Αναρωτιέμαι: Τι έχουν γίνει όλοι αυτοί στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΚΚΕ, στην ΕΣΗΕΑ και αλλού που φώναζαν «η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα» ή «το δικαίωμα στην ενημέρωση των πολιτών είναι πάνω από τα κέρδη των ιδιοκτητών»; Γιατί δεν βγαίνουν να πουν ότι «Το Βήμα», τα «Νέα», η «Καθημερινή», το «Εθνος», το Mega πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν παρά τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες στις οποίες ανήκουν; Γιατί συμπαραστάθηκαν στην ΕΡΤ όταν ο ιδιοκτήτης της, η κυβέρνηση, αποφάσισε να την κλείσει και δεν συμπαρίστανται σήμερα; Αφού η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα, γιατί πρέπει οι ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών να πληρώνουν στο κράτος για τη χρήση των ψηφιακών συχνοτήτων φόρους και δικαίωμα εισόδου;
Διότι όλοι αυτοί που φωνάζουν «η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα» δεν ενδιαφέρονται για το αν υπάρχει κόκκος αλήθειας σε όσα λένε (γενικότερα, όχι μόνο επί του θέματος) αλλά για το αν εξυπηρετεί την πολιτική τους ατζέντα. Η ενημέρωση είναι εμπόρευμα, όχι μόνο επειδή την ασκούν επιχειρήσεις: οι πληροφορίες που αντλούμε έχουν και για εμάς οικονομική σημασία –από την πιο απλή, για τον γεωργό που θέλει να κανονίσει την οικονομική δραστηριότητα του ανάλογα με το τι καιρό θα κάνει αύριο, ως τον κερδοσκόπο που θα αγοράσει ή θα πουλήσει στις αγορές ανάλογα με τις πληροφορίες που έχει.
Ομως όλοι αυτοί που έχουν καταβολές στη λενινιστική (ασιατική στην ουσία) Αριστερά δεν ενδιαφέρονται για την οικονομία αλλά μόνο για την πολιτική, γιατί ονειρεύονται όταν έρθουν στην εξουσία να ποδηγετήσουν και την οικονομία. Για τούτο άλλωστε τους ενδιαφέρει η ενημέρωση και όχι οι άλλες δραστηριότητες που ασκούν τα Μέσα, οι πολιτιστικές, κοινωνικές και ψυχαγωγικές –αυτές δηλαδή που κατ’ εξοχήν ενδιαφέρουν το κοινό. Καρφάκι δεν τους καίγεται για τις «Νέες Εποχές» που διαβάζετε εσείς αυτή τη στιγμή, πιθανότατα δεν ξέρουν καν ότι υπάρχουν. Τι γράφουν τα πολιτικά ρεπορτάζ και ο «Βηματοδότης», αυτό τους καίει, αυτό είναι «Το Βήμα» για αυτούς. Και οι σταθμοί είναι τα δελτία ειδήσεων, για την ακρίβεια το μικρό μέρος τους που ασχολείται με την εσωτερική πολιτική.
Το πρόβλημα είναι πως αυτή η άποψη για τα μέντια, η αντιμετώπισή τους δηλαδή μόνο ως μέσων πολιτικής επικοινωνίας, στη χώρα μας είναι κυρίαρχη σε όλο το πολιτικό φάσμα. Ας θυμηθούμε τις προσπάθειες να ελεγχθούν μέσω του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, μέσω της νομοθεσίας περί «βασικού μετόχου» προηγουμένως, διά της μη αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών επί δεκαετίες. Επιπλέον, ας θυμηθούμε τις προσπάθειες που έγιναν από αρχηγούς του ΠαΣοΚ και της ΝΔ για την ίδρυση μεντιακών συγκροτημάτων απόλυτα ελεγχόμενων –και δεν πρέπει να ξεχνάμε βεβαίως την (ελάχιστης απήχησης εδώ και δεκαετίες) ΕΡΤ που από την ίδρυσή της ως σήμερα δεν αποτέλεσε ποτέ «δημόσιο ίδρυμα» αλλά κομματικό παράρτημα των εκάστοτε κυβερνώντων.
