική ακρίβεια τα σημερινά τραγικά αποτελέσματα. Προτίμησαν όμως για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους να μην πάνε «ενάντια στην κοινή γνώμη» και να αφήσουν τους διαδόχους τους να πληρώσουν τα σπασμένα.


Αυτή η πατερναλιστική, ανεύθυνη, βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη περί κοινής γνώμης και δημόσιου χώρου φοβάμαι πως μπορεί να ξαναλειτουργήσει κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στο Κυπριακό δημιουργώντας αδιέξοδα πολύ χειρότερα του Σκοπιανού.


Κατά τη γνώμη μου, μια ικανοποιητική για μας λύση του κυπριακού ζητήματος πρέπει να εξασφαλίζει τουλάχιστον τρεις βασικές προϋποθέσεις:


(α) Οικονομική ανάπτυξη: τη συνέχιση της θεαματικής οικονομικής ανάπτυξης και τη διατήρηση του υψηλού επιπέδου ζωής των Ελληνοκυπρίων.


(β) Πολιτική αυτονομία: τη δημιουργία ενός πολιτικού συστήματος όπου η Τουρκία δεν θα μπορεί να επεμβαίνει και να υποσκάπτει κατά βούληση την κυβερνητική πολιτική.


(γ) Δημογραφική ισορροπία: την αποφυγή καταστάσεων όπου η αναλογία μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού πληθυσμού αλλάζει ριζικά υπέρ του τελευταίου.


Με βάση τα παραπάνω θα προσπαθήσω να εξετάσω αν μια στενή, οργανική επανένωση της νήσου (στην οποία στοχεύουν η Αθήνα και η Λευκωσία) εξασφαλίζει καλύτερα τις παραπάνω προϋποθέσεις από μια πιο «χαλαρή» επανένωση που λίγο – πολύ στεγανοποιεί τις δύο αντιμαχόμενες κοινότητες.


Σενάριο πρώτο:


στενή επανένωση χωρίς


την αποχώρηση των εποίκων


Αν οι έποικοι παραμείνουν στην Κύπρο, τότε και οι τρεις προϋποθέσεις ικανοποιητικής λύσης εξαφανίζονται. Το τεράστιο κόστος της αφομοίωσης του ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού των εποίκων θα εμποδίσει την οικονομική ανάπτυξη της νήσου, θα χαμηλώσει το βιοτικό επίπεδο και θα αλλάξει αρνητικά την ποιότητα ζωής που αυτή τη στιγμή απολαμβάνουν οι Ελληνοκύπριοι.


Επιπλέον η πολιτική αυτονομία της κυβέρνησης θα υποσκάπτεται συστηματικά από τη δυνατότητα της Τουρκίας να επεμβαίνει, μέσω των εποίκων, στα εσωτερικά πράγματα της νήσου. Και, τέλος, λόγω της υψηλής γεννητικότητας των εποίκων, η δημογραφική ισορροπία θα αλλάξει μακροχρόνια υπέρ του τουρκικού στοιχείου.


Σενάριο δεύτερο:


στενή επανένωση και


αποχώρηση των εποίκων


Σε αυτή την περίπτωση η διατήρηση του οικονομικού δυναμισμού (προϋπόθεση α´) και της υπάρχουσας δημογραφικής ισορροπίας (προϋπόθεση γ´) θα είναι πιο δύσκολη αλλά εφικτή. Οσο για την πολιτική αυτονομία της κυβέρνησης (προϋπόθεση β´), η Τουρκία θα μπορεί ­ ίσως με λιγότερη ευκολία ­ να επεμβαίνει στα εσωτερικά της Κύπρου μέσω του τουρκοκυπριακού στοιχείου.


Σενάριο τρίτο:


χαλαρή επανένωση


Λόγω της χαλαρής διασύνδεσης των δύο κοινοτήτων και η προϋπόθεση περί οικονομικής ανάπτυξης και αυτή περί πολιτικής αυτονομίας είναι επιτεύξιμες, ενώ η δημογραφική ισορροπία δεν παίζει πια σημαντικό ρόλο. Βέβαια το μειονέκτημα αυτού του σεναρίου είναι πως εξαφανίζεται το όνειρο των προσφύγων να ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους και το όνειρο όλων των Ελλήνων να ξαναδούν μια Ενωμένη Κύπρο. Αυτή η τραγική απώλεια μπορεί κάπως να αμβλυνθεί με το να απαιτήσουμε δικαιότερη διανομή γης μεταξύ των δύο κοινοτήτων και σοβαρές αποζημιώσεις για τους πρόσφυγες.


Τα ερωτήματα που θέλω να θέσω σε αυτούς που δεν βάζουν το θυμικό πάνω από την κοινή λογική είναι τα εξής: Ποιο από τα τρία σενάρια συμφέρει τους Ελληνοκυπρίους περισσότερο; Αν οι έποικοι δεν φύγουν, δηλαδή αν έχει κανείς να διαλέξει μεταξύ του πρώτου και του τρίτου σεναρίου, ποιο από τα δύο συμφέρει πιο πολύ τον κυπριακό Ελληνισμό; Με ποιους συγκεκριμένους τρόπους θα μπορέσει κανείς να πείσει/εξαναγκάσει τους εποίκους να πάνε από την ανεπτυγμένη Κύπρο στην υπανάπτυκτη Τουρκία;


Εγώ νομίζω ότι οι έποικοι δεν είναι δυνατόν να φύγουν και, ως εκ τούτου, πως το τρίτο σενάριο συμφέρει τους Ελληνες περισσότερο από το πρώτο σενάριο.


Εχει κανείς κάθε δικαίωμα να θεωρήσει αυτή τη στάση ως φιλοτουρκική ή και προδοτική. Νομίζω όμως πως προτού ο κατήγορός μου με χαρακτηρίσει ως προδότη έχει την υποχρέωση να δώσει ουσιαστικές και όχι ρητορικές απαντήσεις στα τρία ερωτήματα που έθεσα.