Τον Ιανουάριο του 1897, πριν από εκατό χρόνια δηλαδή, γεγονότα καθοριστικής σημασίας όσον αφορά την Ελλάδα και γενικότερα τα Βαλκάνια διαδραματίστηκαν στην Αθήνα. Πράγματι, η Κρήτη ήταν τότε ξανά σε αναταραχή: επανάσταση είχε ξεσπάσει και, στην ουσία, έμπαινε θέμα ενσωμάτωσης του νησιού στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Ο σουλτάνος, φυσικά, είχε αντιδράσει, γίνονταν μάχες και ραγδαίως το ζήτημα εξελισσόταν σε πρόβλημα επιπέδου ευρωπαϊκού.


Κομβικό σημείο της όλης εμπλοκής ήταν η στάση της Αθήνας. Τι θα έκανε πράγματι η ελληνική κυβέρνηση; Προκειμένου να αποφευχθούν οι προστριβές με την Τουρκία, δεν θα βοηθούσε καθόλου; Μάλλον απίθανο. Θα βοηθούσε ανεπισήμως ώστε και οι επαναστάτες να ενισχυθούν αλλά και αφορμή στην οθωμανική πλευρά να μη δοθεί; Πολύ δύσκολο. Θα έμπαινε επισήμως στον αγώνα; Τελείως απίθανο. Τα ερωτήματα, πάντως, ήταν πιεστικά και, όπως συχνά έγινε στην Ιστορία του σύγχρονου Ελληνισμού, οι απαντήσεις θα είχαν μεγάλες συνέπειες.


Τελικά, βάσει της αρχής πως «εκείνο που εμφανίζεται ως απίθανο έχει περισσότερες προοπτικές υλοποίησης από ό,τι θεωρείται πιθανό», επιλέχτηκε η τρίτη λύση: περί τα τέλη του Ιανουαρίου του 1897, ως γνωστόν, ελληνικά πολεμικά καράβια έφτασαν στα Χανιά, ενώ λίγο αργότερα, στις 3 Φεβρουαρίου, αποβιβαζόταν στο νησί δύναμη στρατιωτική υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, υπασπιστή του Γεωργίου Α’, για να το «καταλάβει».


Τι γινόταν; Οπως σωστά επισημάνθηκε, από τότε ήδη, αποστολή ελληνικών μονάδων τακτικού στρατού σε μέρος της οθωμανικής επικράτειας, όπως ήταν τότε η Κρήτη, σήμαινε, όποιες προφάσεις και αν προβάλλονταν, ελληνοτουρκική σύρραξη. Πώς αποφάσισε λοιπόν κάτι τέτοιο η ελληνική κυβέρνηση; Πώς το επέτρεψε ο βασιλιάς; Τα χάλια, εκείνα τα χρόνια, του ελληνικού στρατού ήταν πασίγνωστα και, επομένως, το αποτέλεσμα οποιασδήποτε πολεμικής ενέργειας κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ­ κατά δυστυχίαν ­ ευχερώς προβλέψιμο.


Η εξήγηση η οποία συνήθως δίνεται όσον αφορά αυτήν την εξέλιξη είναι η πίεση που ασκήθηκε από την Εθνική Εταιρεία. Σύμφωνα με όσα σήμερα είναι γνωστά, η τελευταία ιδρύθηκε κατά τα τέλη του 1894· είχε μάλλον συνωμοτικό χαρακτήρα και ­ εμφανής ­ σκοπός της ήταν η προετοιμασία της σύγκρουσης με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Μεταξύ των ιθυνόντων περιλαμβάνονταν πρόσωπα με προβολή ευρύτατη στην κοινωνία της εποχής. Λέγεται λοιπόν πως αυτή η Εταιρεία, τηρώντας τακτική αδιαλλάκτως φιλοπόλεμη, παρέσυρε τους πολιτειακούς και πολιτικούς παράγοντες σε «κατοχή» της Κρήτης και, στη συνέχεια, σε «περιπέτειες» με την Τουρκία. Συνεπώς, τα όσα έγιναν μετά, η επονείδιστη ήττα του 1897, η επιβολή στη χώρα μας του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου και όλα τα συμπαρομαρτούντα, πρέπει να αποδοθούν στη δράση αυτού του ανεύθυνου παράγοντα.


