Η προοπτική σύγκρουσης ή θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο προβάλλει έντονα μπροστά μας. Οι τουρκικές προκλήσεις συνεχίζονται η μία μετά την άλλη. Ξένοι υπουργοί μιλούν για προοπτική πολέμου, ενώ δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρονται και σε πρώτα βήματα εμπάργκο, αυτή τη φορά όχι μόνο προς την Τουρκία αλλά και προς τις δύο πλευρές.


Η Κύπρος δεν ήταν ποτέ σε τόσο δύσκολη θέση όπως σήμερα, με το πολιτικό θέμα της να βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα για χρόνια τώρα και τους ξένους να επιρρίπτουν ίσες ευθύνες και να μιλούν για έλλειψη πολιτικής θέλησης και από τις δύο πλευρές. Το θύμα και ο θύτης έχουν ήδη εξισωθεί μπροστά στα μάτια της διεθνούς κοινότητας και αν συνεχισθεί ο κατήφορος τελικά μπορεί να δημιουργήσουμε και κλίμα συμπαθείας για την Τουρκία. Και σαν να μη μας αρκούσαν αυτά, τώρα μπήκαμε και σε πορεία σύγκρουσης με την Ευρώπη με κίνδυνο να υποσκαφθεί προτού καν αρχίσει η διαδικασία για ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαδικασιών, που ορίστηκε με τόση δυσκολία και μετά τον μεγάλο συμβιβασμό από μέρους της Ελλάδας να δεχθεί την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας, κινδυνεύει να μείνει κενό γράμμα.


Οι εξελίξεις αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένες με τον τρόπο που η Δύση αντιμετωπίζει την Τουρκία λόγω των συμφερόντων της. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί δικές μας παραλείψεις και λάθη. Αντιθέτως αυξάνει τις υποχρεώσεις μας. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να αγνοήσουμε τις πολιτικές επιλογές και την τακτική που ο Πρόεδρος κ. Κληρίδης και η Κυβέρνησή του ακολούθησαν μετά τα δραματικά γεγονότα του Αυγούστου, όταν οι τουρκικές κατοχικές δυνάμεις δολοφόνησαν τον Ισαάκ και τον Σολωμού. Τα κύρια στοιχεία αυτής της πολιτικής ήταν τα ακόλουθα:


1Η επιμονή στη λεγομένη πολιτική της πρόταξης ή του κοινού εδάφους. Η θέση δηλαδή ότι δεν εξυπηρετεί τίποτε η επανέναρξη του ενδοκοινοτικού διαλόγου προτού η τουρκική πλευρά δώσει απτά σημεία υποχώρησης και αλλαγής στη θέση της γύρω από βασικές πτυχές του Κυπριακού, όπως είναι η κυριαρχία, η πολιτική ισότητα, η αποστρατοποίηση και οι έποικοι, οι εγγυήσεις, το εδαφικό και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η τουρκική πλευρά γνωρίζοντας πως ο χρόνος δουλεύει προς όφελός της δεν είχε κανένα λόγο να κάνει υποχωρήσεις για να διευκολύνει την έναρξη διαπραγματεύσεων ενώ ταυτόχρονα κέρδιζε τις εντυπώσεις διεθνώς με το να τονίζει ότι «είναι έτοιμη να διαπραγματευθεί με την ελληνική πλευρά οιανδήποτε στιγμή, πράγμα που δυστυχώς οι Ελληνες δεν επιθυμούν».


2Τα Ηνωμένα Εθνη από τον Νοέμβριο του 1992 και σε συνέχεια με όλα τα ψηφίσματά τους επέμεναν στην ανάγκη της προώθησης της μερικής αποστρατοποίησης ως πρώτου βήματος προς την ολοκληρωτική αποστρατοποίηση του νησιού. Το Συμβούλιο Ασφαλείας ζητεί μείωση του αριθμού των κατοχικών δυνάμεων και του οπλισμού τους κατά το ήμισυ με παράλληλη μείωση των δαπανών της Κυπριακής Εθνικής Φρουράς «ως πρώτο βήμα για την αποχώρηση όλων των μη κυπριακών δυνάμεων από την Κύπρο».


