Οπως είναι γνωστό, η πρώτη χρήση του οικείου ρήματος στη γλώσσα μας ανευρίσκεται στον Ομηρο («ταύτα μεταφρασόμεθα καί αύτις»· Ιλιάς Α 140) για να προσλάβει τη σημερινή σημασία σε κείμενα του Διονύσιου Αλικαρνασέα και του Πλούταρχου. Δηλαδή, κατά την ύστερη αρχαιότητα όπου κατέστη εφικτή η συγχώνευση πολιτισμικών μοτίβων, με ξεχωριστό «χαρακτήρα» ως προς τα κύρια γνωρίσματά τους, στην ελληνιστική χοάνη της Μεσογείου. Αν λοιπόν η πράξη της μετάφρασης προϋποθέτει το σύνολο των διαύλων επικοινωνίας δύο τουλάχιστον πολιτισμών, το επίκεντρο αυτού του εγχειρήματος αφορά στην άρση των συναφών γλωσσικών εμποδίων. Η «επικοινωνιακή επάρκεια» («kommunikative Kompetenz», κατά τον όρο του Habermas), χωρίς βέβαια να εξαντλείται στη γλώσσα, εδράζεται στη δυνατότητα συμπαρουσίας συμπεριφορών με ένα minimum ομότροπου πολιτισμικού περιβλήματος. Ο «βιόκοσμος» («Lebenswelt») σ’ αυτήν την περίπτωση στοιχειοθετείται με την αξίωση της επικοινωνίας, άλλοτε σε κύρια και άλλοτε σε δευτερεύοντα θέματα, σε κλίμα συνεννόησης με συμβολικά αρθρωμένες πρακτικές που αναγνωρίζονται ως προς τα συστατικά τους στοιχεία και ως προς τους ιστούς σημασιών που εκπέμπουν. Κοντολογίς, η μετάφραση συνοψίζει την ευχέρεια και την επάρκεια της επικοινωνιακής δράσης που εκτυλίσσεται σ’ ένα ολοένα αναδιατασσόμενο πεδίο συνεπαφών και οσμώσεων.
Η μονάδα αναφοράς στη μεταφραστική πράξη είναι το δρων υποκείμενο ως φορέας συμβολικών πρακτικών που έχουν καταρχήν ως όριο αυτοαναγνώρισης την «ετερότητα», σε συνδυασμό όμως με την ικανότητα οικείωσης συναφών αγαθών που φέρνουν τη σφραγίδα μιας «άλλης» ταυτότητας. Ο δείκτης της «παθητικής» ή της «ενεργητικής» πλευράς του δέκτη, σε σχέση με τον πομπό και –εννοείται –στο πλαίσιο μιας αντιμεταχώρησης των ρόλων τους, συναρτάται με τη συγκεκριμένη θέση του τόσο στον διεθνή καταμερισμό παραγωγής συμβολικών αγαθών όσο και στους κόλπους του δικού του εθνικού κράτους. Η επικοινωνιακή δράση ως μεταφραστικό ενέργημα διαποτίζεται από ένα σύνολο παραγόντων, μικρής ή μακράς διάρκειας, που σφυρηλατούν την ιδιοπροσωπία του υποκειμένου και νοηματοδοτούν, διαμεσολαβημένα ή όχι, τις επιλογές του. Η οικείωση ή η δεξίωση κατοχυρώνει, αρχικά, τη δικαιοδοσία του «δέκτη» ως προς τους σύνθετους όρους πρόσληψης και αποκλείει την εδραίωση φαινομένων μηχανικής μετακένωσης, στον βαθμό άλλωστε που τα άδεια δοχεία δεν προσφέρονται για συναντήσεις δυναμικών εξίσου συνδαιτυμόνων.
