Συμπληρώνονται φέτος είκοσι χρόνια από την περίφημη «Υπόθεση Σόκαλ», όπως ονομάστηκε ο σάλος που ξέσπασε με τη δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό πολιτισμικών σπουδών Social Text του κειμένου με τίτλο «Υπερβαίνοντας τα όρια: Προς μια μετασχηματιστική ερμηνευτική της κβαντικής βαρύτητας», με το οποίο ο συγγραφέας του, ο αμερικανός φυσικός Αλαν Σόκαλ, σατίριζε τις ακρότητες της μεταμοντέρνας θεωρίας (της λεγόμενης Θεωρίας) περί κοινωνικής κατασκευής. Με το κείμενό του αυτό που αποτελούνταν από ένα συνονθύλευμα αληθειών, αναληθειών, αντιφάσεων και ανοησιών εκφερομένων με ένα υψηλής ραπτικής γλωσσικό ένδυμα ο Σόκαλ παρωδούσε τη χρήση όρων των θετικών επιστημών από τους μεταμοντέρνους των επιστημών του ανθρώπου και τη σκοτεινή φρασεολογία τους, διατυπώνοντας την ακρότατη εκδοχή της θεωρίας της κατασκευής, που καταλήγει στη βεβαιότητα ότι η φυσική πραγματικότητα –και όχι απλώς οι ιδέες μας γι’ αυτήν –«είναι κατά βάθος ένα κοινωνικό και γλωσσικό κατασκεύασμα».
Οι υπεύθυνοι του μεταμοντέρνων κατευθύνσεων Social Text δεν αντιλήφθηκαν τη φάρσα του Σόκαλ. Πήραν τις απόψεις του κειμένου του στα σοβαρά και το δημοσίευσαν ως επιβεβαίωση, και από την πλευρά των φυσικών επιστημών, των θεωριών τους. Ο θόρυβος που προκλήθηκε από την αποκάλυψη της παρωδίας έδειξε ότι οι πόλεμοι που διεξάγονται στα διανοητικά πεδία είναι, αναλογικά, εξίσου σφοδροί με εκείνους που αποβλέπουν στην υπεράσπιση ή την κατάκτηση γεωγραφικών περιοχών. Ο Σόκαλ κατηγορήθηκε για εξαπάτηση, για θετικιστικό σχολαστικισμό και για αδυναμία να κατανοήσει την ποιότητα της σκέψης (και της γλώσσας) την οποία παρωδούσε.
Ανταπαντώντας ο Σόκαλ δημοσίευσε, από κοινού με τον βέλγο φυσικό Ζακ Μπρικμόν, το βιβλίο Διανοητικές αγυρτείες (Impostures intellectuelles, 1997). Με αυτό οι δύο φυσικοί ανέλυαν την παρωδία του Σόκαλ δείχνοντας ότι διάσημοι στοχαστές (όπως ο Λακάν, η Κρίστεβα, ο Μποντριγιάρ, ο Ντελέζ, ο Γκουαταρί, η Ιριγκαρέ, ο Βιριλιό) χρησιμοποιούσαν όρους και έννοιες των θετικών επιστημών παραποιώντας τες ή χωρίς να τις έχουν κατανοήσει· και συμπέραιναν ότι ο απόλυτος επιστημικός/γνωστικός σχετικισμός τους –που κατέληγε στη βεβαιότητα ότι η νεότερη επιστήμη δεν είναι παρά «ένας μύθος», ένα «κοινωνικό αφήγημα» –είναι μια ανοησία.
Οι ονομαστικά θιγόμενοι ανταπάντησαν είτε αφ’ υψηλού (λακωνικά) είτε εκτεταμένα διά των οπαδών τους (με άρθρα και συλλογικές εκδόσεις). Το βιβλίο των Σόκαλ και Μπρικμόν χαρακτηρίστηκε στη Γαλλία «προϊόν ενός βελγικού συμπλέγματος κατωτερότητας»· η Κρίστεβα κατηγόρησε τους συγγραφείς του για «παραπληροφόρηση» αποκαλώντας τους «γαλλόφοβους και δεξιούς»· ο Σολέρς «ηλιθίους»· ο Ντεριντά «καημένους». Οπως ήταν αναμενόμενο η μάχη επεκτάθηκε γρήγορα και στα δικά μας διανοητικά εδάφη. Από τον Φεβρουάριο του 1997 και επί έναν ολόκληρο χρόνο στον Τύπο, καθημερινό και περιοδικό, οι ημεδαποί μεταμοντέρνοι διασταύρωναν τα ξίφη τους με τους υπερασπιστές του Σόκαλ με επιχειρήματα ανάλογα με εκείνα των ομολόγων τους του εξωτερικού.
