Ο όρος αυταρχισμός χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε όλη τη διάρκεια των αγροτικών κινητοποιήσεων. Η κυβέρνηση, για παράδειγμα, χαρακτήρισε αυταρχισμό το κλείσιμο των δρόμων, ενώ η αντιπολίτευση και οι αγρότες χαρακτήρισαν αυταρχική αλαζονεία την άρνηση του Πρωθυπουργού, όσο τα μπλόκα συνεχίζουν, να δεχθεί τον διάλογο. Το άρθρο αυτό δεν έχει σκοπό να δείξει ποια από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις έχει δίκιο· έχει μάλλον σκοπό να προτείνει ένα πιο γενικό, θεωρητικό πλαίσιο με τη βοήθεια του οποίου θα μπορέσει ο αναγνώστης να κρίνει μόνος του τι είναι αυταρχικό και τι δεν είναι σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο.


Ξεκινάω με την εξέταση μιας βαθιά ριζωμένης προκατάληψης: και στον καθημερινό λόγο και στο επίπεδο της πολιτικής διαμάχης έχουμε την τάση να βλέπουμε την κοινωνία να αποτελείται από δύο βασικούς θεσμικούς χώρους, το κράτος και την αγορά. Το κράτος το ταυτίζουμε με τον αυταρχισμό και την αγορά με την ελευθερία ­ ενώ τη σχέση μεταξύ των δύο τη βλέπουμε σαν ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Δηλαδή όσο λιγότερο κράτος έχουμε τόσο ο αυταρχισμός μειώνεται και η ελευθερία αυξάνεται!


Το παραπάνω διπολικό σχήμα δεν είναι μόνο απλουστευτικό αλλά και παραπλανητικό. Δημιουργεί ένα προκρούστειο πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εξετάσει κανείς σοβαρά όχι μόνο το φιλοσοφικό θέμα της ελευθερίας/αυταρχισμού αλλά και μια σειρά από πρακτικά προβλήματα ­ από την ανεργία και το κοινωνικό κράτος ως τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη.


Απορρίπτοντας το παραπάνω σχήμα και ακολουθώντας τον αμερικανό θεωρητικό κοινωνιολόγο Τ. Parsons και τον γερμανό φιλόσοφο


J. Habermas, θα υποστηρίξω πως το θέμα του αυταρχισμού/ελευθερίας θα πρέπει να εξεταστεί όχι από δύο αλλά από τέσσερις προοπτικές: από την προοπτική του πολιτικού χώρου (κράτος, κόμματα), του οικονομικού (αγορά, οικονομικά συμφέροντα), του κοινωνικού (κοινωνία πολιτών, θεσμοί κοινωνικής αλληλεγγύης) και του πολιτιστικού (κουλτούρα, θεσμοί που συγκροτούν/αναπαράγουν την ταυτότητα του υποκειμένου, όπως η οικογένεια, η θρησκεία, η παιδεία κλπ.).


Από αυτή την πολυλογική ή, πιο συγκεκριμένα, τετραλογική προοπτική, γίνεται αμέσως προφανές πως δεν είναι δυνατόν να περιορίσει κανείς την προβληματική του αυταρχισμού στον πολιτικό χώρο. Γιατί δεν υπάρχει μόνο πολιτικός αλλά και οικονομικός, κοινωνικός και πολιτισμικός αυταρχισμός. Επειδή από αυτές τις στήλες έχω συχνά ασχοληθεί με τον γραφειοκρατικό αυταρχισμό της δημόσιας διοίκησης και τον πελατειακό/λαϊκιστικό αυταρχισμό των κομμάτων, εδώ θα περιορίσω την ανάλυσή μου στα αυταρχικά χαρακτηριστικά που βλέπουμε στους υπόλοιπους τρεις θεσμικούς χώρους.


