Τα δύο χρόνια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ χαρακτηρίζονται από μια ατελείωτη διαπραγμάτευση, για τη διαπραγμάτευση. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία η κυβέρνηση προσπαθεί να καλύψει τις αδυναμίες της στο να διοικήσει τη χώρα, να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της καθημερινότητας, να δώσει προοπτική στην κοινωνία, να τονώσει την οικονομία και να μειώσει την ανεργία. Πρόκειται για μια ανούσια διαπραγμάτευση αφού στο τέλος της ημέρας η κυβέρνηση, μέσα σε ένα σκηνικό κρίσης, αποδέχεται όλα όσα ζητούν οι πιστωτές προκειμένου να αποφευχθεί το χειρότερο, το οποίο όμως η ίδια με την τακτική της προκαλεί.
Διότι όλα αυτά τα μέτρα (κυρίως τα διαρθρωτικά) που ζητούν οι πιστωτές έχει αποδειχθεί σε Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Κύπρο ότι μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα αν εφαρμοστούν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι στο πλαίσιο μιας ανοικτής και φιλελεύθερης οικονομίας, πρότυπο από το οποίο η χώρα μας απέχει πολύ και ως εκ τούτου έχει την περισσότερη δουλειά να κάνει από άλλα κράτη της ευρωζώνης με αντίστοιχα προβλήματα.
Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί με το μοντέλο αυτό. Ομως έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι, πρώτον, αν εφαρμοστεί είναι αποτελεσματικό και, δεύτερον, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Αυτά που πίστεψε η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ περί βοήθειας από Ρωσία, Κίνα κ.λπ. αποδείχθηκαν όνειρα θερινής νυκτός.
Ωστόσο ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνησή του δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους. Αν και τελικά, όπως έχει αποδειχθεί απ’ όλες τις μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεις, θα αποδεχθούν τα μέτρα και όπως και αν τα βαφτίσουν ο κόσμος θα τα καταλάβει στην τσέπη του, εξακολουθούν και παίζουν το ίδιο, κακοπαιγμένο έργο της σκληρής διαπραγμάτευσης σε μια προσπάθεια να ισορροπήσουν ανάμεσα στις ιδεοληψίες τους και στη διάθεσή τους να παραμείνουν στην εξουσία.
Μπορεί κάποιοι από τους πρωταγωνιστές να αλλάζουν, όμως το σενάριο παραμένει το ίδιο: όταν τα πράγματα ζορίζουν, η κυβέρνηση δημιουργεί σκηνικό έκτακτης κατάστασης και πόλωσης. Επαναφέρει την επικίνδυνη συζήτηση για τη δραχμή και ταυτόχρονα φοράει τον μανδύα του Δον Κιχώτη και δίνει τη μάχη κατά της διαπλοκής. Το ζήσαμε την περασμένη εβδομάδα με τις δηλώσεις του Νίκου Ξυδάκη και τη συζήτηση στη Βουλή. Μια συζήτηση που αφορούσε δάνεια ύψους 1,3 δισ. ευρώ προς τα ΜΜΕ και 400 εκατ. ευρώ προς τα κόμματα, εκ των οποίων, σύμφωνα με την ΤτΕ, λιγότερα από τα μισά είναι «κόκκινα». Πρόκειται για σταγόνα στον ωκεανό αν αναλογιστεί κανείς ότι οι τράπεζες έχουν χορηγήσει συνολικά 110 δισ. ευρώ επιχειρηματικά δάνεια, εκ των οποίων τα 50 δισ. ευρώ είναι «κόκκινα». Δηλαδή, αν η διαπλοκή στην Ελλάδα αφορά λιγότερα από 1 δισ. ευρώ δάνεια, σε σύνολο 50 δισ. ευρώ προβληματικών δανείων, τότε είμαστε παράδεισος σε σχέση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές και δυτικές χώρες.
Βεβαίως, η κυβέρνηση παίζει αυτό το έργο αφενός για να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από το φλέγον ζήτημα της ψήφισης των μέτρων και από την άλλη για να διευκολύνει τους βουλευτές της να ψηφίσουν τα μέτρα. Και αυτή τη σκηνοθεσία τη γνωρίζει καλά πλέον και η άλλη πλευρά. Τώρα μάλιστα που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει μπροστά του τις γερμανικές εκλογές, η σκηνή του Grexit παίζεται με μεγαλύτερη ένταση. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος το πρόχειρα στημένο σκηνικό να πέσει και να μας πλακώσει όλους. Καλή μας τύχη…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