Αδαμάντιου Πεπελάση: Στην άκρη του αιώνα (Γαστούνη – Μπέρκλεϋ), εκδόσεις Καστανιώτη, 1996.


Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου μια ανθρώπινη ζεστασιά ξεχύνεται και σε τυλίγει. Μια θαλπωρή που δεν σε εγκαταλείπει σε ολόκληρη τη διαδρομή της ανάγνωσης, ακόμη και στις σελίδες που μιλούν για θέματα οικονομικά. Καθώς βίωνα έντονα αυτό το αίσθημα, με το βιβλίο στα χέρια, έκλεισα για μια στιγμή τις σελίδες του για να αναπολήσω την πρώτη μου συνάντηση με τον Διαμαντή Πεπελάση, πριν από καμιά δεκαριά χρόνια. Ετσι και τότε, από την πρώτη στιγμή, ένιωσα να με αναρτιάζει και να με κυριεύει το ίδιο αίσθημα ανθρώπινης ζεστασιάς. Αυτή η αμοιβαιότητα ανάμεσα στο ήθος του προσώπου και στο ύφος του βιβλίου αποτελεί εχέγγυο ειλικρίνειας, αυθεντικότητας.


Οι καταγωγικές ρίζες του Διαμαντή Πεπελάση ορίζουν και ερμηνεύουν την εδραία, γαλήνια και πλούσια προσωπικότητά του, όπως αναδύεται μέσα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας του. Η αστική επαρχιακή οικογένεια, ο φαρμακοποιός πατέρας, κάτι ανάμεσα σε σεβάσμιο προεστό και ιατροφιλόσοφο, και η μητέρα, την οποία ο Διαμαντής αναπολεί με ειρωνική τρυφερότητα ­ «Η γυναίκα αυτή, με τη δυνατή της προσωπικότητα, παραπλανούσε τη λογική μας και γλύκαινε τις ψυχές μας»· το κουκούλι της αγάπης μιας οικογένειας δεμένης και ο περίγυρος: η επαρχία.


Ο Διαμαντής γεύεται τη μοίρα του παιδιού που γεννιέται στην επαρχία σαν ευλογία και σαν κατάρα μαζί. Στον ασφυκτικό μικρόκοσμό της θα ασκήσει το κριτικό όργανό του. Εκείνη θα του δώσει τα πρώτα μαθήματα κοινωνιολογίας, ψυχολογίας, πολιτικής οικονομίας. Θα τον διδάξει πιο πολύ με τις αδυναμίες, τις προκαταλήψεις, τις δεισιδαιμονίες, τις διακρίσεις της. Το φαρμακείο, αυτό το Cabinet des merveilles, θα γίνει το παρατηρητήριο της ζωής, ιδιαίτερα του πόνου, της φτώχειας αλλά και του έρωτα.


Η φύση είναι η άλλη μεγάλη δασκάλα του Διαμαντή, του ευαίσθητου νέου της επαρχίας. Εκεί, μέσα στην παλλόμενη αγκαλιά της, θα ξυπνήσουν οι χορδές της ευαισθησίας του. Εκείνη θα του διδάξει τη μουσική με τους ψιθύρους της και τους κελαηδισμούς της, τη ζωγραφική, με την αέναη εναλλαγή της παλέτας της, τον έρωτα, με το ιερό σμίξιμο των πλασμάτων της. Η περιγραφή της νύχτας, του μαγικού κόσμου της «με τις νεράιδες» και τα «ξωτικά της», με τους μυστικούς «θορύβους της, τους συριγμούς, τα κοάσματα, τους αναστεναγμούς» της, είναι από τις πιο συναρπαστικές σελίδες όχι μόνο του βιβλίου, αλλά και της λογοτεχνίας μας γενικά.


Σε αυτό το στέρεο στημόνι ήρθε να πλέξει τον ιστό της η παιδεία, η δράση, η εμπειρία της ζωής. Η θετική και αισιόδοξη στάση του Διαμαντή Πεπελάση απέναντι στη ζωή και στις δυσκολίες της, ο πόθος για αυτοϋπέρβαση, το αφιλοκερδές όραμα της κοινωνικής προσφοράς, η πίστη σε μια κοινωνία που θα στηρίζεται στο κράτος πρόνοιας, στην ηθική της εργασίας και στην ποιότητα της ζωής ­ στην τέχνη και στον πολιτισμό ως κοινό και επιούσιο αγαθό ­, με δυο λόγια η κοσμοθεωρία και η ιδεολογία του συγγραφέα φωτίζονται και ερμηνεύονται μέσα από αυτόν τον ανάπλου στις ρίζες, στις πηγές της ζωής, της τέχνης, της παιδείας, της πράξης.


