Είμαστε πια σε προεκλογική περίοδο. Το μαρτυρούν οι προεκλογικές μετακινήσεις αρχηγών κομμάτων, υπουργών, του ίδιου του Πρωθυπουργού και του παρακοιμώμενού του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η επιλογή των χώρων που επισκέπτονται, το περιεχόμενο των λόγων τους και η σκηνοθεσία είναι έντονα ψηφοθηρικού χαρακτήρα. Κυρίως όμως είναι έκδηλη η προεκλογική ατμόσφαιρα από τις συζητήσεις που κάποιος απολαμβάνει στην καθημερινή ζωή ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Πότε θα απαλλαγούμε επιτέλους από αυτούς;» είναι η ερώτηση που κάποιος αντιμετωπίζει όλο και συχνότερα, όλο και με μεγαλύτερη ένταση.
Οι κυβερνήσεις οφείλουν να είναι ευαίσθητες στη δυσαρμονία που μπορεί να προκύψει ανάμεσα στην κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία και στην αντίστοιχη κατάσταση στο Κοινοβούλιο. Σημασία έχει βέβαια, αφού πηγή όλων των εξουσιών είναι η λαϊκή κυριαρχία, η διατήρηση ισχυρής πλειοψηφικής τάσης στο εκλογικό σώμα. Τα κόμματα οφείλουν να είναι ευαίσθητα στις δημοσκοπήσεις και να τις παρακολουθούν. Οφείλουν όμως και να σέβονται, χωρίς υπεκφυγές και τεχνάσματα, το Σύνταγμα της χώρας. Εκεί ορίζεται με τρόπο απολύτως σαφή ότι η κυβέρνηση πέφτει μόνο αυτοβούλως παραιτούμενη ή αν απολέσει, κάτω από τις διαδικασίες που προβλέπονται, την πλειοψηφία των μελών της Βουλής.
Εχουμε αναλύσει επανειλημμένως στις Επιφυλλίδες πώς συγκροτήθηκε η σημερινή Βουλή, με ποιες μεθοδεύσεις διαμορφώθηκε η πλειοψηφία της παράδοξης συμμαχίας Τσιπρανέλ και πού θα καταλήξει στο τέλος. Τουλάχιστον το ένα τρίτο από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ είναι τυχάρπαστα και περιστασιακά πρόσωπα που καβάλησαν την ευκαιρία της εποχής. Αυτό εξάλλου διαπιστώνεται και αν ανατρέξει κανείς στις προϋποθέσεις της εκλογής τους και ιδιαίτερα στον αριθμό των σταυρών προτίμησης που έχουν συγκεντρώσει. Ημουν και είμαι από αυτούς που υποστηρίζουν ότι ο έλληνας βουλευτής μόνο με την υποστήριξη ισχυρών συμφερόντων μπορεί να επιβιώσει. Είμαι ακόμα από αυτούς, τους ελαχίστους, οι οποίοι όρθωσαν το ανάστημά τους στο δημαγωγικό κίνημα του αντικοινοβουλευτισμού. Υποστήριξα σταθερά την άποψη ότι οι έλληνες κοινοβουλευτικοί δεν έχουν εγγυημένα από την επίσημη πολιτεία τα μέσα άσκησης των καθηκόντων τους κατά τρόπο ανεπηρέαστο.
Στο σημείο αυτό μοιραία προκύπτει και το ζήτημα της αναπαραγωγής του πολιτικού προσωπικού ή αν θέλετε του νεποτισμού και της οικογενειοκρατίας. Οι μαρξιστές των Εξαρχείων που μας κυβερνούν προέρχονται οι περισσότεροι από νεόπλουτες οικογένειες. Επειδή κανένας πρόγονός τους δεν έχει προσφέρει τίποτα στο κοινωνικό σύνολο στη μακρά πορεία, που δημιούργησε το σύγχρονο ευρωπαϊκό νεοελληνικό κράτος και την ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία μας, δεν επικαλούνται τους προγόνους τους, οι οποίοι συχνότατα ήταν του σχοινιού και του παλουκιού. Απόφοιτοι οι ίδιοι εκλεκτών ιδιωτικών και πανάκριβων σχολείων θεωρούν τους εαυτούς τους παιδιά του λαού επειδή κωλοτριβόντουσαν στα καθίσματα των καφετεριών της πλατείας Εξαρχείων. Παράλληλα όμως, κάθε φορά που εμφανιζόταν και διεκδικούσε θέση στην πολιτική ζωή του τόπου κάποιος απόγονος γνωστής οικογενείας στο όνομα του μαρξισμού –λενινισμού, ανακήρυτταν τους εαυτούς τους παιδιά του λαού και τους αντιπάλους τους προϊόντα της οικογενειοκρατίας.
Το φαινόμενο δεν είναι καθαρά ελληνικό. Ούτε βεβαίως έχει την ευθύνη αποκλειστικά η σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Τη Γαλλία την κυβέρνησαν επί αιώνες απόφοιτοι τριών ή τεσσάρων ειδικών κρατικών σχολών, όπου συγκεντρωνόταν και έλαμπε το άνθος της διανόησής της. Σήμερα ο κύριος Βαλς, πρώην πρωθυπουργός και επικρατέστερος υποψήφιος για την ηγεσία της Αριστεράς, και ο κύριος Φιγιόν, επικρατήσας, αφού συνέτριψε τον πρώην πρόεδρο Σαρκοζί και τον πρώην πρωθυπουργό Ζιπέ, υποψήφιος πρόεδρος της Δεξιάς, είναι και οι δύο παιδιά του κομματικού σωλήνα. Δεν δούλεψαν, δεν κόλλησαν ένσημα ποτέ.
Πώς έχει κανείς την αξίωση, μέσα σε τέτοιο κλίμα, να ανατρέψουν την κυβέρνησή τους οι τυχάρπαστοι του ΣΥΡΙΖΑ; Θα ψηφίζουν με ενθουσιασμό και παρατεταμένα χειροκροτήματα ακόμη και αν ο Τσίπρας τους λέει ότι «πετάει ο γάιδαρος» ή ότι αυτό που κάνει «νιάου νιάου στα κεραμίδια» είναι ελέφαντας.
Μόνη λύση για να διαρραγεί η σημερινή ιδιοτελής αναισθησία των βουλευτών του Τσιπρανέλ είναι ο πανικός. Στριμωγμένοι σε συγκεντρώσεις μερικών δεκάδων ατόμων (όπως ο Πρωθυπουργός τους στις τελευταίες περιοδείες του) και με προεκλογικές μετρήσεις που δείχνουν αναμφισβήτητα ότι οι μισοί από αυτούς δεν θα είναι στη νέα Βουλή είναι δυνατόν να αναζητήσουν σωτηρία επισπεύδοντας τις εκλογές. Κάπως όπως τα ποντίκια που αρχίζουν να πηδάνε στη θάλασσα ενώ το πλοίο επιπλέει ακόμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