Προσφάτως επέστρεψε στην επικαιρότητα η συζήτηση για τη δραχμή. Και αυτή τη φορά χωρίς ταμπού και αναστολές. Αρχικά, ο Νίκος Ξυδάκης επανέφερε το ζήτημα λέγοντας ότι «η χώρα μεγαλούργησε με τη δραχμή» και αργότερα, όταν αναγκάστηκε να ανασκευάσει, ότι «είμαστε υποχρεωμένοι να συζητήσουμε το ζήτημα δημόσια με σοβαρότητα και υπευθυνότητα». Στη συνέχεια, τη σκυτάλη πήρε ο Κώστας Λαπαβίτσας, ο οποίος την περασμένη Τετάρτη παρουσίασε την πρόταση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ερευνών Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής (ΕΔΕΚΟΠ) για επιστροφή στη δραχμή.
Αν και αναγνώρισε ότι «δεν θα φύγουμε από το ευρώ και όλα θα λυθούν μαγικά», ωστόσο παρουσίασε μια εύκολη λύση (διαγραφή χρέους, κρατικοποίηση τραπεζών, παροδικός πληθωρισμός, μικρή ανάγκη για εισαγωγές κ.λπ.) και κατέληξε λέγοντας ότι τα προβλήματα μπορούν να ξεπεραστούν με την «παραγωγική ανασυγκρότηση». Και πώς θα γίνει αυτό; Με την «τόνωση της εσωτερικής ζήτησης» και την «αλλαγή της βιομηχανικής πολιτικής».
Εξηγώντας, ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Παντείου Πανεπιστημίου Θεόδωρος Μαριόλης είπε ότι η χώρα πρέπει να δεχθεί ένα «σοκ ζήτησης» και ένα «ευρύ επενδυτικό κύμα» που θα προέλθουν από τον «μεταρρυθμισμένο δημόσιο τομέα» και το κράτος που θα «κόψει χρήμα» περίπου 10 δισ. ευρώ.
Η μελέτη εντοπίζει μια σειρά παραγωγικών κλάδων που θα πρέπει να στηριχθούν αρχικά, οι περισσότεροι εκ των οποίων αφορούν τον τομέα των υπηρεσιών και όχι την πρωτογενή παραγωγή. Στη συνέχεια επισημαίνει ότι θα πρέπει να ανασχεδιαστεί η βιομηχανική παραγωγή της χώρας, με «δομικές επεμβάσεις στη βιομηχανία», όπως τόνισε ο κ. Μαριόλης.
Είναι προφανές ότι για να ευημερήσει η χώρα, είτε με ευρώ είτε με δραχμή, θα πρέπει να παράγει. Και να παράγει όχι για την εσωτερική αγορά αλλά για τη διεθνή. Διότι με την εσωτερική ζήτηση, όπως υποστηρίζει ο κ. Λαπαβίτσας, δεν μπορείς να ζήσεις. Γιατί πώς θα στηριχθεί αυτή η εσωτερική ζήτηση; Τυπώνοντας και ρίχνοντας στην αγορά δραχμές; Τι αντίκρισμα θα έχουν αυτές οι δραχμές; Με το που θα πέσουν στην αγορά, ο πληθωρισμός θα εκτοξευθεί στα ουράνια και η αγοραστική τους δύναμη θα απαξιωθεί.
Αλλωστε, το έχουμε ξαναζήσει το έργο τη δεκαετία του ’80, όταν οι τότε κυβερνήσεις έδιναν αυξήσεις για να ικανοποιήσουν συνδικαλιστικά αιτήματα, τυπώνοντας πληθωριστικές δραχμές και όταν οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών πήγαιναν στα ύψη προχωρούσαν σε υποτίμηση για να γίνει και πάλι ανταγωνιστική η οικονομία. Τα οφέλη της υποτίμησης όμως εξανεμίζονταν σε δύο-τρία χρόνια, σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, εξαιτίας των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, και φτου και από την αρχή ξεκινούσε ο ίδιος κύκλος.
Το ζήτημα λοιπόν είναι ότι είτε με ευρώ είτε με δραχμή η χώρα θα πρέπει να παράγει διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Και για να το πετύχει αυτό απαιτείται να κτίσει όνομα (brand name), να δημιουργήσει καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες, να αποκτήσει αξιοπιστία στις συναλλαγές με το εξωτερικό κ.λπ., στοιχεία που απαιτούν σχέδιο, χρόνο και συνέπεια από διαδοχικές κυβερνήσεις.
Με άλλα λόγια, για να έχουμε διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, είτε με ευρώ είτε με δραχμή, θα πρέπει να κάνουμε τις ίδιες απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία, στη δημόσια διοίκηση, στη Δικαιοσύνη, στην Παιδεία κ.λπ. Δηλαδή τις μεταρρυθμίσεις που ζητούν ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ και οι πιστωτές και που όλες οι κυβερνήσεις της κρίσης δεν υλοποιούν φοβούμενες το πολιτικό κόστος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