Ενας σπόρος που γυρίζει στον τόπο του,
πρόκειται να βλαστήσει.
Ενας Ελληνας που γυρίζει στον τόπο του,
πρόκειται να βλαστημήσει.
Γιώργος Σεφέρης,
Εξι νύχτες στην Ακρόπολη
Είναι πανάρχαια συνήθεια οι Ελληνες να φεύγουν από τον τόπο τους προς αναζήτηση ευκαιριών σε ξένους τόπους. Περιέργως δεν φαίνεται να έχουμε συνηθίσει ακόμα το φαινόμενο, γιατί επιμένουμε να κλαίμε και να οδυρόμαστε όταν κάποιος φεύγει. Ειδικά στην Ελλάδα της κρίσης, έχει καταστεί συμβατική σοφία να θεωρούμε ότι η αυξημένη φυγή μορφωμένων νέων προς το εξωτερικό είναι βαθιά και ίσως αθεράπευτη πληγή. Συναισθηματικά κατανοητή αντίδραση, ειδικά τώρα που αναχωρούν οι ξενιτεμένοι που μας επισκέφθηκαν για λίγες ημέρες γιορτής και νοσταλγίας, αλλά πόσο ορθολογική είναι;
Το ψύχραιμο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: θεωρούμε ότι οι Ελληνες έχουν δει και γνωρίζουν τα πάντα, ώστε δεν χρειάζεται να δουν/βιώσουν τίποτα νέο;
Θεωρούμε δηλαδή ότι έχουμε τόσο επαρκές ανθρώπινο κεφάλαιο που η περαιτέρω καλλιέργειά του είναι άχρηστη; Οχι μόνο με την παραδοσιακή έννοια της εκπαίδευσης σε επιστήμες, αλλά ίσως σημαντικότερο, εκπαίδευση στο πώς συνεργάζονται, σκέφτονται, ζούνε οι πολίτες σε μια σύγχρονη δυτική φιλελεύθερη κοινωνία.
Αν μάθαμε κάτι από τις δυσκολίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να συνεννοηθεί και να συνεργασθεί με τη διεθνή ελίτ (ειδικά στην περίπτωση του νέου στην ηλικία, αλλά όχι στο ανθρώπινο κεφάλαιο Πρωθυπουργού –βλ. τη θεμελιώδη ανεπάρκειά του σε διεθνείς διασκέψεις, την ανικανότητα να παραβιάσει ακόμα και κενές, διπλωματικά, εστίες όπως στο Clinton Global Initiative 2015), είναι ότι μεγάλο μέρος των νέων Ελλήνων παραμένουν πολύ απομονωμένοι από τον τρόπο σκέψης και πράξης στα μεγάλα κέντρα της Δύσης.
Στην πραγματικότητα, η διαβίωση για λίγα χρόνια σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα ή στις ΗΠΑ κάνει πολλαπλό καλό σε κάθε άνθρωπο. Σε αντίθεση μάλιστα με τους μετανάστες του ’60, οι νέοι έλληνες μετανάστες φεύγουν με ήδη υψηλό ανθρώπινο κεφάλαιο, το οποίο έτσι μπορούν να πολλαπλασιάσουν, κερδίζοντας πολύτιμες επαγγελματικές γνώσεις, εμπειρίες και διασυνδέσεις.
Ο αντίλογος είναι ότι μπορεί μεν οι Ελληνες να κερδίζουν αναχωρώντας, αλλά η Ελλάδα χάνει. «Μισό εκατομμύριο μετανάστευσε», βλέπουμε σε πηχυαίους καταστροφολάγνους τίτλους, πιο κοντά στις 200.000 – 300.000 αν αποφύγουμε τη διπλομέτρηση.
Ας υποθέσουμε ότι δεν μας νοιάζει το καλό των Ελλήνων, αλλά μόνο του ελλαδικού χώρου (αμφισβητούμενης ευφυΐας ιδέα, μια και ο ελληνισμός επιβίωσε και χωρίς Ελλάδα). Η μετανάστευση τόσων ανθρώπων σε πρώτη φάση μειώνει την ανεργία και αυξάνει τα εμβάσματα από το εξωτερικό (ενισχύοντας ήδη χιλιάδες ελληνικές οικογένειες!). Από την άλλη, η μεταναστευτική έξοδος στερεί τη χώρα από μυαλά και κάποιους από τους δυναμικότερους πολίτες της, που θα έχτιζαν το μέλλον. Η διεθνής οικονομική βιβλιογραφία μιλάει αρνητικά για τη διαρροή εγκεφάλων (brain drain), και η εγχώρια καταδεικνύει ακόμα δυσμενέστερες επιπτώσεις. Γράφει ο Α. Δοξιάδης:
«Θα φύγουν οι δημιουργοί επιχειρήσεων […] όχι μόνον αυτοί που αναζητούν εργασία. Η ζημιά για την οικονομία θα είναι πολλαπλάσια, γιατί ο καθένας από αυτούς θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας και για άλλους. […] Η φυγή τους θα περιορίσει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η [έως τώρα] «φυγή εγκεφάλων» προς τα ξένα πανεπιστήμια και τις πολυεθνικές».
