ΤΩΡΑ ΟΠΟΥ το Κυπριακό έχει αποκτήσει μεγάλη κινητικότητα, είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε ένα πρόβλημα που συνεχώς αποσιωπούμε, αρνούμενοι να το λάβουμε σοβαρά υπόψη μας στις αναλύσεις που κάνουμε για το μέλλον της Μεγαλονήσου. Αυτό είναι το πρόβλημα των εποίκων.


Η επίσημη θέση της Λευκωσίας και της Αθήνας είναι πως οι έποικοι δεν είναι Κύπριοι και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να βρεθούν τρόποι για να φύγουν από την Κύπρο. Οσο για τα παιδιά των εποίκων που γεννήθηκαν στην Κύπρο, και αυτά δεν είναι δυνατόν να αποκτήσουν κυπριακή υπηκοότητα (με εξαίρεση τα παιδιά «μεικτών» γάμων μεταξύ Τούρκων και Τουρκοκυπρίων).


Η λύση αυτή είναι μεν δίκαιη, αλλά είναι ανεφάρμοστη. Οι έποικοι με κανέναν τρόπο δεν θα πειστούν να αφήσουν την ανεπτυγμένη Κύπρο για να γυρίσουν πίσω στην υπανάπτυκτη Τουρκία. Ούτε βέβαια θα δεχθούν να παραμείνουν επ’ αόριστον στη νήσο ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Με άλλα λόγια, η ιδέα ότι οι έποικοι ­ είτε μέσω κινήτρων είτε μέσω εξαναγκασμού ­ θα αποχωρήσουν αντανακλά μεν αυτό που επιθυμούμε, αλλά δεν έχει καμία σχέση με τη σκληρή και συχνά άδικη πραγματικότητα. Οι έποικοι θα μείνουν στην Κύπρο και τα προβλήματα που δημιουργούν πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε.


Αν η παραπάνω εκτίμηση είναι σωστή, τότε αυτοί που καθορίζουν την εξωτερική πολιτική της Λευκωσίας και της Αθήνας θα πρέπει να δώσουν εμπεριστατωμένες απαντήσεις στα εξής ερωτήματα:


α) Είναι δυνατόν να αφομοιωθεί οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά η τεράστια μάζα των εποίκων σε μια Κύπρο όπου θα υπάρχει ελεύθερη διακίνηση όχι μόνο κεφαλαίου, αλλά και εργατικού δυναμικού; Ποιο θα είναι το οικονομικό κόστος αυτής της αφομοίωσης;


β) Θα είναι δυνατόν να συνεχισθεί το «οικονομικό θαύμα» της Κύπρου αν χρειασθεί να ενσωματωθούν όχι μόνο οι Τουρκοκύπριοι, αλλά το άκρως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό των τούρκων εποίκων;


γ) Τι είναι πιο σημαντικό για την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού: μια σφιχτή «οργανική» συγκόλληση των δύο κοινοτήτων που θα δημιουργήσει προβλήματα αφομοίωσης πολύ χειρότερα αυτών που αντιμετωπίζει σήμερα η Δ. Γερμανία ή μια χαλαρή συγκόλληση που θα διασφάλιζε τον ήδη υπάρχοντα οικονομικό δυναμισμό και το υψηλό κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο των Ελληνοκυπρίων;


δ) Δεδομένου ότι οι έποικοι (που ανέρχονται περίπου στις 60.000) έχουν ρυθμούς γεννητικότητας πολύ πιο υψηλούς από τους Ελληνοκυπρίους, ποιες θα είναι μακροχρόνια οι δημογραφικές επιπτώσεις αυτού του γεγονότος;


Νομίζω πως αυτοί που είναι υπεύθυνοι για την εξωτερική μας πολιτική έχουν την υποχρέωση να μας απαντήσουν στα παραπάνω τέσσερα ερωτήματα. Με το να αρνούμεθα τη σοβαρή εξέταση αυτών των προβλημάτων (με τη δικαιολογία πως με κάποιον μαγικό τρόπο οι έποικοι θα εξαφανισθούν από τη Μεγαλόνησο), απλώς εθελοτυφλούμε και καταλήγουμε στο να χτίζουμε την εξωτερική μας πολιτική σε εντελώς λανθασμένες βάσεις.


Μήπως αυτό που χάθηκε το 1974 δεν μπορεί να ξαναβρεθεί 25 χρόνια αργότερα; Μήπως το όραμα μιας στενά ενωμένης Κύπρου, παρ’ όλη τη γοητεία του, είναι μια χίμαιρα; Μήπως το πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομικό κόστος της αφομοίωσης του τουρκικού στοιχείου είναι πολλαπλάσιο του κόστους της γης που έχασαν οι Ελληνοκύπριοι; Μήπως πρέπει να παραδεχθούμε ότι το 1974 η ελληνική χουντική κυβέρνηση έκανε ένα τραγικό λάθος που οδήγησε στο να χαθεί για πάντα η πιθανότητα μιας οργανικά ενωμένης Κύπρου; Μήπως όσο προσπαθούμε να ξαναζωντανέψουμε, μετά από 25 χρόνια, μια κατάσταση που αντικειμενικά δεν είναι πια βιώσιμη, κινδυνεύουμε να χάσουμε και αυτό που μας έχει απομείνει; Μήπως θα πρέπει να πάψουμε να συγχέουμε αυτό που είναι δίκαιο και επιθυμητό με αυτό που είναι εφικτό σήμερα;


Μήπως επιζητούμε ένα είδος συμβίωσης μεταξύ δύο εθνικιστικά αντιμαχομένων κοινοτήτων που δεν έχει πετύχει σε κανένα μέρος του κόσμου; Μήπως, με άλλα λόγια, η λύση της συνομοσπονδίας ­ την οποία θεωρούμε απαράδεκτη ­ μας συμφέρει πιο πολύ από αυτήν της ομοσπονδίας;


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής στη London Scool of Economics.