Αφορμή ­ αλλά μόνο αφορμή ­ των ακόλουθων σκέψεων αποτέλεσε ο τρόπος με τον οποίο οι «Νέες Εποχές» της περασμένης Κυριακής συσχέτισαν τις επιφυλλίδες δύο επιφανών διανοητών μας, του Κ. Τσουκαλά και του Π. Κονδύλη: επιλέγοντας τον γενικό τίτλο «Η επιδρομή της κανονικότητας». Δεν θα αναφερθώ εδώ στις δύο αυτές επιφυλλίδες (παρ’ ότι τυχαίνει να διαφωνώ ριζικά με ορισμένες από τις γενικότερες απόψεις των δύο αυτών διανοητών), αλλά σε μια πολύ διαδεδομένη πνευματική τάση, που νομίζει ότι δικαιούται να προβεί στον συσχετισμό που προαναφέραμε. Οταν μιλάμε για επιδρομή, αναφερόμαστε σε κάτι που αξιολογούμε αρνητικά και θεωρούμε επικίνδυνο. Αυτό λοιπόν που στον παραπάνω τίτλο κρίνεται αρνητικό και επικίνδυνο είναι η «κανονικότητα». Ποια είναι αυτή η κανονικότητα; Οι «Νέες Εποχές» δεν μας το λένε ρητά. Ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω το κενό με εικασίες. Και αν ακόμη κάνω λάθος ως προς τις προθέσεις των «Νέων Εποχών», πάντως όσα θα πω εξακολουθούν να ισχύουν ως προς την πνευματική τάση που υπαινίχθηκα.


Η πνευματική αυτή τάση, πολύ δημοφιλής διεθνώς όσο και στη χώρα μας, χαρακτηρίζεται από την έκφραση διανοητικής, πολιτικής και ηθικής αποστροφής απέναντι σε οποιαδήποτε αξία προβάλλεται με αξίωση οικουμενικής ισχύος. Είτε πρόκειται για την ελευθερία, είτε για την ισότητα, είτε για τη δικαιοσύνη, είτε για τον αμοιβαίο σεβασμό και την αλληλεγγύη όλων των ανθρώπων, είτε τέλος για την αμεροληψία και την ανεκτικότητα, από τη στιγμή όπου κάποιος θα τολμήσει να εκστομίσει τον χαρακτηρισμό των αξιών αυτών ως οικουμενικών θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια ομοβροντία όχι απλώς διαφωνιών, αλλά και μομφών που θέλουν να εμφανίσουν την άποψή του ηθικά και πολιτικά ύποπτη. Σταχυολογώ ορισμένους από τους ισχυρισμούς που προβάλλουν οι εκφραστές της τάσης αυτής. Κατά σύμπτωση, αρκετοί από αυτούς είναι ρητά διατυπωμένοι σε μια άλλη επιφυλλίδα του ίδιου φύλλου του «Βήματος»: την επιφυλλίδα του Μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστοδούλου. Τους ισχυρισμούς που περιέχονται σε αυτή τη συγκεκριμένη (και κατά τα λοιπά εν μέρει αντιφατική, όπως μου φαίνεται) επιφυλλίδα θα παραθέσω σε εισαγωγικά, προσθέτοντας (χωρίς εισαγωγικά) και άλλους πολύ διαδεδομένους που, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, μπορούν να καταταχθούν στην ίδια, ενιαία πνευματική τάση.


Οποιος σήμερα προβάλλει την οικουμενικότητα κάποιων αξιών (συνήθως μη ρητά κατονομαζομένων), θεωρείται εκφραστής μιας «Νέας Τάξης πραγμάτων». Η νέα αυτή τάξη ταυτίζεται με μια τάση ισοπέδωσης όλων των ανθρώπων, που συνδέεται με την «υποβάθμιση της αξίας του προσώπου» και την «υποταγή στην εξουσία». Αντί για τις «ιδιαιτερότητες των παραδόσεων που διαπλάθουν αυτοσυνειδησίες», οι «γενικές αρχές που ισχύουν για όλους», η «κοινή ενόραση και προοπτική» κατηγορούνται ότι προωθούν ένα σύστημα αξιών που «οδηγεί στην αποσάθρωση κάθε ιδιαιτερότητας», «λυμαίνεται την αξία του προσώπου», «μεθοδεύει τη μαζοποίηση» και προάγει «τον πνευματικό ευνουχισμό». Ως πρότυπο προβάλλεται «ο άνθρωπος χωρίς σύνορα, ο κοσμοπολίτης… (που) ανήκει στην ανεστιότητα των βαρβάρων» και η προβολή αυτή καταγγέλλεται ότι εκφράζει μια «φασίζουσα νοοτροπία».


