Η επιστροφή στην κανονικότητα – οικονομική, πολιτική – αποτελεί το μείζον ζητούμενο για την Ελλάδα του 2017. Αλλά η κανονικότητα εδράζεται κυρίως σε μια βασική πολιτιστική αξία, την εμπιστοσύνη. Εάν ωστόσο μια λέξη μπορεί να χαρακτηρίσει την άμεση προοπτική της Ελλάδας, αυτή είναι η «αβεβαιότητα».

Τα πάντα εμφανίζονται αβέβαια. Τα πάντα μπορούν δυνητικώς να συμβούν, από το σχετικά καλύτερο ως το χειρότερο σενάριο. Βεβαίως το ίδιο λίγο-πολύ συμβαίνει και στην Ευρώπη αλλά και στο ευρύτερο παγκόσμιο σύστημα. Η αβεβαιότητα συνιστά την πλέον παραλυτική κατάσταση για ένα κοινωνικό σύνολο, για την οικονομία, τις επενδυτικές αποφάσεις, την πολιτική διαδικασία, ακόμη και για την εξωτερική πολιτική και τις σχέσεις της χώρας, αλλά επιπλέον και για τις διαπροσωπικές σχέσεις και την ατομική ψυχολογική σταθερότητα. Μια κοινωνία αβέβαιη είναι κατά κανόνα ψυχολογικά ασταθής και ανασφαλής, και η ανασφάλεια εκτρέφει κάθε είδους φαινόμενα ανομίας, κυνισμού, βίας, πολιτικής παθητικότητας και αδιαφορίας. Και πάνω απ’ όλα υπονομεύει την κοινωνική και θεσμική εμπιστοσύνη και δημιουργεί «φαινόμενα Σώρρα». Η απουσία εμπιστοσύνης συνιστά όμως μια δομική παθογένεια της ελληνικής πραγματικότητας.

Ο Φ. Φουκουγιάμα, ο γνωστός αμερικανός στοχαστής του «τέλους της ιστορίας», σ’ ένα ογκώδες βιβλίο του με τίτλο «Εμπιστοσύνη, Οι Κοινωνικές Αξίες και η Δημιουργία της Ευημερίας» (Trust, The Social Virtues and the Creation of Prosperity, Λονδίνο, Free Press) επισημαίνει ότι «ένα από τα πλέον σημαντικά διδάγματα από την ανάλυση της οικονομικής πραγματικότητας λέει ότι η ευημερία ενός έθνους και η ικανότητα να ανταγωνίζεται εξαρτάται από ένα μοναδικό, ισχυρό πολιτιστικό χαρακτηριστικό: τον βαθμό εμπιστοσύνης (trust) που ενυπάρχει στην κοινωνία».

Σε παλαιότερη διάλεξή του στην Αθήνα ο Πάβο Λιπόνεν, πρώην πρωθυπουργός της Φινλανδίας, μιας χώρας που παρά τις τρέχουσες δυσκολίες της αποτελεί υπόδειγμα οικονομικής οργάνωσης, απέδωσε την επιτυχία της χώρας του στον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που διακρίνει την κοινωνία και το πρόβλημα της Ελλάδας στον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό διακοινωνικής, διαπροσωπικής εμπιστοσύνης. Η διαπίστωση αυτή είναι πέρα για πέρα ορθή. Η ρίζα μιας σειράς προβλημάτων μας βρίσκεται ακριβώς στην απουσία της (πολιτιστικής) αξίας της εμπιστοσύνης, τόσο στο συλλογικό όσο και θεσμικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Στο συλλογικό επίπεδο, ως χώρα, συγκροτούμε μια βαθύτατα ανασφαλή οντότητα. Για λόγους γεωγραφικούς, ιστορικούς, ευρύτερα πολιτιστικούς, κοινωνιολογικούς κ.ά., μας διακατέχει βαθύτατη ανασφάλεια και διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης. Τείνουμε να θεωρούμε ότι σχεδόν οι πάντες επιβουλεύονται την ύπαρξή μας, συνωμοτούν για την εξόντωσή μας, «ζηλεύουν τη θέση και τις ομορφιές μας», ότι είμαστε «έθνος ανάδελφον» και άλλα παρόμοια. Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ επέτεινε αυτό το σύνδρομο.