Οικονομικός αυταρχισμός


Ξεκινώντας από την οικονομία, το ότι ζούμε σε μια κοινωνία όπου το οικονομικό κεφάλαιο μπορεί λίγο πολύ αυτόματα να μετατραπεί ­ για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Bourdieu ­ σε πολιτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο (μέσω του ελέγχου, π.χ., των ΜΜΕ), αυτό είναι σαφής ένδειξη ενός οικονομικού αυταρχισμού. Αυτόν τον οικονομικό αυταρχισμό όχι μόνο δεν τον αναγνωρίζουμε σαν τέτοιο, αλλά απεναντίας τείνουμε να τον βλέπουμε ως ένδειξη «ελευθερίας». Το ότι οι διάφοροι ιδιοκτήτες της καταναλωτικά οργανωμένης τηλεόρασης (που δεν έχουν καμιά άλλη ιδιότητα πέρα από την οικονομική ισχύ τους) έχουν περισσότερη επιρροή στη διαμόρφωση της ταυτότητας των νέων από ό,τι οι δάσκαλοι, οι ιερείς, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι· το ότι στο όνομα της «ελευθερίας» του ατόμου, οι διάφορες διαφημιστικές εταιρείες, με εκπληκτική εφευρετικότητα, κατορθώνουν να προωθούν καρκινογόνα προϊόντα όπως το τσιγάρο· το ότι η παραγωγή πορνογραφικών προϊόντων, μέσω των μέσων μαζικής διαφήμισης και του Ιντερνετ, έχει γίνει μια από τις πιο προσοδοφόρες οικονομικές δραστηριότητες σε παγκόσμιο επίπεδο· το ότι τα πανεπιστήμια, στον αγγλοσαξονικό κυρίως χώρο, τείνουν να μετατραπούν σε σουπερμάρκετ όπου οι προτιμήσεις των καταναλωτών – φοιτητών έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τις λογικές απαιτήσεις μιας ορισμένες επιστημονικής πειθαρχίας, όλα αυτά δείχνουν καθαρά έναν οικονομικό αυταρχισμό που γίνεται ολοένα και πιο διεισδυτικός σε έναν κόσμο όπου η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της αγοράς τείνει να κυριαρχεί όχι μόνο στον οικονομικό αλλά και στον κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό χώρο.


Κοινωνικός αυταρχισμός


Στον κοινωνικό χώρο τώρα ο αυταρχισμός παίρνει τη μορφή μιας καχεκτικά οργανωμένης κοινωνίας πολιτών που οδηγεί στην παντελή έλλειψη φραγμών/ελέγχων έναντι ατόμων και κοινωνικών ομάδων που δεν διστάζουν για να πραγματοποιήσουν άκρως επιμεριστικούς σκοπούς να καταπατούν συστηματικά βασικά δικαιώματα των συμπολιτών τους. Από τις γνωστές αναρχικές ομάδες, που επωφελούμενες του «πανεπιστημιακού ασύλου» καταστρέφουν κατά τακτά διαστήματα την πανεπιστημιακή περιουσία, ώς τις αγροτικές κινητοποιήσεις που καταργούν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης· από την άνεση με την οποία διάφορα έντυπα ειδικεύονται στη λασπολογία και κατορθώνουν να καταστρέφουν την κοινωνική υπόληψη κάποιου χωρίς το θύμα να έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί αποτελεσματικά ώς τον εγκληματικό τρόπο που άτομα και ομάδες καταστρέφουν ατιμωρητί το περιβάλλον, παντού όπου κοιτάξει κανείς η κοινωνία μας μοιάζει με «ξέφραγο αμπέλι», όπου ο καθένας κάνει το κέφι του χωρίς αυτοί που θίγονται άμεσα ή έμμεσα να έχουν τη δυνατότητα να αντιδράσουν. Και όλα αυτά βέβαια στο όνομα μια κακά εννοούμενης ελευθερίας του ατόμου!


Πολιτισμικός αυταρχισμός


Σε αυτή την περίπτωση οι θεσμοί λειτουργούν κατά τέτοιο τρόπο που αφαιρούν σε διάφορες μειονότητες τη δυνατότητα να αποκτήσουν «μια θέση στον ήλιο» σε ό,τι αφορά το δικαίωμα της πολιτισμικής αυτονομίας και ατομικής αυτοπραγμάτωσης.