Θα δεχόταν ίσως κανείς ότι οι εκφράσεις αυτές είναι διαποτισμένες από το granum salis που συγχωρείται, λόγω της εθισμένης σε τέτοιους κύκλους ρητορείας, σε έναν εκκλησιαστικό ποιμένα. Αλλοι όμως, μη καλυπτόμενοι από το ίδιο ελαφρυντικό, γίνονται πιο συγκεκριμένοι: κάνουν λόγο για το πνεύμα του αχαλίνωτου πλέον καπιταλισμού, για την ισοπεδωτική επικράτηση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, για την εξαφάνιση των διαφορών και των αντιδράσεων με στόχο την αγόγγυστη υποταγή στα κελεύσματα της νέας παγκόσμιας εξουσίας. Και δέχονται, δυνάμει κάποιου αμάχητου τεκμηρίου, τη διακήρυξη της αξίας της διαφορετικότητας ως ασφαλές δελτίο ταυτότητας, που εγγυάται αυταπόδεικτα την κατάταξη του κατόχου του στη χορεία όσων αντιστέκονται στην επιδρομή όλων αυτών των δεινών που μαστίζουν σήμερα τον κόσμο μας.


Επιθυμώ να τονίσω ξεκάθαρα ότι δεν ανήκω επ’ ουδενί στους θαυμαστές του νεοφιλελευθερισμού. Δεν ανήκω γενικά στους κήρυκες της κυριαρχίας του οικονομικού παράγοντα. Δεν είμαι πράκτορας των Αμερικανών. Φιλοσοφικά είμαι αντίπαλος του ηθικού σχετικισμού και σκεπτικισμού. Ακριβώς όμως γι’ αυτό θεωρώ όχι μόνο διανοητικό, αλλά και ηθικό καθήκον μου να αντικρούσω την πνευματική στάση που περιέγραψα και να υπερασπισθώ την οικουμενικότητα ορισμένων εντελώς βασικών ηθικών αξιών. Είμαι μάλιστα της γνώμης ότι χωρίς αυτή την οικουμενικότητα χάνει κάθε νόημα η οποιαδήποτε επίκληση ηθικών αξιών.


Θα αρκεσθώ, λόγω χώρου, σε λίγα επιχειρήματα. Τα επιχειρήματα αυτά δεν αφορούν όλες τις αξίες που προανέφερα: την ελευθερία και την ισότητα, την αλληλεγγύη και τον αμοιβαίο σεβασμό, την αμεροληψία και την ανεκτικότητα ­ όλες τους αξίες που μου φαίνεται αδιανόητο ότι θα μπορούσαν ποτέ να υποστηριχθούν ως μερικές ή τοπικές, χωρίς ταυτόχρονα να αναιρεθούν (αν και δεν μπορώ εδώ να γίνω, όπως θα όφειλα, πιο διεξοδικός). Θα περιορισθώ μόνο στην αξία της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη υπήρξε πάντα ακρογωνιαίος λίθος κάθε ηθικού συστήματος. Οι σχετικιστές θα αντιτάξουν ότι αυτό δεν αποδεικνύει την οικουμενικότητά της, δεδομένου ότι στις διάφορες κοινωνίες και εποχές απαντούν διαφορετικές ερμηνείες της. Αυτό αληθεύει, δεν αποτελεί όμως απάντηση. Το ζήτημα είναι να ερευνήσουμε σε τι σχέση τελούν οι διάφορες ερμηνείες μεταξύ τους και πώς κρίνουμε τη σχέση αυτή όχι ιστορικά και κοινωνιολογικά, αλλά ηθικά.