Για λόγους ανεξήγητους η Κυβέρνηση Κληρίδη ήρε την υιοθέτηση του ψηφίσματος αυτού από την προηγούμενη Κυβέρνηση και εξακολουθεί να αρνείται την υιοθέτηση παρά την επιμονή του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η άρνηση της Τουρκίας να συμμορφωθεί προς το ψήφισμα είναι κατανοητή γιατί συνάδει προς την αποδεδειγμένη απροθυμία της να συμβάλει στη χαλάρωση της έντασης, την οποία συντηρεί με κάθε τρόπο.


3Παρά το κλίμα έντασης που είχαν δημιουργήσει τα τραγικά γεγονότα του καλοκαιριού και το πλήρες αδιέξοδο στις συνομιλίες, η Κυβέρνηση Κληρίδη αποφάσισε να προχωρήσει με την ετοιμασία και την ανακοίνωση ενός πολύ φιλόδοξου πενταετούς προγράμματος αμυντικής θωράκισης, με σύνολο δαπάνης ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κατέθεσε νομοσχέδιο στη Βουλή για αύξηση της εισφοράς στο Ταμείο Αμυντικής Θωράκισης κατά 30% και προχώρησε στην υπογραφή της συμφωνίας για την παραγγελία των S300 μέσα σε ένα κλίμα πρωτοφανούς δημοσιότητας. Οι αντιδράσεις που ακολούθησαν είναι γνωστές και συνεχίζονται ίσαμε σήμερα.


4Απορρίφθηκε επανειλημμένα η πρόταση των Αμερικανών αλλά και των Ευρωπαίων για την αποδοχή αναστολής στις πτήσεις τόσο ελληνικών μαχητικών όσο και τουρκικών στρατιωτικών αεροπλάνων ενώ ο στρατιωτικός διάλογος για απεμπλοκή και περιορισμό των δυνατοτήτων επεισοδίων στην «πράσινη γραμμή» καρκινοβατεί.


Σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω η Κυβέρνηση απαντούσε με σκληρή γλώσσα σε διάφορες δηλώσεις επισήμων της Ευρώπης ή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Κύπρος είχε μπει σταθερά σε πορεία έντονης αντιπαράθεσης με τη Δύση.


Η ένταση που δημιουργήθηκε με τον θόρυβο γύρω από τους S300 και τις δηλώσεις του αμερικανού υπουργού Αμυνας, του άγγλου υπουργού Εξωτερικών και άλλων για την πιθανότητα θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο ή στην Κύπρο είχε αρνητικές επιπτώσεις και στον οικονομικό τομέα. Η αγορά στην Κύπρο ουσιαστικά μούδιασε, το νεογέννητο χρηματιστήριο αξιών παρουσίασε σημαντική κάμψη ενώ οι κρατήσεις τουριστών στην πολύ κρίσιμη για τον τουρισμό περίοδο των δύο πρώτων μηνών του χρόνου παρουσίαζαν μείωση κατά τουλάχιστον 20% και από ορισμένες αγορές πολύ μεγαλύτερη.


Οι Τούρκοι μόλις συνειδητοποίησαν ότι το κλίμα έντασης είχε αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία έκαμαν το κάθε τι για να το διατηρήσουν. Συνεχείς παραβιάσεις στον εναέριο χώρο του Αιγαίου, επισκέψεις μονάδων του πολεμικού στόλου της Τουρκίας στα υπό κατοχήν κυπριακά λιμάνια, το δήθεν επεισόδιο στο χωριό Λουρουτζίνα της Κύπρου, οι κατασκοπευτικές πτήσεις αυτής της εβδομάδας τουρκικών αεροπλάνων πάνω από την Πάφο και τις άλλες ελεύθερες περιοχές του νησιού, η απειλούμενη εκδήλωση των «Γκρίζων Λύκων» στην Αμμόχωστο και ο θόρυβος για εποικισμό της Αμμοχώστου, οι συνεχείς εμπρηστικές δηλώσεις της κυρίας Τσιλέρ είχαν έναν και μοναδικό στόχο: να διατηρήσουν και να επαυξήσουν το κλίμα της έντασης τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Οι «σκληρές» απαντήσεις από μέρους της ελληνικής πλευράς προς την επιθετική αυτή στάση της Τουρκίας συνέβαλαν στην περαιτέρω αύξηση της έντασης αλλά ταυτόχρονα έδιναν την πλήρη πρωτοβουλία κινήσεων στην Τουρκία. Η απειλή, π.χ., από μέρους της ελληνικής πλευράς για επέκταση της θαλάσσιας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια σε περίπτωση προσπάθειας εποικισμού της Αμμοχώστου έκδηλα δημιουργεί την προοπτική είτε θερμών επεισοδίων στο Αιγαίο είτε, σε περίπτωση υπαναχώρησης της Ελλάδας, μιας σοβαρής ήττας με απρόβλεπτες επιπτώσεις για τον Ελληνισμό.


