Αγαπώ την απρόβλεπτη τέχνη του θεάτρου και τιμώ την κριτική όσο και την υποπτεύομαι.
Και όταν δεν γράφεται για να φωτίσει, όταν σκοτεινιάζει τον αναγνώστη με γκούγκλιες γνώσεις και κλισέ, την βλέπω σαν την πικρόχολη τσιγκούνα, με κομπόδεμα τις δημοσιεύσεις της στις εφημερίδες. Ξέρω ότι η κριτική όταν περίπου προτείνει να απαγορεύονται (δηλαδή να κατεβαίνουν) τα έργα που δεν τα καταλαβαίνει μετατρέπεται σε λογοκρισία του ίδιου της του εαυτού.
Περιμένω μια θετική κριτική αντίθετη από το διαπαιδαγωγικό της καθήκον, όπου ο σεβασμός του μόχθου των άλλων θα ακυρώνει την εγγενή όσο και άχρηστη «άρνησή» της.
Υποστήριζα από το 1988 (Η μη κοινωνιολογία) πως περισσότερο από την αλήθεια το θέατρο ζητεί την υποδοχή από το κοινό του ενός υπαινιγμού, που ενυπάρχει σε ό,τι δεν μπορεί ή δεν πρέπει να διατυπώνει ευκρινώς (Μπάρκερ).
Και εφόσον το σύγχρονο θέατρο έχει αποβάλει τον χαρακτήρα της προφανούς ενότητας του συναισθήματος με το αντικείμενό του (έχει ξεμπερδέψει με τους «ήρωες») η κριτική, διαμορφωμένη σε ίση απόσταση ανάμεσα στο έλλογο και το άλογο (και όχι ανάμεσα στην αρέσκεια και την απαρέσκεια), βλέπει τον εαυτό της να υπερβαίνει τον εαυτό της. Αλλωστε, τι είναι η «αισθητική κρίση» (Καντ) παρά αποκατάσταση και όχι κατεδάφιση του έργου;
Αυτό, νομίζω, είναι το ζητούμενο.
Τι σημαίνει όμως κριτική;
Ο Μoρίς Μπλανσό απάντησε με τα εξής: «Η κριτική δεν είναι ένας από τους τρόπους που καταφάσκουν τη λογοτεχνία [ή το θέατρο], αλλά ο τρόπος με τον οποίο καταφάσκεται το Πανεπιστήμιο και δημοσιογραφία».
Η στήλη και η υπογραφή στην εφημερίδα καταφάσκουν το έργο αλλά πρωτίστως τη στήλη και τον υπογράφοντα. Και όταν ομιλούν για μεσίτευση του κριτικού (όχι προφανώς μεσιτεία) δεν πρέπει να λησμονούμε πως η μεσιτεία σημαίνει πρωτίστως κύρος του διαμεσολαβητή.
Την παράδοξη ιδιαιτερότητα του κριτικού λόγου –που όσο περισσότερο αποφαίνεται θα όφειλε να συντριβεί –λειτουργεί μόνο εάν μεταφέρουμε το «παράδοξο του ηθοποιού» (Ντιντερό) σε ένα παράδοξο του κριτικού που όπως ο ηθοποιός είναι κανένας.
Υποστηρίζουν πως οφείλουμε να «τελειώνουμε με το κρίνειν» (Ντελέζ). Οχι μόνο γιατί το κρίνειν συγχέεται με την ψυχολογία του ιερέα, αλλά γιατί και εκείνο το «μου άρεσε»/«δεν μου άρεσε», αυτό το αφελές δίπολο του «μου» και του «σου» οφείλει να υποχωρήσει, παρά τις δυσκολίες, τους εγωισμούς και τα συμφέροντα.
Το έργο δεν είναι σχέσεις δυνάμεων. Το έργο είναι απλό όπως ο κόσμος (Σεφέρης).
Είδα την Πλατεία ηρώων στο θέατρο της οδού Κυκλάδων, σκηνοθετημένη από τον Δημήτρη Καραντζά και χάρηκα τόσο για τους ηθοποιούς όσο και για τον σκηνοθέτη που κατόρθωσαν να διαβάλουν τη μοχθηρία του Μπέρνχαρντ, ενός ανθρώπου που η ζωή του βρισκόταν διαρκώς σε ανεπάρκεια και που ήταν φυσικό, αμυνόμενος, να αυτοπεριθωριοποιηθεί. Ο Τζορτζ Στάινερ το υπογράμμιζε στον New Yorker: «όταν παρατείνεται το λαχάνιασμα γίνεται ένα μονότονο, στομωμένο πριόνι». Αλλά ο Μπέρνχαρντ είναι στη μόδα για στομωμένους ανθρώπους που «γδέρνουν ασταμάτητα».
Το κατάλαβα: Η μόνη συνθήκη για την οποία είμαστε ικανοί είναι η μουσική και η μόνη φρενίτιδα –για μένα τουλάχιστον –είναι η «φόρμα» (ο φορμαλισμός του Καραντζά ή λυρικός φορμαλισμός του Μαρμαρινού).
Ο τριαντάχρονος αυτός σκηνοθέτης –μην το ξεχνάμε –σκηνοθετεί το 2017 και όχι το 1950. Και αισθάνεται, στο λυκόφως του παλαιού θεάτρου που τον κατατρέχει, ως ιδανικό τόπο για την ευαισθησία του τη Σκηνή και όχι την Ιστορία.
Το θέατρο υπήρξε ανέκαθεν ένα αηδιαστικό εργαστήρι κομπασμού (Μπέρνχαρντ) και δεν ζητεί ούτε συναίνεση ούτε εγκώμιο αλλά τη διαστολή και κυρίως τη συστολή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