Νομίζω ότι καίρια διαφορά μεταξύ των κατά καιρούς αντιλήψεων περί δικαιοσύνης δεν είναι αυτή του εκάστοτε ορισμού της (εδώ, αντίθετα από όσα θα περίμενε κανείς, δεν έχουμε εντυπωσιακές αποκλίσεις) όσο αυτή του εκάστοτε αποδεκτού εύρους του πεδίου αναφοράς της. Την εποχή των ελλήνων κλασικών φιλοσόφων το πεδίο αυτό είναι η πόλις, την εποχή των Ρωμαίων η respublica, την εποχή του Μεσαίωνα το τιμάριο, κατά τους νεότερους χρόνους το εθνικό κράτος. Αλλά και μέσα στα πεδία αυτά αναφοράς υπάρχουν διαφοροποιήσεις, αφού εντός μεν ορισμένων μικρότερων κύκλων η δικαιοσύνη νοείται ως ισότητα αριθμητική, ενώ στη συνολική κοινότητα νοείται ως ισότητα αναλογική.


Πώς πρέπει να κρίνουμε ηθικά αυτές τις διαφοροποιήσεις; Η εύκολη απάντηση είναι η άρνηση της οικουμενικότητας. Η ηθική αξία της δικαιοσύνης δεν μπορεί, κατά την άποψη αυτή, να είναι οικουμενική, γιατί προέχει ηθικά το ζήτημα της ταυτότητας: πρώτα θα καθορίσουμε σε ποιον κύκλο ανήκουμε (άρα προηγείται ηθικά η αξία της συμμετοχής σε κάποια ολότητα) και μόνο σε ένα επόμενο βήμα θα προσδιορίσουμε τι είδους και πόση δικαιοσύνη θα ζητήσουμε (εννοείται εντός αυτού του κύκλου). Θεωρώ την άποψη αυτή ηθικά απολύτως εσφαλμένη. Για να το τεκμηριώσω, θα αναφερθώ σε δύο επίκαιρα παραδείγματα.


Το πρώτο παράδειγμα μας το προσφέρουν οι πρόσφατες αγροτικές κινητοποιήσεις. Πολλοί από όσους συνηθίζουν να εκφράζουν αβασάνιστα τη γνώμη τους δημοσίως, έσπευσαν να μιλήσουν για δίκαια αιτήματα των αγροτών. Ενας τέτοιος χαρακτηρισμός έχει όμως νόημα μόνο αν απομονώσουμε τη σκοπιά των συγκεκριμένων αγροτών που ξεσηκώθηκαν. Ασφαλώς γι’ αυτούς (μάλλον για τους περισσότερους από αυτούς) φαινόταν δίκαιο να ζητούν μεγαλύτερα ανταλλάγματα για τον πράγματι σημαντικό μόχθο τους. Πόσο μεγάλα όμως; Μπορούμε να το κρίνουμε αποκλειστικά από τη σκοπιά των ίδιων (μπαίνοντας νοερά στη θέση τους); Δεν θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τους διαθέσιμους πόρους συνολικά και να τους συσχετίσουμε με τις ανάγκες και των άλλων κοινωνικών ομάδων; Και κάτι άλλο, ακόμη πιο αποκαλυπτικό: Δεν θα πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη μας το γεγονός ότι η μείωση του αγροτικού εισοδήματος σε κοινοτικό επίπεδο οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, σε διεθνείς συμφωνίες που συνυπέγραψε η Ευρωπαϊκή Ενωση και που αποσκοπούν στη στήριξη του αγροτικού εισοδήματος στις χώρες του τρίτου κόσμου; Δεν αληθεύει ότι οι άνθρωποι σε αυτές τις χώρες έχουν τρομακτικά μεγαλύτερες ανάγκες και ότι κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να πεθάνουν από την πείνα; Είναι ηθικά επιτρεπτό να πούμε ότι είναι σημαντικότερο να προστατεύσουμε τον κύκλο όπου εμείς οι ίδιοι ανήκουμε, ότι προέχει για μας η προστασία των Τρικαλινών (ή των Θεσσαλών ή των Ελλήνων ή των Ευρωπαίων) αγροτών, ότι η δικαιοσύνη έρχεται σε δεύτερη μοίρα και ότι πάντως μας αρκεί η δικαιοσύνη εντός του δικού μας κύκλου και μόνο; Δεν έχουμε καμία ευθύνη για την πείνα των άλλων, και επομένως δικαιούμαστε ηθικά να αδιαφορήσουμε για τον θάνατό τους;