Η ανασφάλεια δεν μας επιτρέπει να δούμε με ορθολογική καθαρότητα και εξωστρέφεια τον κόσμο, να σταθμίσουμε μετρημένα τη θέση και τον ρόλο μας στην παγκόσμια κοινότητα. Ετσι κινούμαστε ανάμεσα στα πλέον αντιφατικά και εν πολλοίς παράδοξα σύνδρομα. Από τη μια μεριά να θεωρούμε ότι είμαστε το «κέντρο του κόσμου», ο «περιούσιος λαός», η «κοιτίδα του παγκόσμιου πολιτισμού» και από την άλλη να πιστεύουμε ότι είμαστε υποχείριο των ξένων, των μεγάλων δυνάμεων, των σκοτεινών κύκλων που μας «επέβαλαν» τα Μνημόνια και την κρίση! Η ανασφαλής αυτή στάση μάς οδηγεί σε υψηλότερο ίσως βαθμό από άλλες ευρωπαϊκές χώρες να μαχόμαστε ιστορικές τάσεις, όπως λ.χ. την παγκοσμιοποίηση (ενώ ταυτόχρονα επωφελούμαστε από τα προϊόντα που παράγει, όπως κινητά τηλέφωνα, Διαδίκτυο, κ.λπ.) και να ενστερνιζόμαστε με ευκολία κάθε είδους λαϊκίστικη θεωρία συνωμοσίας και θυματοποίησης.
Ασφάλεια φαίνεται να υπάρχει κατά βάση μόνο στο πλαίσιο της οικογένειας και της παρέας. Η Ελλάδα είναι κατά βάση μια «κοινωνία της παρέας» ή ακόμη των «στενών κυκλωμάτων» («φτιάχνουν οι Ελληνες κυκλώματα…»). Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη «παρέα» με το νόημα που έχει στην ελληνική γλώσσα δεν απαντάται σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Μέσα στην παρέα φαίνεται να δικαιολογούνται τα πάντα, να επιτρέπονται σχεδόν τα πάντα, να συγχωρούνται τα πάντα. Οποιοσδήποτε πολιτικός καταλάβει θέση εξουσίας θεωρεί σχεδόν αυτονόητο ότι θα πρέπει ως πρώτο καθήκον «να τακτοποιήσει» τα μέλη της παρέας του σε διάφορες θέσεις, αδιαφορώντας εάν συγκεντρώνουν κάποια προσόντα ή ανταποκρίνονται στοιχειωδώς στο έργο που τους ανατίθεται. Τα πρόσφατα παραδείγματα είναι και τα οξύτερα.
Η απουσία εμπιστοσύνης εκτρέφει τη δυσπιστία προς τις θεσμικές, απρόσωπες, καθολικές σχέσεις και γεννά ουσιαστικά το τέρας της γραφειοκρατίας και τυπολατρίας. Η απαίτηση για πιστοποιητικά επί πιστοποιητικών αυτό εκφράζει. Η έλλειψη εμπιστοσύνης εξηγεί επίσης το φαινόμενο της ογκώδους νομοπαραγωγής. Η Ελλάδα παράγει περισσότερους νόμους από όλες σχεδόν τις χώρες-μέλη της ΕΕ. Σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να ρυθμισθεί χωρίς νομικές ρυθμίσεις, με την κοινή λογική. Παράγει επίσης το φαινόμενο της δικομανίας. Οι μισοί Ελληνες έχουν παραπέμψει για σημαντικούς ή ασήμαντους λόγους τους άλλους μισούς στα δικαστήρια, με τα γνωστά επίσης αποτελέσματα ουσιαστικής αρνησιδικίας. Είναι προφανές ότι κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις ούτε ορθολογική, θεσμική συγκρότηση του κράτους/διοίκησης μπορεί να υπάρξει ούτε αποτελεσματική οικονομική οργάνωση.
Το πώς μπορούμε να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο της αβεβαιότητας, της ανασφάλειας, της απουσίας εμπιστοσύνης (mistrust) δεν μπορεί εύκολα να απαντηθεί. Χρειάζεται να γίνουν πολλά που πηγαίνουν στην καρδιά του πολιτιστικού μορφώματος αλλά και της ιδεολογικής έκφρασης της χώρας. Χρειάζεται οπωσδήποτε να ακυρωθεί ο εθνολαϊκιστικός, εμμονικός λόγος της συνωμοσιολογίας, θυματοποίησης και ανορθολογισμού. Η ελληνική κοινωνία έχει ανάγκη από ένα άλλο ισχυρό αφήγημα, ένα νέο πειστικό «-ισμό» που να τη συνεγείρει και να τη συναρμόσει ως σύνολο με δεσμούς εμπιστοσύνης προς έναν μείζονος σημασίας κοινό στόχο. Ποιος μπορεί να είναι ο -ισμός αυτός δεν ξέρω, εκσυγχρονισμός, εξευρωπαϊσμός, μεταρρυθμισμός, τι;
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