Ισως φεύγουν οι επιχειρηματικότεροι και ευφυέστεροι Ελληνες. Και πάλι, η μετανάστευση παραμένει ένα αμφίρροπο στοίχημα για τη χώρα. Ναι μεν χάνουμε πολύτιμους ανθρώπους, αλλά κάποιοι κάποτε επιστρέφουν (και όντως η πλειονότητα θέλει να επιστρέψει, πριν μεγαλώσουν υπερβολικά τα παιδιά τους ή οι γονείς τους). Επιστρέφουν ισχυρότεροι και αποτελεσματικότεροι. Εκεί που θα πάσχιζαν να χτίσουν μια εταιρειούλα πέντε ανθρώπων, θα χτίσουν επιχειρήσεις 50 και 500 (τυχαίο ότι μερικές από τις πιο επιτυχημένες νέες εταιρείες τεχνολογίας, π.χ. Upstream, Workable, INOS, τις ίδρυσαν επιστρέψαντες από τα κρύα;). Εκεί που ένας προγραμματιστής ή αρχιτέκτονας θα πάσχιζε να βρει έναν μικρό πελάτη στην Αθήνα, θα πουλάει πανάκριβες υπηρεσίες σε όλον τον κόσμο, από την άνεση του σπιτιού του σ’ ένα ελληνικό νησί.
Μάλιστα, όσοι επιστρέφουν από τον πολιτισμένο κόσμο δεν είναι μόνο καλύτεροι ιδιώτες αλλά και καλύτεροι πολίτες. Δύσκολα μετρήσιμο αλλά αληθινό. Από τον Καποδίστρια ως σήμερα, η συνεχής εισαγωγή ιδεών από παλιννοστούντες φέρνει άλματα προόδου στη δημόσια διοίκηση, στην πολιτική σκηνή, στην κοινωνία των πολιτών. Οι Ελληνες του εξωτερικού δεν κάνουν μόνο καλό όταν βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης, αλλά και ως απαιτητικοί εκλογείς με χρήσιμα βιώματα. Αν έχεις εμπειρία με το βρετανικό δημόσιο, σε εξοργίζει πολλαπλάσια η επιστροφή σε ελληνική δημόσια υπηρεσία. Αν έχεις οδηγήσει στη γερμανική Αουτομπαν, αναγνωρίζεις δύο φορές πιο εύκολα τις κακοτεχνίες που ανέχεται/προκαλεί ο διεφθαρμένος πολιτικάντης της γειτονιάς.
Στην εποχή των ελεύθερων μετακινήσεων και ίσων δικαιωμάτων στην Ευρώπη (όσο κρατήσουν τέλος πάντων), ο οδυρμός της μετανάστευσης είναι πια ένα απολίθωμα. Πρόκειται για βαθύ επαρχιωτισμό, ή καλύτερα για άρνηση να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε μια επαρχία της Ευρώπης.
Αραγε, στο Οχάιο (Πολιτεία παρόμοιας έκτασης και πληθυσμού με εμάς) οδύρονται για τους νέους που «αναγκάζονται» να δουλέψουν στην Νέα Υόρκη; Ή το βλέπουν σαν μια σπουδαία ευκαιρία για τους δυναμικότερους νέους να ανοίξουν τα φτερά τους;
Να το δούμε και αλλιώς. Ο καλύτερος τρόπος να σταματήσει το «πρόβλημα» είναι να φυλακίσουμε τους Ελληνες, αποχωρώντας από την ΕΕ και σπάζοντας κάθε δεσμό με την πολιτισμένη Ευρώπη. Θα ήταν καλύτερο αυτό για τους Ελληνες ή έστω την Ελλάδα;
Ενα κείμενο ψυχρής λογικής με όντως δυσάρεστες διαπιστώσεις δεν μπορεί παρά να κλείσει και λίγο συναισθηματικά. Να φύγουμε λοιπόν, αν υπάρχουν πραγματικά καλύτερες ευκαιρίες αυτοπραγμάτωσης και αυτοβελτίωσης. Να δουλέψουμε και να προχωρήσουμε, χωρίς γκρίνια και μιζέρια. Και ας επιστρέψουμε όταν χρειαστεί, αν η πατρίδα μάς θέλει πραγματικά.
Τελικά, αν δεν καταφέρει η Ελλάδα να φέρει τα «καλύτερα παιδιά» της πίσω, ίσως δεν άξιζε ποτέ να έχει τέτοια παιδιά.


Ο κ. Σωτήρης Γεωργανάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο City University Λονδίνου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