Το δεύτερο παράδειγμα αφορά τους λαθρομετανάστες. Είναι αλήθεια ότι πολλοί συμπατριώτες μας χρησιμοποιούν παράνομα στις διάφορες δουλειές τους λαθρομετανάστες και ότι τους αμείβουν για την εργασία τους πολύ πιο χαμηλά από όσο θα όφειλαν να πληρώσουν ένα νόμιμο εργάτη. Η κοινή γνώμη αντιδρά σε αυτή την πρακτική. Τι είναι αυτό που την ενοχλεί ή που πρέπει να την ενοχλεί; Ας αφήσουμε εδώ κατά μέρος την πλευρά της παρανομίας (η κοινή γνώμη σε μας δεν θεωρεί τόσο κακή την παρανομία, όταν π.χ. αποσκοπεί στη συμπίεση του κόστους) και ας στραφούμε προς την πλευρά της αδικίας. Τι είδους άδικη συμπεριφορά πρέπει να προσάψουμε σε αυτούς τους εργοδότες; Οτι απλώς στερούν θέσεις εργασίας από τους νόμιμους, δηλαδή κατά κανόνα τους εντόπιους εργάτες; Ή ότι επωφελούνται από τη δυσμενή θέση στην οποία βρίσκονται οι λαθρομετανάστες για να τους εκβιάσουν και να τους εκμεταλλευθούν πληρώνοντάς τους λιγότερα από όσο αξίζει η δουλειά τους; Το ηθικά μεμπτό είναι η στέρηση εργασίας από τους ημεδαπούς ή η δυσμενέστερη μεταχείριση ανθρώπων που βρίσκονται σε θέση ανάγκης, εντελώς ανεξάρτητα από ιθαγένεια, χρώμα δέρματος, γλώσσα και θρησκεία;


Νομίζω ότι μια τέτοια αποδοχή της οικουμενικότητας της δικαιοσύνης όχι μόνο δεν επιφέρει όλα αυτά τα κακά για τα οποία κατηγορείται, αλλά, εντελώς αντίθετα, θα προκαλούσε ηθικά κακά αν αποκρουόταν. Ούτε το πρόσωπο από το ηθικό του περιεχόμενο απογυμνώνει, ούτε κήρυκας του «παγκοσμιοποιημένου» καπιταλισμού γίνεται, ούτε τις αξίες της συμμετοχής, της ιδιαιτερότητας και της πίστης υποτιμά (αντίθετα τις τοποθετεί στη σωστή τους θέση). Και έχει πέρα για πέρα νόημα να λέμε ότι η αξία της δικαιοσύνης είναι δεσμευτική για όλους, ότι ίσχυε και ισχύει το ίδιο όλες τις εποχές, ότι η εκμετάλλευση των δούλων ή των αιχμαλώτων ή των ξένων ή των φτωχών ή των παιδιών ή των γυναικών ήταν, είναι και θα είναι άδικη πάντα και έναντι πάντων, ότι σε παλιότερες εποχές οι ιστορικές συνθήκες απλώς δεν διευκόλυναν τους ανθρώπους να το δουν και ότι γι’ αυτό δεν νομιμοποιούμαστε να τους μεμφθούμε, χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει σε τίποτε την κρίση μας ότι οι κοινότητες που επέτρεπαν όλα αυτά ήταν, αντικειμενικά θεωρούμενες, κοινότητες άδικες, ακόμη και αν ήταν από άλλες σκοπιές πολύ αξιόλογες.


Ο κ. Παύλος Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.