Με τον ΔΟΛ είναι όπως με την ελληνική κουζίνα: Όσο και αν προσπαθούν οι μάγειροι, δεν μπορούν να την καταστρέψουν. Ο οργανισμός αυτός είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στην ελληνική αστική και μικροαστική τάξη, που τυχόν εξαφάνισή του θα εξαφάνιζε και τον δικό τους καλύτερο εαυτό: τον φιλελευθερισμό. Ο ΔΟΛ δεν ήταν η πρωτοπορία του απλώς σε εκδοτικό επίπεδο, αλλά και σε πολιτικό, αφού συμπλήρωνε ή και αντικαθιστούσε τον ισχνό φιλελευθερισμό των κομμάτων – συντηρητικών και αριστερών. Γι αυτό και οι θιασώτες του αδυνατούν να αποδεχθούν το κλείσιμο ενός τέτοιου πολιτικού «εστιατορίου».

Φιλελευθερισμός δεν σημαίνει μόνο πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες – είναι και το κύριο ανάχωμα στον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, που υπό τις συνθήκες της κρίσης ισοπεδώνει τις ελευθερίες. Απόδειξη, οι εξελίξεις των τελευταίων ετών στην Ελλάδα, που μετέτρεψαν τον κύριο φορέα της πολιτικής, το κράτος, σε ταπεινό οφειλέτη, το κοινοβούλιο σε υποχείριο της τρόικας και τα κόμματα σε υπηρέτες των μνημονίων.

Αν θα βρεθεί τελικά ένας Deus ex machina – επενδυτής, που θα σώσει τον όμιλο, ένας Θεός το ξέρει. Γεγονός είναι όμως, ότι πολύς κόσμος θέλει με κάθε τρόπο τη διατήρησή του. Αυτό, από επιχειρηματική άποψη, αποτελεί και το μεγάλο κεφάλαιο του ΔΟΛ, με την έννοια ότι προοπτικά μπορεί να μεταφραστεί σε επικερδές εγχείρημα. Η προϋπόθεση γι αυτό βέβαια είναι η εκ νέου ομαλοποίηση της αγοράς με ανάλογη αύξηση των διαφημίσεων – κάτι που, λόγω των μνημονιακών πολιτικών, είναι κάθε άλλο παρά σίγουρο.

Γι αυτό και μια παρέμβαση της κυβέρνησης θα είχε στην τρέχουσα φάση καθοριστική σημασία. Το ζητούμενο είναι διπλό: Πρώτον, η σωτηρία του ΔΟΛ, που περνά μέσα από το γενναίο «κούρεμα» των δανείων του από τις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση τράπεζες και καθιστά έτσι συμφέρουσα την εξαγορά του από δυνητικούς επενδυτές. Και δεύτερον, η διασφάλιση των συμφερόντων των εργαζομένων, που συμπεριλαμβάνει την πληρωμή των δεδουλευμένων, καθώς και την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας (ή, τουλάχιστον, την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης, ή αποχώρησης).Η παρέμβαση αυτή θα πρέπει να γίνει φυσικά στα «μουλωχτά» – η τρόικα δεν επιτρέπει ανοικτή παρέμβαση. Και, κάτι που ανήκει επίσης στα εκ των ων ουκ άνευ, χωρίς πολιτικά «ανταλλάγματα» – οποιαδήποτε υπαγωγή του «Βήματος», ή των «Νέων» στην κυβερνητική γραμμή θα κατάστρεφε και την τελευταία εμπιστοσύνη στο ρόλο της κυβέρνησης ως φύλακα του φιλελευθερισμού.

Το γεγονός ότι ο ΔΟΛ έπαιξε τα χρόνια του μνημονίου έναν περισσότερο από προβληματικό, ήτοι μνημονιακό ρόλο δεν αναιρεί την γενικότερη προσφορά του στο διάστημα ενός περίπου αιώνα. Γι αυτό και οι λοιδορίες που συνοδεύουν την κατάρρευσή του, όπως: «Έσκασε η φούσκα» (Αλέξης Τσίπρας) δείχνουν, ότι αυτοί που τις λένε δεν έχουν καταλάβει τίποτα από αυτό που συμβαίνει και ότι μπερδεύουν την οργή τους για την αντιπολιτευτική στάση της ηγεσίας του ΔΟΛ έναντι της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – Ανελ με την αποδοχή της εκρίζωσης ενός κορυφαίου φιλελεύθερου θεσμού.