Για παράδειγμα, η έλλειψη σαφής διαφοροποίησης μεταξύ κράτους και Εκκλησίας όχι μόνο μειώνει την πνευματική αυτονομία της Εκκλησίας, καθιστώντας την απλή διοικητική επέκταση της πανάθλιας και διεφθαρμένης κρατικής μηχανής, αλλά συγχρόνως δίνει τη δυνατότητα στην κρατικοθρησκευτική εξουσία να φέρεται άκρως αυταρχικά έναντι ατόμων που δεν είναι ορθόδοξα. Ετσι, οι τελευταίοι είτε γίνονται έλληνες πολίτες δεύτερης κατηγορίας (αφού το να είσαι «πραγματικός» Ελληνας σημαίνει πως είσαι ορθόδοξος) είτε γίνονται θύματα μιας Εκκλησίας που θεωρεί κάθε μη ορθόδοξη μορφή θρησκευτικότητας αίρεση «εκ του σατανά προερχόμενη».


Και ο πολιτισμικός μας αυταρχισμός δεν σταματά βέβαια εδώ. Από την εμμονή μας να απαγορεύουμε στους λεγόμενους μουσουλμάνους της Θράκης να αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι στην εθνότητα και Ελληνες στην υπηκοότητα (πράγμα το οποίο, όπως έχω ήδη υποστηρίξει στο «Βήμα», και σπρώχνει τη μειονότητα εις τας αγκάλας της τουρκικής κυβέρνησης και μας δυσφημίζει διεθνώς) ώς τον παρανοϊκό και ρατσιστικό τρόπο που ένα μέρος του πληθυσμού, παρασυρόμενο από διάφορους δημαγωγούς, αντιμετώπισε τους σκοπιανούς γείτονές μας, ο καλλιεργούμενος από τα ψηφοθηρικά κόμματα αυταρχικός, σοβινιστικός εθνικισμός είναι διάχυτος στην κοινωνία μας.


Εχω ασχοληθεί σε άλλα άρθρα μου με τους ιστορικούς λόγους που εξηγούν τον έντονο αυταρχισμό της νεοελληνικής κοινωνίας (οθωμανική κληρονομιά, ανάπτυξη του γραφειοκρατικού κράτους και του κοινοβουλευτισμού πριν από την εκβιομηχάνιση της χώρας, το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Εμφυλίου κλπ.). Αυτό που θέλω να τονίσω εδώ είναι ότι όσοι νοιάζονται πραγματικά για μια πιο ελεύθερη ελληνική κοινωνία δεν θα πρέπει να κοιτάνε αποκλειστικά τον κομματικοκρατικό χώρο· ούτε πρέπει να δεχτούν το παραπλανητικό σχήμα κράτος ίσον καταπίεση και αγορά ίσον ελευθερία. Γιατί αυτό το σχήμα μας εμποδίζει να αντιληφθούμε πως τα δικαιώματα και οι ελευθερίες σε έναν από τους τέσσερις θεσμικούς χώρους, αν δεν περιορίζονται από τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των άλλων τριών χώρων, μετατρέπονται αυτομάτως σε καταναγκασμούς και στέρηση ελευθερίας.


Η ελευθερία/αυταρχισμός με άλλα λόγια είναι ένα παιχνίδι που παίζεται όχι σε ένα ή δύο αλλά σε τέσσερα ταμπλό συγχρόνως. Ελευθερία στο επίπεδο της καθημερινής πραγματικότητας υπάρχει και διατηρείται μόνο όταν η ιδιαίτερη λογική και αυτονομία του ενός τομέα (π.χ. του οικονομικού) περιορίζεται από την ιδιαίτερη λογική και αυτονομία των υπόλοιπων τομέων (πολιτικού, κοινωνικού, πολιτισμικού). Οταν η λογική ενός θεσμικού χώρου (όποιος και αν είναι αυτός) κυριαρχεί και καταργεί τις λογικές των υπόλοιπων χώρων, τότε μπαίνουμε στον κόσμο της δουλείας και του αυταρχισμού.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.