Ηταν στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, όταν ετοιμάζαμε πυρετωδώς τους εννέα τόμους για την ιστορία του Βήματος που το 2012 συμπλήρωνε τα 90 (πρώτα) χρόνια της έκδοσής του, όταν συνεργάστηκα για πρώτη φορά με τον Στάθη Ευσταθιάδη, μπορώ να πω με δέος. Πνιγμένος μέσα μία θάλασσα από δεκάδες χιλιάδες πρωτοσέλιδων, άρθρων, πραγματολογικών ιστορικών στοιχείων και πολιτικών αναλύσεων επί όλων των μεγάλων (και όχι μόνον) ελληνικών και διεθνών ζητημάτων που καθόρισαν την πορεία της χώρας και του κόσμου από το 1922 που πρωτοεκδόθηκε η εφημερίδα, μέχρι την ώρα που οι τόμοι αυτοί έπρεπε να τυπωθούν, ο τρόμος του λάθους ή της κακής εκτίμησης, είχε καταστεί κυρίαρχος. Όμως η πολυτέλεια του χρόνου την οποία συνήθως απολαμβάνει ένα ογκώδες, σύνθετο έργο, εν προκειμένω όχι απλώς δεν υπήρχε, αλλά, αντίθετα, τα χρονοδιαγράμματα ήταν κυριολεκτικά ασφυκτικά. Και η κούραση, που όταν γίνει μόνιμο καθεστώς θολώνει τη ματιά και τη σκέψη, γινόταν όλο και πιο απειλητική όσο πλησιάζαμε προς ένα τέλος που δεν μπορούσε να μετατεθεί. Τότε ήταν που, γράφοντας την ιστορία του Βήματος, σκέφτηκα ότι η μόνη δύναμη που μπορούσε να βοηθήσει απέναντι σε αυτό το χάος δυσκολιών, ήταν η ίδια η ζώσα ιστορία του Βήματος: οι άνθρωποι του διπλανού γραφείου: άνθρωποι όμως που, την εμπειρία και τη γνώση τους μπορεί να την είχαμε δίπλα μας, αλλά κάθε άλλο παρά συνηθισμένη ήταν και που, όσο κι αν έψαχνες, δεν θα μπορούσες να τη βρεις πουθενά αλλού.

Ένα πρωί λοιπόν, με τους έξι από τους εννέα τόμους να έχουν ήδη περάσει από το στάδιο της πρώτης διόρθωσης και τους υπόλοιπους ακόμα να γράφονται, κατέφυγα σε αυτή τη ζώσα ιστορία: στον Στάθη Ευσταθιάδη και στον στενό του φίλο, βετεράνο του διπλωματικού και των διεθνών, Σύμβουλο Εκδόσεως του Βήματος Γιάννη Καρτάλη με ένα και μοναδικό, πλην, από κάθε άποψη «βαρύ» αίτημα: να διαβάσουν όλο αυτό το υλικό, σε ελάχιστο πλέον χρόνο, και να κάνουν τις παρατηρήσεις τους. Με στραβοκοίταξαν και οι δύο. Όμως το έκαναν. Και οι δύο. Ηταν η αίσθηση του καθήκοντος απέναντι στην ιστορική αυτή εφημερίδα που τους παρακίνησε να φορτωθούν με όλο αυτό το βάρος. Όταν, μετά από λίγες ημέρες, άρχισε να έρχεται πίσω το υλικό ήταν ένα είδος λύτρωσης: οι παρατηρήσεις ήταν ελάχιστες, πραγματολογικού χαρακτήρα και σε ένα ή δύο σημεία, αντικείμενο πολιτικής συζήτησης η οποία και ακολούθησε. Οι τόμοι αυτοί είναι γνωστοί, αν μη τι άλλο, στο κοινό του Βήματος και στην ταυτότητά τους ο Στάθης Ευσταθιάδης και ο Γιάννης Καρτάλης αναφέρονται, επαξίως, ως Σύμβουλοι Εκδόσεως.