Μια κυβερνητική παρέμβαση θα είχε ευεργετικές συνέπειες και για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού θα σηματοδοτούσε έμπρακτη μετάνοια για το «προπατορικό του αμάρτημα»: την κυβερνητική συνεργασία με τους Ανελ, ένα ανελεύθερο, ομοφοβικό, ξενοφοβικό και αντισημιτικό κόμμα. Η συνεργασία αυτή, ειρήσθω εν παρόδω, έχει χάσει από την 13τη Ιουλίου 2015, την ημερομηνία της συνθηκολόγησης του έλληνα πρωθυπουργού έναντι των δανειστών, κάθε αρχική νομιμοποίηση. Μέχρι τότε στηριζόταν στην κοινή απόρριψη του μνημονίου, από τότε στην κοινή αποδοχή του. Και μαζί με αυτήν και στην κοινή ενοχική συνείδηση για την «προδοσία» των αντιμνημονιακών τους θέσεων.

Ταυτόχρονα θα άνοιγε στον ΣΥΡΙΖΑ τον δρόμο προς τα κόμματα του Κέντρου και της Σοσιαλδημοκρατίας που είναι, εξ ορισμού, οι θεματοφύλακες του φιλελευθερισμού. Ο τελευταίος σημαίνει στην προκειμένη περίπτωση αναγωγή των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων σε αυτοσκοπό, σε αξίες, που μετά την επανάσταση του 1789 στη Γαλλία, εγείρουν την αξίωση ανθρωπολογικής σταθεράς. Το Πασοκ, το Ποτάμι αδυνατούν να τις κάνουν πράξη, επειδή υποτάσσονται στα μνημόνια, η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή δεν τις θεωρεί αυτοσκοπό: τις υπερασπίζεται μόνο στο μέτρο που υπηρετούν τους σκοπούς της. Το σλόγκαν της Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Δεν υπάρχει σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία, δημοκρατία χωρίς σοσιαλισμό» (που δεν αποκλείει καθόλου τις μαχητικές κινητοποιήσεις) εξακολουθεί να της είναι ξένο.

Η απεξάρτηση του ΣΥΡΙΖΑ από τους ΑΝΕΛ και η στροφή του προς τα κόμματα της λοιπής Αριστεράς και του Κέντρου θα μπορούσε έτσι να βγάλει «λαγούς»: Μια «για πρώτη φορά» φιλελεύθερη Αριστερά και ένα κεντροαριστερό χώρο, για τον οποίο ο φιλελευθερισμός δεν είναι κομψή παρόλα, αλλά όπλο στον αγώνα κατά των μνημονίων και των ανελεύθερων συνεπειών του. Όλα αυτά βέβαια με την απαιτούμενη σύνεση και σωφροσύνη ενόψει της απίστευτης υπεροπλίας των δανειστών.

Πρόκειται για αλληλένδετες διαδικασίες: Η άνοδος του πολιτικού φιλελευθερισμού θα προήγαγε και τον δημοσιογραφικό – και τανάπαλιν.

Εκείνο που επείγει άμεσα, εδώ και τώρα, είναι βέβαια η σωτηρία του ΔΟΛ. Η επίτευξη της με καθαρά οικονομικούς όρους είναι ωστόσο περισσότερο από αμφίβολη, αφού εξαρτάται από τα συμφέροντα των τραπεζών και των επενδυτών. Μένει έτσι μόνο η «πολιτική λύση», που όσο «χλωμή» και να είναι, θα πρέπει οπωσδήποτε (και όχι μόνο για την τιμή των όπλων) να επιχειρηθεί.

Σε κάθε περίπτωση, η κρίση του ΔΟΛ προσφέρει ευκαιρία για νέα αρχή: Για μέσα ενημέρωσης, που δεν θα λειτουργούν ως φέουδα και κέντρα ιδιωτικής εξουσίας. Με «μάγειρους» που δεν θα προσπαθούν να καταστρέψουν, αλλά να βελτιώσουν την κουζίνα τους. Με νομικά κατοχυρωμένα καταστατικά, που θα εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία των συντακτών έναντι των εργοδοτών τους, αλλά και την υποχρέωση τους για καλή και αντικειμενική πληροφόρηση του κοινού. Και με στόχο, έναν νέο φιλελευθερισμό στην Ελλάδα, που θα βρίσκει ισχυρό «πάτημα» στην κληρονομιά του ΔΟΛ.