Οι ρυθμίσεις για τα αδικήματα περί Τύπου είναι δρακόντειες επίσης –μπορεί να απαλείφθηκε από το Σύνταγμα η διάταξη (που έχει τις ρίζες της στη δικτατορία του Μεταξά, αν δεν απατώμαι) ότι «τα αδικήματα Τύπου είναι αυτόφωρα» αλλά παρέμεινε στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας –και έτσι εντελώς αμερόληπτοι και με βαθιά αίσθηση του καθήκοντος διάφοροι εισαγγελείς δίνουν εντολή να συλληφθούν δημοσιογράφοι κάθε φορά που τα γραπτά τους ή τα λεγόμενά τους δεν αρέσουν σε κάποιον πολιτικό, ιδιαίτερα αν είναι υπουργός, όπως ο Πάνος Καμμένος.
Το ίδιο ισχύει και με τις αγωγές για αποζημίωση για συκοφαντική δυσφήμηση: τις προτιμούν οι πολιτικοί διότι έτσι αποφεύγουν τον κίνδυνο να εκτεθούν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής ποινικής διαδικασίας –οι αγωγές εκδικάζονται κυρίως με δικόγραφα. Κατά κανόνα, τα δικαστήρια δικαιώνουν τον «συκοφαντούμενο» πολιτικό, επιδικάζουν αποζημιώσεις και κατά κανόνα επίσης αυτές οι αποφάσεις καταπίπτουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων –αλλά αυτό δεν έχει προβληματίσει ούτε τους νομοθέτες, αφού είναι πολιτικοί, ούτε τους δικαστές. Στην επικαιρότητα αυτές τις ημέρες είναι η αγωγή, ξανά του υπερφίαλου Πάνου Καμμένου, κατά του Ανδρέα Πετρουλάκη, εξαίρετου σκιτσογράφου της «Καθημερινής» και αρθρογράφου του Protagon. Ελπίζω να έχει η αγωγή την ίδια (αντικανονική) τύχη που είχε άλλη εναντίον μου, από υπουργό του ΠαΣοΚ, διάσημο για το απύλωτο καμμένειο στόμα του. Η βούληση της επιβολής δεν γνωρίζει κομματικά σύνορα.
Διότι οι έλληνες πολιτικοί, ειδικά στα ανώτερα κλιμάκια, θέτουν συνεχώς στα μέσα επικοινωνίας και στους δημοσιογράφους το δίλημμα: υποτέλεια ή σύγκρουση. Αν δεν είσαι υποτελής, είσαι νταβατζής, διαπλεκόμενος, συκοφάντης –εχθρός οπωσδήποτε. Δεν είναι της ώρας η διερεύνηση των αιτίων αυτής της νοοτροπίας, που εκδηλώνεται άλλωστε και σε άλλες πτυχές του εξαιρετικά συγκρουσιακού πολιτικού βίου της χώρας. Το ζήτημα είναι οι σημερινές συνέπειές της: η «αριστερή» κυβέρνηση απαιτεί τεράστια ποσά για να δώσει άδειες λειτουργίας στους τηλεοπτικούς σταθμούς, όταν όλοι οι προοδευτικοί οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι το κρισιμότερο πρόβλημα που υπάρχει στη μεντιακή αγορά είναι οι τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται, δηλαδή το υψηλό «κόστος εισόδου στην αγορά», που επιτρέπει μόνο σε όσους διαθέτουν μεγάλα κεφάλαια να εισέλθουν, σε βάρος βεβαίως του πολιτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού.

Ο Νίκος Παππάς με τις δημοπρασίες του το κάνει ακόμα υψηλότερο γιατί δεν τον νοιάζει ο πλουραλισμός αλλά το να διώξει από την αγορά τους εχθρούς και να βάλει στη θέση τους, πάμπλουτους υποχρεωτικά, υποτελείς. Κάνει δηλαδή την ενημέρωση ακόμα ακριβότερο εμπόρευμα –και οι ευφυείς λάτρεις των μη εμπορευματικών αγαθών τον επευφημούν.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον ΔΟΛ: αν λάβει κανείς υπόψη του τα οικονομικά μεγέθη (τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων, τον αριθμό των Μέσων που έχει, τον αριθμό των εργαζομένων), ο δανεισμός του δεν είναι «υπέρογκος»: είναι αντίστοιχος επιχειρήσεων που έχουν και αυτές «κόκκινα δάνεια». Ειδικά για τις μεντιακές επιχειρήσεις, φαίνεται ότι θα επιβιώσουν όσες οι ιδιοκτήτες τους μπορούν (ή ελπίζουν ότι μπορούν) να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους τροφοδοτώντας τες με κεφάλαια από άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες –όσοι δεν είστε πάμπλουτοι, μακριά από τα Μέσα!