Το κλίμα έντασης που δημιουργήθηκε και ο υπερτονισμός της στρατιωτικής πτυχής και του ενιαίου αμυντικού δόγματος όχι μόνο δεν ενοχλούν αλλά αντίθετα εξυπηρετούν απόλυτα τα συμφέροντα της τουρκικής πολιτικής. Η Τουρκία από καιρό τώρα περνάει μια πολύ σοβαρή πολιτική κρίση. Στη ρίζα αυτής της κρίσης βρίσκεται η αποτυχία του πολιτικού οράματος και στόχου του Κεμάλ Ατατούρκ για διαμόρφωση ενός ομοιόμορφου και ομοιογενούς τουρκικού έθνους στο οποίο δεν θα χωρούσαν μειονότητες ή άλλες εθνικές ομάδες. Η προσπάθεια και η πολιτική για αφομοίωση του Κουρδικού στοιχείου απέτυχαν παταγωδώς. Η μεγαλύτερη πρόκληση για την ηγεσία της Τουρκίας σήμερα έγκειται στο να κατορθώσει να συμβιβάσει την ανάγκη για πολιτική συνοχή και εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας με τις εθνικές επιδιώξεις των Κούρδων. Απέτυχε επίσης η πολιτική της δημιουργίας ενός 100% λαϊκού κράτους και της περιθωριοποίησης του ισλαμισμού. Το απίστευτο για τη Δύση είναι σήμερα πραγματικότητα. Η Τουρκία έχει ισλαμική κυβέρνηση, έστω και αν αυτή ακολουθεί μια ήπια πολιτική και προβάλλει ένα σχετικά συμβιβαστικό πρόσωπο σε σύγκριση με τους φανταμενταλιστές των διαφόρων άλλων χωρών. Εκδηλα η τουρκική κοινωνία βρίσκεται σήμερα σε ένα σταυροδρόμι. Μπορεί η Κεμαλική εποχή να έχει φθάσει στο τέλος της αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο τι θα την αντικαταστήσει.


Τι συμφέρει την Ελλάδα και τον Ελληνισμό είναι ηλίου φαεινότερον. Το ιδεώδες θα ήταν η Τουρκία να κατορθώσει να προχωρήσει σε μια σύνθεση του ευρωπαϊκού πολιτισμού με την ισλαμική της παράδοση, να εξελιχθεί σε μια πλουραλιστική, πραγματικά δημοκρατική και στενά συνδεδεμένη με την Ευρώπη χώρα. Στο σημερινό όμως στάδιο, για όλες εκείνες τις αντιδραστικές δυνάμεις που αντιτίθενται στη δημοκρατική λαϊκή εξέλιξη της χώρας, η ένταση με την Ελλάδα προσφέρεται ως θείο δώρο. Βοηθά στην εξωτερίκευση της κρίσης και στην υιοθέτηση μιας σκληρής πολιτικής στο εσωτερικό για λόγους δήθεν εθνικού συμφέροντος. Φέρνει δε την προοπτική μιας θερμής αντιπαράθεσης στην Κύπρο, στο Αιγαίο ή στη Θράκη πιο κοντά προσφέροντας διέξοδο από την κρίση. Υπάρχουν φυσικά αρκετοί ονειροπόλοι τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα που φαντάζονται ότι η Τουρκία δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την κρίση και θα καταρρεύσει υπό το βάρος των εσωτερικών της αντιθέσεων. Προσωπικά αμφιβάλλω αν μια τέτοια προοπτική θα ήταν προς το συμφέρον του Ελληνισμού έχοντας πάντα υπόψη μας τη γνωστή παροιμία ότι το λαβωμένο θεριό είναι πολύ πιο επικίνδυνο. Ταυτόχρονα όμως πιστεύω ότι όλα αυτά είναι ευσεβείς πόθοι και ότι θα αποτελούσε τραγωδία για τον Ελληνισμό η υιοθέτηση πολιτικής σταθερής και αυξανόμενης αντιπαράθεσης με την Τουρκία με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή το τουρκικό καθεστώς θα καταρρεύσει. Η πιο πιθανή κατάληξη μιας τέτοιας πολιτικής δεν θα είναι η κατάρρευση του τουρκικού καθεστώτος αλλά μια αιματηρή και με τραγικές επιπτώσεις ένοπλη αναμέτρηση στην Κύπρο ή στο Αιγαίο.


