Εμμονη ιδέα μου, τους τελευταίους μήνες: ουδέποτε στη νεότερη ελληνική ιστορία η διεθνής θέση της χώρας ήταν, εν καιρώ ειρήνης, τόσο επισφαλής. Χρησιμοποιώ υστερόβουλα τις λέξεις «νεότερη ιστορία». Δικαιολογούν την ανάμειξή μου σε θέματα στα οποία δεν είμαι ειδικός.


Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι αναπόφευκτοι συνειρμοί με το μαύρο 1897, που θα γιορτάσουμε όπου να ‘ναι με πρόχειρη ιστοριολογία· αλλά και τα σύννεφα που μαζεύονται κατάμαυρα πάνω από την Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη. Ετσι, αισθάνομαι όχι μόνο δικαιολογημένος, αλλά υποχρεωμένος να μιλήσω για το θέμα: λίγο ως ιστορικός, διόλου ως διεθνολόγος, κυρίως ως πολίτης.


Το τέλος της ιστορίας (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα) δεν εσήμανε το τέλος του ισλαμισμού. Ο οποίος διαθέτει, νομίζω, τόσα τουλάχιστον χαρακτηριστικά εσχατολογίας όσα διέθετε και ο κομμουνισμός. Αλλιώς δεν εξηγείται η τόση ανησυχία της Δύσης και των παντοειδών πλανηταρχών και ευρωκρατών της μπροστά στον περίφημο «ισλαμικό κίνδυνο».


Αυτό είναι, λοιπόν, το πρώτο στοιχείο που αναβαθμίζει τη γεωπολιτική σημασία της σημερινής Τουρκίας. Η Δύση θα κάνει το παν για να διατηρήσει τον λαϊκό – κοσμικό, δυτικότροπο κεμαλισμό ­ του οποίου θεματοφύλακας, ως γνωστόν, είναι ο στρατός. Είναι ένας από τους ισχυρότερους στρατούς στον κόσμο σε δύναμη πυρός, ίσως ο ισχυρότερος σε πολιτική επιρροή. Οι σημερινές γεωπολιτικές συνθήκες τον καθιστούν ακόμη ισχυρότερο.


Το τέλος της ιστορίας δεν εσήμανε, κατά κάποιον τρόπο, ούτε το τέλος του Ανατολικού Ζητήματος. Μόνο που το Ζήτημα τίθεται σήμερα με διαφορετικούς όρους. Εκτός από τη «ρωσική άρκτο», εξασθενημένη αλλά υπολογίσιμη και πυρηνικώς πάνοπλη, υπάρχει επιπλέον σήμερα, ακριβώς, ο ισλαμισμός. Εξάλλου, τον δρόμο των Ινδιών αντικατέστησε ο δρόμος της Ινδίας, της Κίνας και του Ειρηνικού, πρόσβαση στο νέο επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Και τη σημασία των πετρελαίων και της διώρυγας του Σουέζ επαυξάνουν σήμερα αγωγοί φυσικού αερίου και τα ύδατα του Ευφράτη και του Τίγρη.


Πρόκειται για τα σημαντικότερα ίσως νευραλγικά σημεία του διεθνούς γεωοικονομικού και γεωπολιτικού παιγνίου. Οι άξονες που τα συνδέουν διασταυρώνονται όλοι στην Τουρκία. Εξάλλου, η οικονομική σημασία της χώρας αυτής δεν συγκρίνεται με εκείνην που είχε όταν, ως παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν «ο μέγας ασθενής». Η σημερινή Τουρκία, έστω και ασθενής, είναι μια τεράστια, αναπτυσσόμενη αγορά, με σπουδαίο φυσικό πλούτο, με πληθυσμό μεγάλο και αυξανόμενο αλματωδώς.


Στην αναβάθμιση της Τουρκίας αντιστοιχεί η υποβάθμιση της Ελλάδας. Στον οικονομικό χάρτη η χώρα μας δεν είχε ποτέ μεγάλη παρουσία· εκτός από τον ελληνόκτητο εμπορικό στόλο· του οποίου, όμως, τη σημασία για την ευρωπαϊκή οικονομία δεν έχουμε καν μελετήσει, θεωρώντας τον κατάλληλο μόνο για καυχησιάρικους πανηγυρικούς.


Η γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας ήταν κάπως αυξημένη όσο συνόρευε με τη σοβιετική αυτοκρατορία ­ από τη διακήρυξη του Δόγματος Τρούμαν το 1947 ως το 1989. Η στρατηγική αυτή σημασία εξανεμίστηκε όταν εξαφανίστηκε ο «από Βορρά κίνδυνος». Αφρονες, εφεύραμε αμέσως νέο από Βορρά «κίνδυνο», την πΓΔ της Μακεδονίας, ώστε να χάσουμε το τελευταίο πλεονέκτημα που μας απέμενε στην περιοχή: το ότι είμαστε το μόνο βαλκανικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


Το μεγαλειώδες αυτό σφάλμα εξωτερικής πολιτικής έγινε χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο. Και όμως, το διέπραξε αυθορμήτως ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος. Λίγες ώρες μετά, ο τότε πρωθυπουργός πλειοδότησε σε πατριωτισμό. Και τον ακολούθησε αμέσως, υπερπλειοδοτώντας, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μου φαίνεται ότι αυτά δείχνουν απλώς ότι η χώρα μας μάλλον δεν διέθετε, τότε, εξωτερική πολιτική (ελπίζω να διαθέτει τώρα).


