Σε δύο πεδία ταυτοχρόνως, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, η Αγκυρα τεντώνει επικίνδυνα το σκοινί της έντασης και δεν αποκλείεται να υπάρξει και περαιτέρω κλιμάκωση εν όψει του δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου, το οποίο και θα επικυρώσει την απόλυτη εξουσία του γνωστού μας νέου «Σουλτάνου». Με τα δεδομένα αυτά δημιουργείται το ερώτημα αν οδηγούμεθα έτσι στην εκδήλωση ενός θερμού επεισοδίου, αν όλη αυτή η ιστορία ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Γι’ αυτό και απαιτείται τώρα η ελληνική πλευρά να διατηρήσει την απόλυτη ψυχραιμία της, όπως ευτυχώς το κάνει μέχρι στιγμής, ώστε να μην παρασυρθεί στη δίνη των σχεδίων του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος ελέγχοντας πλέον απολύτως τις Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας του θα φέρει και την αποκλειστική ευθύνη για ό,τι τυχόν συμβεί.
Η Ελλάδα που έχει με το μέρος της τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου δεν έχει κανέναν λόγο να παρασυρθεί σε μια στρατιωτική αναμέτρηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να προβεί στις αυτονόητες αμυντικές κινήσεις, όπου το απαιτούν οι περιστάσεις, παράλληλα με μια έντονη διεθνή διπλωματική εκστρατεία. Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να αποφεύγονται ενέργειες οι οποίες την εξαιρετικά κρίσιμη αυτή στιγμή μπορεί να ρίξουν λάδι στη φωτιά. Διότι, δυστυχώς, είναι αυτό που συνέβη στην Κύπρο με την άκριτη απόφαση της Βουλής να καθιερώσει την επέτειο εορτασμού στα σχολεία του δημοψηφίσματος για την Ενωση του 1950. Το γεγονός αυτό έδωσε τη χρυσή ευκαιρία στην τουρκοκυπριακή πλευρά να διακόψει τις συνομιλίες, με το επιχείρημα ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν θέλουν τη λύση της Ομοσπονδίας. Οπως και το 1974 το πραξικόπημα της Χούντας κατά του Μακαρίου αποτέλεσε το πρόσχημα για την τουρκική εισβολή.
Η Αγκυρα καλύπτει έτσι τα γνωστά επεκτατικά της σχέδια επιρρίπτοντας την ευθύνη στην ελληνική πλευρά, όπως είχε συμβεί και μετά την απόρριψη του σχεδίου Αναν από τους Ελληνοκυπρίους. Με τα δεδομένα αυτά θεωρείται πλέον βέβαιο ότι οι συνομιλίες για το Κυπριακό δεν πρόκειται να επαναληφθούν προτού ξεκαθαρίσει το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία με το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, το οποίο ο Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι θα το κερδίσει, παρά την προσπάθεια προσεταιρισμού των ψηφοφόρων του ακροδεξιού κόμματος ΜΗΡ. Και για αυτό τροφοδοτεί συνεχώς το κλίμα ενός έξαλλου εθνικισμού στο οποίο εντάσσονται οι αυξανόμενες προκλητικές ενέργειες στο Αιγαίο και η κωλυσιεργία στο Κυπριακό. Ενώ παράλληλα εκτιμά ότι λόγω των εξελίξεων στο Συριακό και στο Προσφυγικό δεν θα έχει ουσιαστικές αντιδράσεις από την ΕΕ και την Ουάσιγκτον. Καθώς μάλιστα τα βρήκε ήδη με τον Πούτιν, τώρα επιδιώκει και μια συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ, αισθανόμενος προφανώς ότι συμπλέουν στην πολιτική τού αυταρχισμού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