Οι τελευταίες πολύ δυσάρεστες εξελίξεις στις Βρυξέλλες στέλλουν το ξεκάθαρο μήνυμα προς την ελληνική πλευρά ότι η ενταξιακή διαδικασία της Κύπρου τίθεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Οι πρώτες αντιδράσεις από ελληνικής πλευράς, όπως ανεμένετο, είχαν στόχο να τονώσουν το ηθικό του λαού και να δώσουν την εντύπωση ότι ο Ελληνισμός έχει τρόπους να αντιμετωπίσει τις ξένες πιέσεις. Το βασικό ερώτημα όμως είναι κατά πόσον η υιοθέτηση έστω και βραχυπρόθεσμα μιας τέτοιας πολιτικής μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα. Φυσιολογικά θα οδηγήσει σε συνέχιση, ίσως αύξηση της έντασης στην Κύπρο και σε όλο το μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων και θα εντείνει την αντιπαράθεση της Ελλάδας με τα άλλα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε περίπτωση δε υλοποίησης της απειλής για υπόσκαψη ή επιβράδυνση της διεύρυνσης της Ευρώπης προς Ανατολάς θα οδηγήσει στην απομόνωση της Ελλάδας και από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Μια τέτοια πολιτική θα έχει δε και πολύ σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις. Θα υποσκάψει την προοπτική ενός πρωτοποριακού ρόλου της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Επίσης θα επηρεάσει δυσμενώς το έστω και μικρό ρεύμα επενδύσεων και εξαιτίας της κινδυνολογίας μπορεί να καταφέρει πολύ σοβαρό πλήγμα στον ελληνικό τουρισμό κατά το 1997.


Είναι έκδηλο ότι η συνέχιση μιας τέτοιας πολιτικής μόνο σε αδιέξοδα και επικίνδυνες περιπέτειες μπορεί να οδηγήσει τον Ελληνισμό. Την πρωτοβουλία πρέπει να την πάρουμε στην Κύπρο και να προχωρήσουμε αμέσως σε σειρά μέτρων τα οποία θα πείσουν την Ευρωπαϊκή Ενωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και τα άλλα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι δεν επιλέγουμε την ένταση αλλά αντίθετα επιζητούμε την ταχύτερη δυνατή προώθηση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης. Αυτή μπορεί να είναι η επιθυμία και ο στόχος του Προέδρου και όλων των πολιτικών δυνάμεων της Κύπρου. Η έκφραση της επιθυμίας όμως δεν είναι αρκετή. Πρέπει, χωρίς καθυστέρηση, ο Πρόεδρος και η Κυβέρνηση να πάρουν τις εξής πρωτοβουλίες:


1 Να δηλώσουν μονομερώς ότι αναστέλλονται οι πτήσεις μαχητικών ελληνικών αεροπλάνων ώς το φθινόπωρο και να απαιτήσουν από τη διεθνή κοινότητα να μην επιτρέπει παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας από την Τουρκία.