Συμπέρασμα: η Τουρκία είναι χώρα «μεγίστης σημασίας» για τα πλανητικά σχέδια της κυρίας Ολμπράιτ, για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, για τις ευρω-αμερικανικές επενδύσεις, για τις παντοειδείς βιομηχανίες όπλων. Η Ελλάδα είναι, με αυτά τα κριτήρια, χώρα δευτερεύουσα. Αν τις δύο αυτές χώρες οδηγούσαν σε πόλεμο οι εξοπλιστικοί ανταγωνισμοί, η δημαγωγία, η αφροσύνη, η ανάγκη φυγής προς τα εμπρός, η κλιμάκωση προκλήσεων και ανοησιών, τότε τα μεν συμφέροντα της Τουρκίας θα αντιμετωπίζονταν από τις Δυνάμεις ως θέματα «μεγίστης σημασίας», τα δε συμφέροντα της χώρας μας ως ένα ακόμη ενοχλητικό βαλκανικό πρόβλημα. Ακόμη και αν προλαβαίναμε να «κερδίσουμε» τον πόλεμο προτού μας επιβληθούν οι όροι της ειρήνης.


Ως πολίτης αυτής της χώρας κάτι τέτοια σκέφτομαι όταν εκπρόσωποι των Δυνάμεων αναγγέλλουν, περιχαρείς, ότι μέσα στο 1997 θα αναλάβουν πρωτοβουλίες για να λύσουν ελληνοτουρκικές διαφορές.


Μπροστά σε αυτά τα προβλήματα, με εξωτερική πολιτική ομιχλώδη, με πολιτικές παρατάξεις που διαφωνούν σε όλα τα σχετικά θέματα και συμφωνούν μόνο σε στομφώδεις γενικολογίες, η αγωνία ενός πολίτη ελάχιστα μπορεί να προσφέρει. Η δική μου αγωνία με οδηγεί να ενώσω απλώς τη φωνή μου με όσους προτείνουν να χαραχθεί, με ευρύτατη διακομματική συναίνεση, μια μακροχρόνια εξωτερική πολιτική ­ προσθέτοντας ότι εδώ που φτάσαμε ο καιρός ίσως και να μη μας παίρνει.


Οι λόγοι που επιβάλλουν αυτή την πορεία είναι κοινότοποι. Ας μου επιτραπεί, όμως, να τους επαναλάβω.


Οι λύσεις των διεθνών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα δεν είναι δυνατόν να εφευρίσκονται κατά περίπτωση, ανάλογα με τις ανάγκες της εσωτερικής μικροπολιτικής ή έστω της παροδικής διεθνούς συγκυρίας.


Σχεδιάζονται με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον μιας δεκαετίας. Εντάσσονται σε πιθανολογικά στρατηγικά σενάρια, με πολλαπλές τακτικές παραλλαγές. Συνθέτουν, έτσι, μια μακρόπνοη εξωτερική πολιτική.


Μια μακρόπνοη εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να σχεδιάζεται εκ των ενόντων από τρεις ικανούς πρέσβεις, δύο σοφούς εμπειρογνώμονες, έναν ταλαντούχο υπουργό Εξωτερικών, ένα πατριώτη υπουργό Αμυνας και έναν πανόπτη πρωθυπουργό. Προτού υιοθετηθεί από την κυβέρνηση, μελετάται εις βάθος από επιτελικές ομάδες ανθρώπων που διαθέτουν, συλλογικά, όλα τα απαιτούμενα προσόντα ­ γνώσεις, πληροφόρηση, ικανότητες, εντιμότητα, φαντασία, σωφροσύνη.


Μια τέτοια μελετημένη εξωτερική πολιτική δεν αρκεί να υιοθετηθεί από μία κυβέρνηση. Διότι μοιραία θα καταρρεύσει, αφού πρώτα γίνει αντικείμενο συνεχών διαμαχών, που θα υπηρετούν τις δημεγερτικές ανάγκες των κομμάτων και τις ανάγκες ακροαματικότητας ή κυκλοφορίας των επικοινωνιακών μέσων. Και στο μεταξύ αυτές οι δημόσιες συζητήσεις θα προσφέρουν δωρεάν πληροφορίες σε αντιπάλους και σε (προσωρινούς) συμμάχους.


Σε κρίσιμες περιόδους, όπως η σημερινή, νομίζω (και δεν είμαι ο μόνος) ότι οι μεγάλες αποφάσεις μόνο σε μια δυσχερή αλλά επιβεβλημένη συναίνεση μπορούν να στηριχθούν ­ την οποία, άλλωστε, δεν αποκλείει το Σύνταγμα της χώρας. Αρκεί να τη θελήσουν και οι πολιτικές μας αρχηγεσίες. Οσο είναι καιρός.