Δεν ξέρω πόσο θα τους κοστίσει αυτό, αλλά για τον ΔΟΛ οι τράπεζες λένε «σε όποιον μας δώσει 25 εκατομμύρια τον δίνουμε και συζητάμε μαζί του για την αναδιάρθρωση της επιχείρησης και το αναγκαίο κούρεμα του χρέους». Δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται κάποιος επιχειρηματίας, πιθανότατα επειδή η κυβέρνηση, με τους χειρισμούς της στα τηλεοπτικά, φρόντισε να εκμηδενίσει σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του ΔΟΛ, τη συμμετοχή του στο Mega (περίπου 25%). Δεν αποκλείεται όμως να υπάρχουν ενδιαφερόμενοι που δεν εμφανίζονται: περιμένουν να τον πάρουν (ολόκληρο ή κάποια κομμάτια του) «για ένα κομμάτι ψωμί», όταν θα αρχίσουν οι διαδικασίες εκποίησης. Προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι να σταματήσουν να υπάρχουν «Το Βήμα», τα «Νέα», το in.gr, ο Βήμα FM, να πάρει δηλαδή τα «κουφάρια» τους (για να τα μετατρέψει σε ζόμπι;).
Τι λένε οι εργαζόμενοι; «»Το Βήμα» (τα «Νέα» κ.τ.λ.) είναι αυτό που είναι επειδή είμαστε εμείς αυτό που είμαστε». Δεν είναι αλυσίδες παραγωγής ομοιόμορφων προϊόντων τα μέντια, είναι χειροτεχνήματα –κάθε παραγωγός αφήνει το αποτύπωμά του στο προϊόν. Είναι παράλογο να ζητούν να μείνουν ώσπου να βρεθεί αγοραστής, αφού την αξία των χειροτεχνημάτων τους αγοράζει; Και ας φτιάξει άλλα μετά, αν θέλει –τώρα όμως, αυτά έχουν την αξία.
Είναι αντίθετο στην επιχειρηματική λογική αλλά και στο δημόσιο συμφέρον το να μην πουληθούν για ένα κομμάτι ψωμί τα κουφάρια αλλά να συνεχίσουν οι τράπεζες να τα χρηματοδοτούν στο ενδιάμεσο διάστημα; Θέλουμε νομοθετική ρύθμιση, απαντούν οι τράπεζες (γενική για όλες τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, όχι ειδική για τον ΔΟΛ). Διότι, λένε, φοβούνται ότι θα σέρνονται μετά στα δικαστήρια, λόγω του θορύβου που θα ξεσηκώσουν οι οπαδοί της «μη εμπορευματικής ενημέρωσης» ότι χαρίζονται στα «όργανα της διαπλοκής».
Δεν είμαι ειδικός στο Πτωχευτικό Δίκαιο για να ξέρω αν ευσταθούν αυτά τα επιχειρήματα ή απλώς υπάρχει κατανόηση των πασίγνωστων κυβερνητικών επιθυμιών για τα μέντια του ΔΟΛ. Ζω μέσα στην κρίση και κατανοώ γιατί δεν υπάρχουν μαικήνες για να σώσουν ιστορικά φύλλα, όπως έγινε στη Γαλλία με τον «Monde» και τη «Liberation», και δεν έγινε στην Ελλάδα με την «Ελευθεροτυπία». Γνωρίζω όμως επίσης ότι για το βάθος της κρίσης στη χώρα μας, σε σχέση με την Πορτογαλία ή την Κύπρο, ευθύνεται ο λυσσαλέος κομματικός ανταγωνισμός για την εξουσία. Και επειδή οι πολιτικοί θέλουν τα μέντια μόνο ως υποτελή όργανα πολιτικού ανταγωνισμού, αν σταματήσει να εκδίδεται η εφημερίδα που κρατάτε στα χέρια σας, θα είναι πρωτίστως θύμα αυτών των ανταγωνισμών και δευτερευόντως μόνο της επιχειρηματικής αποτυχίας του ΔΟΛ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