2Να δώσουν σαφείς οδηγίες στους στρατιωτικούς να προχωρήσουν επειγόντως με τον στρατιωτικό διάλογο και να δείξουν όλη την καλή θέληση ώστε αν δεν υπάρξει πρόοδος και δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία για υλοποίηση των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας να είναι εμφανές ότι η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά την τουρκική πλευρά.


3Η Κυβέρνηση να αποσύρει το νομοσχέδιο για αύξηση της εισφοράς για την άμυνα κατά 30% με στόχο να το επανακαταθέσει σε έναν χρόνο αν εν τω μεταξύ δεν υπάρξουν θετικές εξελίξεις.


4Να δεχθεί χωρίς επιφυλάξεις την αξίωση του Συμβουλίου Ασφαλείας για μείωση κατά το ήμισυ των κατοχικών δυνάμεων με παράλληλη μείωση των δαπανών για την εθνική φρουρά ως πρώτο βήμα για την πλήρη αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο.


5Να απευθυνθούμε στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών κ. Κόφι Ανάν δηλώνοντας ότι είμαστε έτοιμοι να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του και με βάση τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου, τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και τη Δέσμη Ιδεών και τον Χάρτη Γκάλι όπως μας το ζητεί με την επιστολή του της 27ης Ιανουαρίου 1997 και να συμβάλουμε με κάθε τρόπο στη χαλάρωση της έντασης.


Ταυτόχρονα η Ελλάδα πρέπει σε συνδυασμό με την Κύπρο να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την Τουρκία ότι, ενώ προασπίζει την εδαφική μας ακεραιότητα και τα εθνικά συμφέροντα, θέλει να θέσει τέρμα στη συνεχή αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών και να προωθήσει τη δημιουργία ενός νέου κλίματος ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας. Πρέπει να τονισθεί ότι υιοθετούμε και υποστηρίζουμε όχι μόνο την προώθηση και υλοποίηση της τελωνειακής ένωσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την Τουρκία αλλά πέραν αυτού τη διαμόρφωση ενός ειδικού καθεστώτος προνομιακών σχέσεων μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενωσης και Τουρκίας. Η θέση αυτή έχει ήδη ανακοινωθεί από την ελληνική πλευρά, χρειάζεται όμως περαιτέρω επεξεργασία και συστηματική προβολή.


Αν η Τουρκία και ο κ. Ντενκτάς επιμένουν στην ώς τώρα αδιάλλακτη και προκλητική πολιτική τους, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τη διεθνή κοινότητα, όπως έγινε και το 1992. Εφόσον εμείς παραμείνουμε σταθεροί στην ορθή πολιτική της ειρηνικής επίλυσης του Κυπριακού και άλλων προβλημάτων θα διασφαλίσουμε τη συμπαράσταση της Ευρώπης και του Συμβουλίου Ασφαλείας που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη δίκαιης και βιώσιμης λύσης.


Εφέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από το 1897, τον χρόνο της εθνικής ταπείνωσης της Ελλάδας. Σε όλο αυτό το διάστημα που μεσολάβησε είχαμε πολλές ευκαιρίες να διαπιστώσουμε ότι ο υπερπατριωτισμός, τα μεγάλα λόγια και τα συνθήματα, όπως αυτά της Εθνικής Εταιρείας, μόνο ζημιά μπορούν να φέρουν. Οσοι δεν είχαν πεισθεί για το λανθασμένο αυτής της τακτικής θα πρέπει να επείσθησαν μετά την αποτυχία των χειρισμών γύρω από το θέμα των Σκοπίων. Η Κύπρος και η Ελλάδα μπορούν να μετατραπούν σε πόλους ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια τείνοντας χείρα συνεργασίας σε όλους τους γειτονικούς λαούς και ρίχνοντας όλες τις δυνάμεις μας στον εκσυγχρονισμό της πολιτείας, στην ενίσχυση της οικονομίας και στην επιτυχημένη αντιμετώπιση των προκλήσεων της Ενωμένης Ευρώπης και του 21ου αιώνα.


Ο κ. Γιώργος Βασιλείου διετέλεσε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.