Δεν ήταν αυτή η γνωριμία μου με τον Στάθη Ευσταθιάδη: γνωριζόμασταν πολλά χρόνια πριν και φυσικά πάντοτε ήμουν αναγνώστης του, μέχρι το τέλος: όταν ένας δημοσιογράφος έχει διατελέσει επί δεκαετίες ανταποκριτής του Βήματος στις ΗΠΑ και τον ΟΗΕ, όταν έχει ζήσει τόσους Αμερικανούς προέδρους από κοντά και γνωρίζει από πρώτο χέρι τόσα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία, δεν είναι αυτονόητο να περιμένεις με τεράστιο ενδιαφέρον τι έχει να πει σε μια στιγμή σαν αυτή της μετάβασης των ΗΠΑ από την περίοδο Ομπάμα στην εποχή Τραμπ; Αυτό ήταν και το θέμα του τελευταίου του άρθρου, ώρες πριν φύγει από τη ζωή, με τον τρόπο που οι αρχαίοι Ελληνες θεωρούσαν ευλογία των θεών προς εκείνους τους θνητούς που την αξίζουν: στον ύπνο του. Την προηγουμένη βρισκόταν ακόμα στο γραφείο του και δούλευε, στα 91 του χρόνια, όπως κάθε μέρα, μπαίνοντας πρώτος το πρωί στο κτήριο του Βήματος και φεύγοντας περίπου τελευταίος το βράδυ.

Σε εκείνο το διάστημα της προαναφερθείσας σύντομης πλην πυκνής συνεργασίας για τα 90 χρόνια του Βήματος όμως, ακριβώς λόγω του εύρους του έργου, ήταν που είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Ευσταθιάδη μέσα από το σύνολο του πνευματικού, ηθικού, γνωστικού, αναλυτικού και επαγγελματικού του φάσματος. Και μπορώ με ασφάλεια να πω κάτι που ίσως του ιδίου δεν θα του άρεσε να ακούσει: ήταν φαινόμενο. Και, μάλιστα, σε όλα αυτά τα πεδία ταυτόχρονα. Ηταν εκπληκτικό το τι μπορούσες να αποκομίσεις συζητώντας μαζί του, τόσο από τις αναμνήσεις του που ξεκινούσαν εναργές από τα χρόνια της Ευρώπης του Μεσοπολέμου, όσο και από τις δεκαετίες του στις ΗΠΑ, όταν, κάποτε, ειδικά στα πρώτα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, περίπου κάθε λέξη που έγραφε γινόταν αντικείμενο, συχνά… διηπειρωτικής, ανάλυσης.

Ο Χρήστος Λαμπράκης του είχε προτείνει περισσότερες από μία φορές να αναλάβει διευθυντικές θέσεις στον Οργανισμό, ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ζητώντας του να επιστρέψει γι αυτό το σκοπό από την Αμερική. Εκείνος δεν είχε δεχθεί: ήταν γραφιάς. Ο Λαμπράκης επιστράτευσε ακόμα και την φυσική κόπωση από τόσα ατελείωτα ταξίδια πάνω από τον Ατλαντικό, επί τόσα χρόνια. Μα ο Ευσταθιάδης δεν ήθελε να είναι απολύτως τίποτε άλλο παρά γραφιάς. Όμως, η γνώμη του για το τι έπρεπε να γίνει βάραινε πολύ. και την είχε πει. Και ο Λαμπράκης, ορθώς, την άκουσε. Ο διάδοχος του Λαμπράκη, Σταύρος Ψυχάρης αντιμετώπισε πάντοτε, μέχρι την τελευταία ώρα, τον Στάθη Ευσταθιάδη με έναν μοναδικό σεβασμό, όπως άλλωστε και όλοι μας στο Βήμα.

Ηταν αρκετά πυκνές οι συζητήσεις μας τα τελευταία χρόνια, οι οποίες κατέληγαν όλες στην ίδια επωδό: «μα επιτέλους, πρέπει να γράψετε ένα βιβλίο. Δεν είναι δυνατόν να αφήσετε όλη αυτή την μαρτυρία να χαθεί!» Στο τέλος, είχαμε βαρεθεί και οι δύο: και εγώ να του το λέω και εκείνος να μου απαντάει «όχι»…

Ο Στάθης Ευσταθιάδης υπήρξε ο ίδιος η ένσαρκος ιστορία του Βήματος. Και έφυγε σε μια πολύ παράξενη στιγμή – σχεδόν σαν σε παιγνίδι μιας μοίρας που θέλει κάτι να μας πει. Μαζί του φεύγει και μια ολόκληρη εποχή για Το Βήμα, για την Ελλάδα και για τον κόσμο, όπως πέρασε μέσα από τα γραπτά του όλα αυτά τα χρόνια. Είναι, δυστυχώς, μια πικρή αποδρομή: όχι μόνο γι αυτό που φεύγει, μα και γι αυτό που έρχεται.