Πολλά έχουν ακουστεί, και συνεχίζουν να ακούγονται, περί εθνικού νομίσματος: ότι για την κατάντια της χώρας ευθύνεται το ευρώ και πως με τη δραχμή τα πράγματα θα γίνονταν καλύτερα, διότι η Ελλάδα, ως μια μικρή χώρα, θα μπορούσε να ευημερήσει αξιοποιώντας το δικό της νόμισμα, μέσω υποτίμησης, τυπώματος δραχμών κ.λπ. Πολλοί δε μάλιστα «ακούν» θετικά το στόρι, καθώς πιστεύουν ότι ο στενός κορσές που επιβάλλουν στην κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος οι Βρυξέλλες και η Φρανκφούρτη ευθύνεται για τα δεινά της χώρας. Σε γενικές γραμμές, είναι οι ίδιοι που αυτοχαρακτηρίζονται «αντιμνημονιακοί» και πίστευαν μέχρι πρότινος ότι το Μνημόνιο ευθύνεται για τα δεινά της χώρας και πως θα μπορούσαμε, αν διαπραγματευτούμε σωστά, να απαλλαγούμε από τις απαιτήσεις των πιστωτών. Τώρα που βλέπουν ότι αυτό είναι ανέφικτο, λοξοκοιτούν προς το εθνικό νόμισμα.
Στην ουσία αυτό που κάνουν δεν είναι τίποτε άλλο από το να συνεχίζουν να αρνούνται την πραγματικότητα. Αναζητούν και πάλι την εύκολη λύση αντί να αποδεχθούν τις μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Μόνο που η «εύκολη λύση» μόνο εύκολη δεν είναι, ούτε καν λύση. Αποκαλυπτικά ήταν τα στοιχεία που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα ο επιχειρηματίας Πλάτωνας Μαρλαφέκας, αντιπρόεδρος της εταιρείας αναψυκτικών Λουξ και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της πρωτοβουλίας ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ, μιλώντας σε εκδήλωση της Ριζοσπαστικής Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης (ΡΕΥΜΑ) με θέμα «Η συμβολή των ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων στην ανασυγκρότηση της χώρας».
Επικαλούμενος στοιχεία έρευνας της ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ, ο κ. Μαρλαφέκας είπε ότι μέσα σε πέντε χρόνια, εν μέσω κρίσης, εισαγάγαμε προϊόντα αξίας 240 δισ. ευρώ! Δηλαδή σχεδόν μιάμιση φορά το περυσινό ΑΕΠ. Βεβαίως, πολλοί μπορεί να υποστηρίξουν ότι μπορούμε να ζήσουμε χωρίς καινούργια αυτοκίνητα, τηλεοράσεις, ηλεκτρονικά είδη, κινητά, επώνυμα ρούχα, καλλυντικά κ.λπ. Ομως οι εισαγωγές δεν αφορούν μόνο τέτοια προϊόντα. Αφορούν και είδη καθημερινής ανάγκης και διατροφής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, κάθε χρόνο πληρώνουμε πάνω από 1 δισ. ευρώ για εισαγωγές χοιρινού και μοσχαρίσιου κρέατος από Γερμανία, Ολλανδία, Δανία και Γαλλία, περί τα 150 εκατ. ευρώ για γάλα από Γερμανία και Ολλανδία, 55 εκατ. ευρώ για ζάχαρη από τη Γαλλία, 35 εκατ. ευρώ για σιτάρι από τη Ρωσία, 33 εκατ. ευρώ για χαρτί υγείας από Ιταλία, 16 εκατ. ευρώ για αμύγδαλα από Ισπανία, 9 εκατ. ευρώ για καλαμπόκι από Ρωσία, για να μην αναφέρουμε τα εκατοντάδες εκατομμύρια που πληρώνουμε για φάρμακα, καύσιμα και πρώτες ύλες.
Μόνο από τα στοιχεία αυτά, είναι προφανές τι θα σήμαινε ενδεχόμενη μετάβαση σε εθνικό νόμισμα. Οχι μόνο θα έπρεπε να ανασυνταχθεί η ελληνική παραγωγή για να καλύψει στοιχειωδώς τη ζήτηση βασικών ειδών διατροφής και καθημερινότητας, αλλά αυτό θα έπρεπε να γίνει και κάτω από το καθεστώς μετάβασης από το ένα νόμισμα στο άλλο, με το εθνικό νόμισμα να υποτιμάται και τον πληθωρισμό να καλπάζει, εξανεμίζοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Βεβαίως η παραμονή στο ευρώ δεν θεραπεύει από μόνη της την αδυναμία της εγχώριας παραγωγής να καλύψει την εσωτερική ζήτηση σε βασικά αγαθά. Σε κάθε περίπτωση, η ανασύνταξη της ελληνικής παραγωγής με τη δημιουργία υψηλής ποιότητας, καινοτόμων, διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων που θα κατακτήσουν πρώτα την εσωτερική αγορά προτού κατακτήσουν τις αγορές του εξωτερικού είναι το ζητούμενο. Χωρίς αμφιβολία, αυτό μπορεί να γίνει πιο εύκολα στο προστατευμένο περιβάλλον της ζώνης του ευρώ.