Το επεισόδιο αυτό είναι ιστορικώς επιβεβαιωµένο. Συνέβη εν έτει 1935, αµέσως µετά το αποτυχηµένο κίνηµα των φιλοβενιζελικών.
Οι κινηµατίες αξιωµατικοί που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι για το αποτυχηµένο πραξικόπηµα έχουν καταλάβει τις θέσεις στην αίθουσα που συνεδριάζει το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών. Σε υψηλότερο βάθρο κάθονται ο πρόεδρος και τα µέλη του εκτάκτου δικαστηρίου καθώς και ο βασιλικός επίτροπος.
Αρξαµένης της διαδικασίας ο πρόεδρος ακκιζόµενος, καθώς αναλογίζεται τα δηµοσιεύµατα της επόµενης ηµέρας, µε περισπούδαστο ύφος λέει προς τους κατηγορουµένους:
«Και δεν εσκέφθητε, επίορκοι αξιωµατικοί, τι θα εγένετο η µεγάλη πατρίς µας η Ελλάς εάν το εθνοκτόνο κίνηµά σας επετύγχανε»…
Από την οµάδα των κατηγορουµένων υψώνεται ένα χέρι: «Θα σας πω εγώ, κύριε πρόεδρε, τι θα εγένετο… Εάν το κίνηµά µας επετύγχανε, εσείς θα ήσασταν εδώ που κάθοµαι εγώ, εγώ θα καθόµουν εκεί που κάθεστε εσείς, και η Ελλάς, Ελλάς».
Οι καιροί σήµερα είναι διαφορετικοί. Και το αντικείµενο της διαµάχης είναι διαφορετικό. Ο κοµµατικός λόγος και η πολιτική αντιπαράθεση συνωστίζονται γύρω από το δέντρο της Ευρώπης.
Ο αγώνας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι τραχύς, σκληρός και προφανώς µεγαλύτερος από τους ανίσχυρους µικρότερους εταίρους.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα είναι φανερό ότι κάθε ολιγωρία στοιχίζει ακριβότερα. Και για να ακριβολογούµε, κάθε προτεινόµενη λύση –µνηµόνιο –είναι χειρότερη της προηγηθείσης. Ολα τα πράγµατα όµως έχουν ένα τέλος. Το φάντασµα της δραχµής προβάλλει απειλητικό στον ορίζοντα.
Ας ελπίσουµε ότι η πολιτική ηγεσία του τόπου θα οµονοήσει και θα υπερασπιστεί αποφασιστικά τα κρίσιµα συµφέροντα του τόπου.