Λέγεται ότι η κρίση μπορεί να λειτουργήσει ως ευκαιρία. Και στην περίπτωση της Ελλάδας η επταετής κρίση που βιώνουμε δεν λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση όσον αφορά τις τιμές και ειδικότερα τις τιμές των τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης. Ενώ από τις αρχές της κρίσης το ΑΕΠ έχει υποχωρήσει κατά περίπου 22% (στα επίπεδα της περιόδου 2003-4), οι τιμές των τροφίμων με βάση τον σχετικό δείκτη του πληθωρισμού (ομάδα διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών), όχι μόνο δεν έχουν επιστρέψει εκεί, αλλά είναι αυξημένες ακόμη και σε σχέση με τα προ της κρίσεως επίπεδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης του πληθωρισμού που αφορά τα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά, τον περασμένο Ιανουάριο ήταν 106,34 μονάδες έναντι 85-86 μονάδες που ήταν την περίοδο 2003-4, όταν και πάλι το ΑΕΠ της χώρας ήταν περί τα 175-180 δισ. ευρώ που βρίσκεται σήμερα. Δηλαδή με τα ίδια λεφτά που παρήγαγε η χώρα, τα τρόφιμα που περιλαμβάνονται στο περίφημο «καλάθι της νοικοκυράς» κοστίζουν σήμερα 25% ακριβότερα. Δηλαδή, οι τιμές των τροφίμων, όχι μόνο δεν προσαρμόστηκαν στην κατά 22% κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και στην ανάλογη μείωση μισθών, συντάξεων και εισοδημάτων που έχει συντελεστεί από την αρχή της κρίσης, αλλά αντίθετα αυξήθηκαν κατά 25%. Δηλαδή συνολικά ακρίβυναν κατά 47%!
Η διαφορά είναι τόσο μεγάλη που δεν δικαιολογείται από την αύξηση του ΦΠΑ και των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα καύσιμα και αλλού που επηρεάζουν την παραγωγική διαδικασία.
Ολα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές σήμερα να αγοράζουν πολύ λιγότερα τρόφιμα από ό,τι στο παρελθόν όταν το ΑΕΠ βρισκόταν σε αντίστοιχα με τα σημερινά επίπεδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας Nielsen που δημοσιεύτηκαν την περασμένη εβδομάδα, ο τζίρος στο λιανεμπόριο τροφίμων επέστρεψε στα επίπεδα του 2005 και αναμένεται να κατρακυλήσει περαιτέρω καθώς με βάση τα σημερινά δεδομένα προβλέπεται νέα μείωση της τάξεως του 2%-3% για το 2017.
Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η υποχώρηση στον όγκο πωλήσεων, η οποία μόνο το 2016 ανήλθε σε περίπου 10% σε σχέση με το 2015. Η διαφορά ανάμεσα στην αξία και τον όγκο πωλήσεων αιτιολογείται εν μέρει από την αύξηση του ΦΠΑ και του ΕΦΚ. Το μεγαλύτερο μέρος της αποδίδεται στη μη απορρόφηση από τους λιανεμπόρους των αυξήσεων στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και στη μετακύλισή τους στους καταναλωτές, καθώς και στις επιχειρηματικές εξελίξεις στην αγορά (Μαρινόπουλος κ.λπ.).
Ολα αυτά είναι αποτέλεσμα της παθογένειας και των στρεβλώσεων που υπάρχουν στην εγχώρια αγορά (έλλειψη ανταγωνισμού σε όλη την αλυσίδα παραγωγής, κλειστά επαγγέλματα και αγορές, καρτέλ, ελλιπείς έλεγχοι, εμπόδια στην είσοδο νέων παικτών κ.λπ.), οι οποίες επανειλημμένως έχουν επισημανθεί (μνημόνια, εργαλειοθήκη ΟΟΣΑ, κοινοτικές οδηγίες κ.λπ.) και όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις στην επταετία της κρίσης δεν έχουν καταφέρει να θεραπεύσουν, επειδή δεν θέλουν να τα βάλουν με μεγαλύτερα και μικρότερα συμφέροντα. Και όσο το πολιτικό κόστος κυριαρχεί στις επιλογές και τη στρατηγική των κομμάτων, τόσο το καλάθι της νοικοκυράς θα ακριβαίνει και θα αδειάζει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