Δεν έχω ιδιαίτερες γνώσεις στην επιστήμη της οικονομίας. Αυτό όμως που με εντυπωσίασε στις σελίδες του βιβλίου του Διαμαντή είναι η απουσία ξηρού τεχνοκρατικού πνεύματος, το οποίο απεχθάνομαι. Ο προβληματισμός και οι αναλύσεις του διακρίνονται για την ανθρωπιστική διάστασή τους. Η επιστήμη της οικονομίας στην υπηρεσία του οράματος για μια καλύτερη ζωή. Αν είχα ένα δάσκαλο σαν τον Διαμαντή, μπορεί και να σπούδαζα την οικονομία.


Ενα άλλο στοιχείο που με εντυπωσίασε στην αυτοβιογραφία του Διαμαντή Πεπελάση είναι η νηφάλια κρίση του. Η ζωή του διασταυρώθηκε με πολλές ζωές, με πολλές προσωπικότητες που σημάδεψαν τον αιώνα μας. Η συνάντηση, οι διασταυρώσεις δεν ήταν πάντα εύκολες. Ο συγγραφέας διατηρεί μια αξιοθαύμαστη ευθυκρισία ακόμη και όταν τον αδίκησαν ή τον στενοχώρησαν. Δεν είναι οπαδός του άσπρου – μαύρου, αλλά των αποχρώσεων και των τόνων. Ούτε αθωωτικές αποφάσεις ούτε καταδίκες. Οι άνθρωποι γίνονται ή φαίνονται πιο ανθρώπινοι, πιο συμπαθείς μέσα από τις αδυναμίες τους στα μάτια του μειλίχιου Διαμαντή Πεπελάση.


Απομένει να πούμε δύο λόγια για την τεχνική της αφήγησης, το ύφος της γραφής και τη γλώσσα. Οι αναμνήσεις ενός διαπρεπούς οικονομολόγου, που διήνυσε τη ζωή του κορυφοβατώντας σε υψηλές και κρίσιμες θέσεις, κινδύνευαν να περιπέσουν σε ανιαρούς απολογισμούς και πεζή καταγραφή γεγονότων. Τίποτε από όλα αυτά. Οι αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα, οι κρίσεις, οι αναλύσεις, που, όπως προαναφέραμε εξάλλου, δεν χάνουν ποτέ την ανθρώπινη διάστασή τους, κατανέμονται σοφά και εναλλάσσονται με τον καθαρά αφηγηματικό λόγο, διανθίζονται με χαριτωμένα και διασκεδαστικά σχόλια και επεισόδια, έτσι που το κείμενο αλαφρώνει και πορεύεται με γοργό ρυθμό.


Η τεχνική της αφήγησης ανατρέχει στο κινηματογραφικό φλας-μπακ, ενώ τα ερεθίσματα για τις συνειρμικές αναδρομές θυμίζουν τη βιωματική διαχείριση της μνημονικής τράπεζας της «Αναζήτησης του χαμένου καιρού» του Μαρσέλ Προυστ. Δεν έχουμε λοιπόν μια ευθύγραμμη δρομική αφήγηση, αλλά μια ελεύθερη γραφή γεμάτη αιφνιδιασμούς, εκπλήξεις και ξέφωτα.


Συναρπαστικό όμως είναι το βιβλίο του Διαμαντή και για έναν άλλο λόγο: γιατί η γλώσσα του είναι ζωντανή, γεμάτη παλμό, χυμώδης, θρεμμένη από αναγνώσματα λογοτεχνικά, που ήρθαν να πλουτίσουν ένα φυσικό χάρισμα. Είναι μια γραφή ερωτική η γραφή του, όπως το ομολογεί ο ίδιος στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του: «Αισθάνομαι την ανάγκη να σας ομολογήσω πως η σχέση μου με το γράψιμο είναι βαθύτατα ερωτική».


Αλλωστε όλο το βιβλίο αποπνέει ερωτισμό. Εναν ερωτισμό που ταυτίζεται με τον ίδιο τον ανθρωπισμό στη βαθύτερη ουσία του. Είναι και γι’ αυτόν τον λόγο ένα βιβλίο αισιόδοξο και παιδαγωγικό. Ας ξαναδιαβάσουμε την τελευταία φράση του: «Στον οραματισμό του μέλλοντος, υπερβαίνεις τον χρόνο».


Η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα είναι καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην ΑΣΚΤ και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.