Δεν ξέρω αν αυτή θα είναι η τελευταία φορά που γράφω στο «Βήμα». Αν η εφημερίδα θα κλείσει ή θα συνεχίσει –και με ποιους. Αυτό όμως που ξέρω είναι πως κάθε φορά που γράφω εδώ, είναι σαν να γράφω για πρώτη φορά.
Ξέρω επίσης αυτό που ανακοίνωνε δημοσιογραφώντας ο Καρλ Κράους: «Ο πολιτισμός τελειώνει όταν δραπετεύσουν απ’ αυτόν οι βάρβαροι». Δεν πρόκειται να δραπετεύσω. Και «Το Βήμα» –κλειστό ή ανοιχτό –θα υπάρχει ως πολιτισμός που επιτρέπει και στους βαρβάρους να συμμετέχουν. Θέλω να πω, σ’ εκείνες τις παράδοξες και παράκαιρες πένες, που δεν γράφουν μόνο επειδή έχουν κάτι να πουν αλλά κυρίως, επειδή γράφουν, μια που η γραφή τους δεν είναι εξαχρείωση –όπως συμβαίνει συχνά με τους δημοσιογράφους –αλλά λογοτεχνία.
Αυτό που θα ήταν λυπηρό εάν έκλεινε «Το Βήμα» είναι πως θα τέλειωναν μαζί του οι γραφιάδες που θέτουν εν αμφιβόλω την αποδεικτικότητα του κειμένου τους παραχωρώντας το σε μια ασυνέχεια λειτουργιών ανάλογη της σειραϊκής μουσικής.
Αλλά ποιος πλέον την ακούει;
Από τα γηρατειά λοιπόν ως σφαγείο, τη βεβαιότητα πως ο χρόνος δεν θα ξανακερδηθεί, τη γνώση πως τίποτα δεν αξίζει τον κόπο παρά τις ιδεοληψίες της πολιτικής, τι άλλο θα μπορούσα να γράψω που να δικαιολογεί στα μάτια της εφημερίδας την εμμονή;
Απαντώ: προφανώς τίποτα! Παρότι το «τίποτα» προϋποθέτει κι αυτό ένα «κάτι τι» –ένα κατάλοιπο πίστης -, κάτι σαν ομοίωμα της πραγματικότητας που θα μπορούσε να την τροποποιήσει και που θα ανέβαζε στη σκηνή της ζωής το έργο. Τουλάχιστον για μένα αυτή η εβδομαδιαία εργώδης καταγραφή με υποχρεώνει να αναθεωρώ –χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει –τις ιδιοτροπίες και την άρνησή μου.
«Πρέπει να διαλέξεις ένα ιδεώδες ακρωτήριο, γελοιωδώς μοναχικό, ή ένα φαιδρό άστρο, που δεν πειθαρχεί στους αστερισμούς. Ανεύθυνη από θλίψη η ζωή σου έχει μυκτηρίσει τις στιγμές της αλλά», προσθέτει ο δαίμονάς μου, «η ζωή είναι η ευσέβεια της διάρκειας, το συναίσθημα μιας ορχητικής αιωνιότητας, ο χρόνος που ξεπερνάει τον εαυτό του και συναγωνίζεται τον ήλιο».
Προφανώς ο δαίμων με πειράζει και με παραπλανά. Αλλά, εάν παρά ταύτα, υπακούω στην προτροπή του, δεν το οφείλω ούτε στις γνώσεις μου ούτε στην αληθολογία. Το χρωστώ στην ίδια τη δαιμονική εξαπάτηση την οποία, με τη σειρά μου, προάγω όπου και όπως μπορώ.
«Κοινότητα όσων δεν έχουν κοινότητα»; Οχι ακριβώς. Κοινότητα των αλληλο- εξαπατημένων! Κοινότητα δηλαδή, όσων συνάγουν την αλήθεια με τον τρόπο που η αλήθεια προϋποθέτει: τη γλώσσα που εκ συστάσεως ψεύδεται. Δεν παρατηρεί απλώς και καταγράφει αλλά παθιάζει και τους ανθρώπους και τις λέξεις και τα πράγματα. Η γλώσσα ως δύναμη κατάφασης εκείνου του «μη ανθρώπινου γίγνεσθαι του ανθρώπου» (Ντελέζ). Κάτι διαφορετικό ασφαλώς από το «θυμικό» του ανθρώπου. Κάτι που εξαγριώνει τα καλά παιδιά, καβαλημένα στο ξύλινο αλογάκι του ακαδημαϊσμού τους. Διότι μια θετική, φρόνιμη προσέγγιση του νοήματος της ζωής, θα ερήμωνε αυθημερόν τη γη, όπως συμβαίνει τώρα στην έρημη χώρα μου.
ΥΓ.: Ο,τι δεν μετέφρασε ο Σεφέρης από το εμβληματικό ποίημα του Θ. Σ. Ελιοτ, το μεταφράζω εγώ: Σάντι σάντι σάντι
Δηλαδή: «Εν Ειρήνει – Τίποτα» («Shantih: το τυπικό τέλος μιας Ουπανισάδ που επαναλαμβάνεται», θα μπορούσε να αποδοθεί ως «Η Ειρήνη που ξεπερνά την κατανόηση», όπως θα σημειώσει επεξηγηματικά ο Σεφέρης. Πλην όμως, μας ειδοποιεί ότι πρόκειται για μια «αδύναμη μετάφραση του περιεχομένου αυτής της λέξης».)

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