Οταν ο Κάρολος Κουν αποσύρθηκε απ’ αυτή «των τελών τη σκηνή», έγραφα, εδώ, κατευοδώνοντάς τον:


«Το μέγεθος του κάθε ανθρώπου το μαρτυράει, όχι τόσο η βίαιη οδύνη για το τέλος του, όσο η μακρόσυρτη πίκρα της απουσίας του ­ που, όσο περνάνε οι καιροί, τόσο πιο πολύ βαθαίνει και πιο πολύ πληγώνει.


Του Κάρολου Κουν το Εργο απλώθηκε, δέντρο πολύκλαδο και πολύχυμο, σε μισόν αιώνα. Ο Καλός Σπορέας έπλασε, φύτεψε, κλάδεψε, κάρπισε, φώτισε γενιές και γενιές ηθοποιών και θεατών… στάθηκε βρυσομάνα αστέρευτης έμπνευσης και ακόρεστης δημιουργίας. Μα ­ πιστεύω ­ αυτή η πολύκαρπη προσφορά του θα δειχτεί σ’ όλο της τον πλούτο, τώρα που σώπασε η «παγά λαλέουσα» της «ποίησής» του… κι η έλλειψή της θα γίνεται πιο αιματηρή, μέσα στους κορδακισμούς και τις κακοφωνίες των ημερών μας. Λείποντας, ο Κουν θα φαντάζει ακόμα πιο μεγάλος παρά όσο βρισκόταν ανάμεσά μας. Κι αυτή η «επιβίωση» κι η «μεγέθυνση» ­ σε μια τέχνη, μάλιστα, τόσο φευγαλέα όπως το θέατρο ­ είναι η επισφράγιση της «μοναδικότητας» του Κάρολου Κουν».


Στα δέκα χρόνια που πέρασαν από τότε, ο Κουν μένει πάντα «παρών» ανάμεσά μας. Οχι μόνο επειδή οι δύο σκηνές που ίδρυσε, λειτουργούν με ­ και στο όνομά του (στο κάτω κάτω, «τι είναι ένα όνομα;») αλλά προπάντων επειδή μένει ανεπανάληπτο το μέγεθος εκείνου του οραματιστή και οικοδόμου ­ ανεπανάληπτο σε συνέχεια και συνέπεια, σε πίστη και ειλικρίνεια, σε πάθος και βάθος, σε γνώση και οίστρο.


Είναι τάχα σύμπτωση που, εφέτος, μαζί με τα δεκάχρονα απ’ τον θάνατο του Κουν, κλείνουν και 55 χρόνια από τη δημιουργία του Θέατρου Τέχνης;


Οσοι έζησαν εκείνη την άνοιξη και το καλοκαίρι της «σποράς» ­ μέσα στον τρόμο και την πείνα, τον θάνατο και τους αντικατοπτρισμούς της κατοχής ­ αναπολούν νοσταλγικά το ανήλιαγο δωμάτιο του Ελληνικού Ωδείου της οδού Φειδίου, που φιλοξενούσε τις δοκιμές και τις δοκιμασίες του εκκολαπτόμενου νεανικού θεάτρου. Σ’ εκείνο το δωμάτιο με τους γδαρμένους τοίχους, τις ετοιμόρροπες καρέκλες και το ξεκούρδιστο πιάνο, ένα σμάρι νέων ερωτευμένων με το Θέατρο, είχε μαζευτεί γύρω απ’ τον Κουν, μαθαίνοντας, σχεδιάζοντας, προσδοκώντας, μονομαχώντας μ’ αυτή τη Σφίγγα που λέγεται Θέατρο και που δεν παραδίνει ένα της αίνιγμα παρά για να το αντικαταστήσει μ’ ένα άλλο, ακόμη πιο δυσεπίλυτο.


Οίδιος ο Κουν ήταν, κι έμεινε πάντα, η αδιάκοπα φλεγόμενη βάτος των ερωτημάτων, της απορίας, της αγωνίας, της αμφιβολίας. Στον μισό σχεδόν αιώνα της φιλίας και της συνεργασίας μας, δεν τον θυμάμαι ποτέ επαναπαυμένο, εφησυχασμένο, απροβλημάτιστο. Το μόνιμο μέλημά του ήταν όχι μόνο η επιβίωση του θεάτρου του, όχι μόνο η επιλογή του «επόμενου έργου», αλλά και ο τρόπος που θα το «ανάσταινε» σκηνικά.


Φυσικά, διάλεγε ­ με την οξύτατη όσφρησή του και τη στέρεη γνώση του ­ έργα που τον «ερέθιζαν». Αλλ’ αμέσως μετά την επιλογή, άρχιζε να «σκάβει» ατέλειωτα στο έργο και στον εαυτό του, για να βρει τα πιο κατάλληλα εργαλεία που θα το έκαναν ν’ ανθοφορήσει στη σκηνούλα του θεάτρου του. Κι αυτό το σκάψιμο δεν γινόταν στο «ασκηταριό» του, αλλά μέσα στο βουητό των δοκιμών, μαζί με τους ηθοποιούς του. Και κάθε φορά, σαν πρωτάρης κι ανίδεος, κάθε φορά με την ίδιαν αγωνία και τις ίδιες εκρήξεις.


