Προϋπόθεση του καλού ύφους, η σαφήνεια είναι αναγκαία τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην επιστημονική γραφή. Αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικές σαφήνειες. Η μία είναι ποιητική, η άλλη εξηγηματική.


Με τη σαφήνεια του ύφους του, ο λογοτέχνης «ποιεί» την πολυσημία. Ετσι ανοίγει μπροστά στον αναγνώστη ένα ριπίδιο αναγνώσεων: τον ευκολύνει να διαβάσει και να ερμηνεύσει το πολύσημο κείμενο με πολλαπλούς τρόπους.


Αλλά ο συγγραφέας ενός επιστημονικού έργου (αυτός που κυρίως θα μας απασχολήσει σήμερα) εξαφανίζει με τη σαφήνεια του ύφους του όλες τις αμφισημίες και πολυσημίες του κειμένου. Αποκλείει έτσι τις αμφιβολίες του αναγνώστη για τα όσα ο συγγραφέας ισχυρίζεται και διευκολύνει τον ανα-γνωστικό, επιστημονικό έλεγχο.


Η πολυσημία που προσπαθεί να εκφράσει ο λογοτέχνης μοιάζει, εξάλλου, αλλά δεν ταυτίζεται με την αμφιβολία που κάποτε εκφράζει στο κείμενό του ένας επιστήμονας. Την εκφράζει επειδή συναισθάνεται τα όρια του εαυτού του, του συγκεκριμένου έργου του, των προσωπικών του θεωριών, ακόμη και της επιστήμης του. Αλλά παραμένει η ανάγκη να είναι σαφείς οι θεωρίες του, σαφές και το κείμενό του. Ετσι, ο συγγραφέας από τη μια καταγράφει την αμφιβολία, από την άλλη όμως υποστηρίζει με σαφήνεια τη συλλογιστική του, τις απόψεις και τις ερμηνείες του: επειδή ο επιστημονικός λόγος, εξ ορισμού, δεν επιδέχεται αντιφάσεις.


Οπως είναι φυσικό, ο κανόνας της σαφήνειας δεν έχει ενιαία εφαρμογή. Υπάρχουν οι διαφοροποιήσεις που εξαρτώνται από την προσωπικότητα και τις ικανότητες του κάθε συγγραφέα. Ενας επιστήμονας με καλό συγγραφικό ταλέντο μπορεί ίσως να βρει ελευθεριότερους τρόπους παρουσίασης των ιδεών του, να επεκταθεί σε υπαινιγμούς, σε αμφισημίες και σε αποσιωπήσεις που έχουν τη δική τους λειτουργία και αισθητική. Αλλά αυτό δεν αναιρεί την επιστημονική του υποχρέωση να δείξει με σαφήνεια, σε άλλα σημεία του κειμένου, τις απόψεις και τις ερμηνείες του.


Υπάρχουν έπειτα διαφοροποιήσεις ανάλογες με τα γνωστικά αντικείμενα και τα είδη του γραπτού επιστημονικού λόγου. Η Ιστορία, π.χ., αφήνει περισσότερες υφολογικές δυνατότητες στον συγγραφέα από οποιαδήποτε άλλη επιστήμη. Του επιτρέπει, κάποτε του επιβάλλει κιόλας, να αναδείξει τις εσωτερικές αντιφάσεις του ανθρώπου και των ανθρωπίνων κοινωνιών· τον ρόλο των ανθρωπίνων παθών· τη σημασία των συμπτώσεων και της τύχης· το βάρος των μαζικών κοινωνικών δυνάμεων· τους αναπόδραστους φραγμούς της φύσης.


Ωστόσο, ο ιστορικός δεν δείχνει τις αντιφάσεις ουσίας με αντιφάσεις ύφους, αλλά με σαφήνεια. Τα πάθη δεν τα δείχνει με ψευδορομαντική ασάφεια, αλλά με τη σαφήνεια εκείνη που θα αναδείξει την αιχμηρότητά τους. Τονίζει τις συμπτώσεις και την τυχαιότητα με ύφος σαφές και όχι τυχάρπαστο. Τη «μοίρα» δεν την αποδίδει σε μεταφυσικές δυνάμεις ­ εφόσον κάνει επιστήμη. Μπορεί να την ταυτίζει με δυνάμεις που θεωρούσαν ανεξήγητες και μεταφυσικές οι άνθρωποι που μελετά· αλλά ο ίδιος δίνει όνομα στις δυνάμεις αυτές· και τις εντάσσει, με σαφήνεια, σε έναν αιτιακό συλλογισμό, σε ένα ερμηνευτικό σχήμα.


Ενα ευτυχές ιστοριογραφικό έργο απαιτεί έναν καλό συγκερασμό της επιστήμης με την τέχνη του ύφους. Από εκεί και πέρα, υπάρχει μόνο η υπέρβαση και της επιστήμης και του ύφους. Στον υπερβατικό αυτό χώρο, εκεί όπου ο συγκερασμός γίνεται ταύτιση γνώσης και τέχνης, οδηγεί ένας δρόμος σχεδόν άβατος. Τόπος που ονειρεύονται πολλοί, επιστήμονες και τεχνίτες, τόπος άφθαστος για μας τους πολλούς ­ όχι, όμως, ουτοπία. Μας τον έχουν δείξει οι ελάχιστοι που έφτασαν εκεί, οι δάσκαλοί μας, ο καθένας με τη μεγάλη και τη μικρή του ιστορία, όντα διόλου μεταφυσικά, πολύ ανθρώπινα. Ενας απλός άνθρωπος δεν ήταν άραγε ο δάσκαλος που, πριν από δυόμισι αιώνες, σκάρωνε κάθε μέρα τη φυγή του προς τα εκεί, με ένα απλό, αλλά καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο;


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας


στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.