Η οικείωση του άλλου κειμένου, μ’ αυτούς ακριβώς τους περιορισμούς, επιτελείται ως πρόδηλα ερμηνευτική πράξη. Ισως εδώ να αποβαίνει χρήσιμος ο νιτσεϊκός Derrida για την επανερμηνεία της ερμηνείας, τουλάχιστον σε αντιπαράθεση με την απόφανση του Gadamer ότι κάθε μετάφραση συνιστά «το πλήρωμα της ερμηνείας». Γιατί η επικοινωνιακή επάρκεια, ως ενσυνείδητο διακύβευμα συνεύρεσης, αφορά στην ανασυγκρότηση του προσλαμβάνοντος υποκειμένου μέσω του αντικειμένου που ανοίγει δικούς του διαύλους, δηλαδή τους καθιστά αναγνωρίσιμους και κατ’ επέκταση προσιτούς στον «δέκτη». Σύμφωνα με το Περί ποιητικής (1452 a 29-32), «αναγνώρισις δέ, ώσπερ καί τούνομα σημαίνει, εξ αγνοίας εις γνώσιν μεταβολή, ή εις έχθραν, των πρός ευτυχίαν ή δυστυχίαν ωρισμένων». Αυτό το πλέγμα των συνεπαφών οδηγεί στη συνύφανση ιστών σημασιών, ακόμη και ετερογενών, που εγείρει το ζήτημα της «επιβίωσης» των πολιτισμικών μορφών, μέσω της διαρκούς «ανάτηξης των οριζόντων», η οποία γίνεται αντιληπτή ως πράξη μετάφρασης. Μ’ άλλα λόγια, το κείμενο εγκλείει τη δυνατότητα, τόσο ως προς τον εαυτό του όσο και ως προς τους χώρους υποδοχής, να «ταξιδεύει» ως ιδιογενής «τοπικότητα», δηλαδή ως πλούσια σε καθορισμούς και σχέσεις ολότητα με ευκρινές περίγραμμα που να δικαιολογεί την αριστοτελική διαπίστωση (Περί ποιητικής 145/ I a 33-34): «μετατεθιμένου τινός μέρους ή αφαιρουμένου διαφθείρεσθαι και κινείσθαι τό όλον» (βλ. Φιλοσοφείον, 2001: 285-288).
Ας πάρουμε για παράδειγμα την Οδύσσεια. Τι θα πρέπει να κατέχει πλήρως ο επίδοξος μεταφραστής της, εκτός από τη γλώσσα του κειμένου και τη δική του, αν όχι ένα αρθρωμένο σύνολο προϋποθέσεων που τεκμηριώνει τη δική του μεταφραστική πρόταση ως αναντίρρητα αξιόπιστη; Μάλλον τα εξής: α) η «αφηγηματική φόρμα», ενώ «διατηρεί το περίβλημα αξιών του ηρωικού κόσμου, εισάγει σ’ αυτό νέες θέσεις, ιδέες, συμπεριφορές που συγκροτούν τον πυρήνα ενός διαφορετικού, επερχόμενου κόσμου»· β) οι «περιπέτειες» του Οδυσσέα «ιστορούνται» σε τρία ευδιάκριτα «πεδία» («εξωπραγματικός κόσμος», «ιδεατός και ειρηνικός», άφιξη στην Ιθάκη)· γ) η «πλοκή και η σύνθεση» πραγματοποιούνται «κατά έναν τρόπο απολύτως ευφάνταστο και ευρηματικό», με «σύμμετρα διαβαθμισμένο» τον αφηγηματικό χρόνο)· δ) η «ποιητική έκφραση» ως ένα από τα «πιο ενδιαφέροντα τεχνολογικά και αφηγηματικά δεδομένα»· ε) ο «πλούσιος εσωτερικός ήχος και ρυθμός», γεγονός που «παραπέμπει σε μια αντίστοιχη μεγάλη προφορική παράδοση και στη μακραίωνη απαγγελτική εκφορά της ραψωδικής περιόδου»·
στ) οι «χαρακτήρες-πρόσωπα και οι ιδέες» αποτελούν «καινότροπο στοιχείο του έπους» για την ανάδυση μιας νέας «μετα-ηρωικής» ιστορικής πραγματικότητας· ζ) εύληπτος είναι ο «τρόπος δημιουργίας και παράδοσης του έπους» (από την «ασματική» και την «απαγγελματική» εκτέλεση ως την «καταγραφική»). Το σύνολο των παραθεμάτων που μόλις προηγήθηκαν ανήκουν σ’ αυτόν που έφερε σε πέρας την πληρέστερη, έως τώρα, μετάφραση της Οδύσσειας. Δηλαδή, στον Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή που από τον επίτομο μόχθο (2015, σ.σ. 829) οδηγήθηκε ξανά στον τριπλό επιμερισμό του (2016, σ.σ. 209, 205, 169: Αποσπάσματα μεταφρασμένα· Τα πρωτότυπα κείμενα· Σχόλια και αναλύσεις).
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