«Πώς ανεβαίνει ένα έργο;» ρώτησαν κάποτε τον σπουδαίο έλληνα σκηνογράφο Πάνο Αραβαντινό, που διέπρεψε στο γερμανικό θέατρο του μεσοπολέμου. «Με πολύ ταλέντο, πολλή δουλειά… και πολλά, πολλά νεύρα», αποκρίθηκε εκείνος. Το ίδιο θα ‘λεγε κι ο Κουν, που οι ατέλειωτες πρόβες του στο θέατρο της οδού Σταδίου ήταν μια αδιάκοπη εναλλαγή μαγείας και σεισμικών δονήσεων. Μόνο που θα πρόσθετε: «Και με πολλά, πολλά τσιγάρα»…


Σ‘ αυτή την πολυώδυνη εγκυμοσύνη, ένα πράγμα δεν καταδεχόταν ποτέ ο Κουν: να εντυπωσιάσει το κοινό ­ epater les bourgeois ­ με πυροτεχνήματα και τρακατρούκες (όπως, πολύ συχνά, γίνεται από πολλούς). Ολη του η έγνοια ήταν πώς θ’ αποκρυπτογραφούσε τον συγγραφέα όσο γινόταν πιο σωστά και πώς θα έδινε φωνή και σάρκα κι αίμα στα «φαντάσματα» του έργου, μέσα απ’ την ιδιοσυγκρασία τη δική του και των ηθοποιών του. Για τον Κουν, «εν αρχή ην ο λόγος» του δραματουργού, που έπρεπε να γίνει σκηνική πράξη ­ αλλά πράξη που να μην αλλοιώνει ποτέ τον λόγο με «όψεις» (σκηνοθετικές, σκηνογραφικές, ενδυματολογικές) έτσι που ουσιαστικά να τον παραποιεί και τελικά να τον ακυρώνει.


Γι’ αυτό, ο Κουν δεν ανέβαζε παρά μόνο συγγραφείς και έργα που ένιωθε να «συγγενεύουν» με τη δική του ψυχοσύνθεση κι εκφραστική, έργα που να «κοινωνεί» ο ίδιος με την υπόσταση και τη μορφή τους. Πόσες φορές δεν είχε πει για κάποιο έργο, έστω κι αν αυτό είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία αλλού: «Δεν μπορώ να το ανεβάσω, γιατί δεν το καταλαβαίνω» ­ εννοώντας, βέβαια, πως δεν έβρισκε γέφυρες που να τον συνδέουν μ’ αυτό, δεν έβρισκε κλειδιά για ν’ ανοίξει τις κρύφιες πόρτες του.


Ετσι και με τους ηθοποιούς του. Σ’ αυτό το αέναο «δούναι και λαβείν» που είναι η σκηνοθεσία, σ’ αυτή τη σχέση «κεντρίζω κι οδηγώ τον ηθοποιό, και εμπνέομαι απ’ αυτόν», ο Κουν κινιόταν άνετα και δημιουργικά μόνο αν ένιωθε μιαν «αγχιστεία» ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ αυτούς. Οταν έλειπε ένας τέτοιος «λώρος», ο Κουν σαν να «στέρευε», ακόμη κι όταν είχε να κάνει με ηθοποιούς αναμφισβήτητου ταλέντου, που το παραδεχόταν άλλωστε κι ο ίδιος, αλλά «δεν του ταίριαζε».


Ομως κι αυτή την «αγχιστεία» την θεωρούσε ­ δίκαια ­ «όρο δύναμης» και γονιμότητας», μονάχα αν οδηγούσε σε ομοψυχία όλης της θεατρικής ομάδας.


«Μόνος ο καθένας μας, είναι ανήμπορος», έλεγε. «Μαζί, ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Το θέατρο, ως μορφή τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νιώσουμε μαζί μιαν αλήθεια. Να γιατί διαλέξαμε το θέατρο σαν μορφή εκδήλωσης του ψυχικού μας κόσμου».


Αυτή η ομοψυχία δεν περιοριζόταν μόνο στον κύκλο του θιάσου του. Ο Κουν είχε και το χάρισμα να «ακούει» τους λιγοστούς φίλους και συμπαραστάτες, που αγαπούσε κι εμπιστευόταν. Και δεν έπαυε να ρωτάει τη γνώμη τους όχι μόνο για τη σύνθεση του ρεπερτορίου του θεάτρου του, αλλά και για λεπτομέρειες κι αποχρώσεις του ανεβάσματός τους. Ακριβώς επειδή είχε το δικό του μέγεθος, δεν θεωρούσε πως «μίκραινε» αν συζητούσε με κάποιους και βοηθιόταν απ’ τις κρίσεις τους. Μονάχα οι «μικροί» πιστεύουν στην παντογνωσία και στην αυτάρκειά τους.


Πάνω σ’ αυτή την ομοψυχία θεμελιώθηκε και πορεύτηκε το Θέατρο Τέχνης. Ενα θυσιαστήριο, όπου ο Κουν ζητούσε πάντα θυσίες, όντας αδιάκοπα ο πρώτος θυσιαζόμενος για το σήμερα και το αύριο του θεάτρου του, και του ελληνικού θεάτρου γενικότερα.


Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, η δύναμη του Κουν ήταν η πίστη του σ’ αυτό που αγαπούσε κι επιχειρούσε και πύργωνε. Στην πρώτη δημόσια ομιλία του (στο τότε θέατρο «Δελφοί» της οδού Αχαρνών, στις 17.8.1943), όπου διατύπωσε το «πιστεύω» του Θεάτρου Τέχνης, είχε πει το αυτονόητο: «Πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα για να γίνουν θαύματα». Με την ακατάβλητη πίστη του, πραγματοποίησε το «θαύμα» της δημιουργίας ενός πρωτοποριακού θεάτρου που, μέσα από συνθήκες τραχύτατες, έγινε ένας απ’ τους κύριους πόλους της θεατρικής ζωής μας κι έζησε και ζει μισόν αιώνα τώρα. Και το άλλο «θαύμα»: να επιζεί κι εκείνος κοντά μας, όσο κι αν λείπει και μας λείπει…