Η «υπόθεση Σόκαλ» αποτέλεσε το αποκορύφωμα –που επέσπευσε το τέλος –μιας διαμάχης που είχε αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, για να οδηγηθεί στην ουσιαστική λήξη της το 2000, με το διαπιστούμενο, ακόμη και από ορισμένους επιφανείς αστέρες της, «τέλος της Θεωρίας» (βλ., λ.χ., Terry Eagleton, After Theory, 2003). Το κείμενο-παρωδία του Σόκαλ δεν ήταν, όπως το χαρακτήριζαν κάποιοι υψηλόνοοι διανοητές μας, «μια απέλπιδα προσπάθεια να ενταχθεί η θεωρητική σκέψη στους στενούς ορίζοντες των φυσικομαθηματικών επιστημών», ούτε «η εμπροσθοφυλακή μιας αναίσχυντης επίθεσης της Δεξιάς στις νέες ιδέες». Ηταν μια τολμηρή κριτική προτροπή ενός σοβαρού αριστερού επιστήμονα για έναν ουσιώδη διάλογο μεταξύ των εκπροσώπων της Αριστεράς στις ανθρωπιστικές επιστήμες με τους αντίστοιχους φυσικούς επιστήμονες. «Ο σκοπός μας» έγραφαν οι Σόκαλ και Μπρικμόν «δεν ήταν να επικρίνουμε την Αριστερά αλλά να βοηθήσουμε στην υπεράσπισή της απέναντι στις ιδέες ενός μοδάτου τμήματός της· […] ήταν η αντίσταση στη διάδοση όχι απλώς της ανοησίας και της επιπόλαιας σκέψης καθεαυτήν, αλλά ενός συγκεκριμένου τύπου ανοησίας και επιπόλαιας σκέψης: εκείνης που αρνείται την ύπαρξη αντικειμενικών πραγματικοτήτων ή, όταν αντικρουσθεί, παραδέχεται την ύπαρξή τους αλλά υποβαθμίζει την πρακτική σημασία τους». Ηταν, θα πρέπει να προσθέσουμε, και η αντίσταση απέναντι στην καλλιέργεια της βαρύγδουπης ελαφρότητας ενός χρησμικού βερμπαλισμού, της ασαφούς διατύπωσης ως απόδειξης βαθύνοιας.
Είπα παραπάνω ότι η εποχή της Θεωρίας έχει ουσιαστικά τελειώσει: ουσιαστικά, με την έννοια ότι οι πατριάρχες της ουσιοκρατίας του απόλυτου σχετικισμού έχουν πλέον εκλείψει και ότι έχουν απομείνει μόνο οι φανατικοί οπαδοί τους, οι ενθερμότεροι θιασώτες της θεωριακής Αριστεράς, που κρατούν άσβεστη τη φλόγα του δόγματος. Το βλέπουμε αυτό και στον τόπο μας –θα έλεγα, περισσότερο στον τόπο μας: πανεπιστημιακούς καθηγητές να διδάσκουν αφελώς ότι «κανείς δεν διανοήθηκε να γράψει ιστορία του ελληνικού έθνους πριν από τη συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους», και ακτιβίστριες του μεταμοντέρνου φεμινισμού να αποστέλλουν κυβερνητικές εγκυκλίους προς τις δημόσιες υπηρεσίες γνωστοποιώντας τους ότι βιολογικό φύλο δεν υπάρχει, γιατί «το φύλο είναι αποκλειστικά κατασκευή της κοινωνίας και του πολιτισμού».
Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι η μόνη μετάφραση κειμένων του Σόκαλ στη γλώσσα μας (το κείμενο της παρωδίας του, ένας σχολιασμός του και ο επίλογός της) εκδόθηκε εφέτος (ενέργεια επετειακή;) από τις Εκδόσεις Εξαρχείων – «Τοποβόρος» (τιμή 5 ευρώ / 600 λιρέτες Εξαρχείων).


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