Και όμως… όπως επισημάνθηκε εδώ και δεκαετίες, οι επιφανέστεροι της Εταιρείας βρίσκονταν λίγο – πολύ υπό την επιρροή του στέμματος, το οποίο είχε ακόμη ουσιαστικές εξουσίες ­ ιδίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Επιπλέον, ο Γεώργιος Α’, σε αντίθεση με τον προκάτοχο αλλά και τον διάδοχό του, αγαπούσε την ευζωία και απεχθανόταν τις περιπλοκές, εσωτερικές και εξωτερικές. Με λίγα λόγια, λογικό θα ήταν ο τότε βασιλιάς να μην επιδιώκει πόλεμο με την Τουρκία και ακόμη λογικότερο να μπορεί, με νεύμα του απλώς, να σταματήσει κάθε λογής πίεση ή και δράση της Εταιρείας. Πώς λοιπόν η Ελλάδα έφτασε στον πόλεμο του 1897;


Φως άπλετον στο μυστήριο έριξε άρθρο που δημοσιεύθηκε, στις 15 Σεπτεμβρίου 1910, στην εφημερίδα Πατρίς. Η Πατρίς έπαιξε ρόλο κατά τις αρχές του αιώνα μας: αρχικά έβγαινε στο Βουκουρέστι, αλλά από το 1905 στην Αθήνα. Εκδότης ήταν ο Σπύρος Σίμος, Ηπειρώτης τετραπέρατος· σε αυτήν είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του ο Σπύρος Μελάς, που, με πνεύμα χαρακτηριστικό, διηγήθηκε ευτράπελα και γραφικά από τις δημοσιογραφικές του εμπειρίες σε έργα της τριλογίας Η Ελληνική Ανόρθωση.


Οπως και να είναι, το εν λόγω άρθρο δεν είχε υπογραφή· χάρη όμως σε μαρτυρία του Περικλή Ιακ. Αργυρόπουλου, του οποίου διασώθηκαν οι Αναμνήσεις, είναι γνωστό πια ότι το έγραψε ο Νικόλαος Λεβίδης, υπουργός Ναυτικών την εποχή εκείνη, στην κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη. Κατά τον Λεβίδη, λοιπόν, η συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, στη διάρκεια της οποίας αποφασίστηκε η αποστολή στρατού στην Κρήτη, υπήρξεν εκ των ιστορικωτέρων. Πράγματι, τους υπουργούς κάλεσε ο Θ. Δηλιγιάννης ­ χωρίς όμως να τους πει γιατί τους καλούσε. Μόλις συγκεντρώθηκαν, τους ανακοίνωσε ότι άλλαζε τη ­ μετριοπαθή ­ πολιτική του και, για να «προστατεύσει» τους εν Κρήτη αδελφούς, θα έστελνε στο νησί στρατιωτική δύναμη.


Οι υπουργοί αποσβολώθηκαν: καταλάβαιναν πως κάτι τέτοιο σήμαινε πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αμήχανος ο Λεβίδης πρότεινε να ζητηθεί η γνώμη του βασιλιά, του οποίου τις φιλειρηνικές απόψεις ήξεραν όλοι. Ο πρωθυπουργός δέχτηκε αμέσως· η συνεδρίαση διακόπηκε, ένας υπουργός έσπευσε στα ανάκτορα και, μετά από λίγο, επέστρεψε κομιστής της απόφασης του άνακτος: ο βασιλιάς δεν είχε αντίρρηση στην κατοχή της Κρήτης από μονάδες του ελληνικού στρατού. «Μα μην ανησυχείτε», τόνιζε απαθής ο Δηλιγιάννης. «Εχω λόγους να πιστεύω ότι ενεργός ανάμιξις της Ελλάδος εις τον κρητικόν αγώνα θα καταλήξη εις ευάρεστα αποτελέσματα».


Ποιοι ήταν αυτοί οι λόγοι; Ο Γεώργιος Α’, πριν από λίγες εβδομάδες, είχε γυρίσει από ταξίδι στο εξωτερικό, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε περάσει από τη Βιέννη. Εκεί είχε συναντήσει και τον υπουργό Εξωτερικών κόμη Γκολουχόφσκι, που ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα βαλκανικά θέματα, καθώς και τον ίδιο τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Φαίνεται πως αυτοί τον διαβουκόλησαν σε επέμβαση στην Κρήτη δίνοντάς του την υπόσχεση ότι, αφενός, επέκειτο λύση του ζητήματος του νησιού και, αφετέρου, η ­ βέβαιη ­ σύρραξη με την Οθωμανική αυτοκρατορία και η ­ ακόμη πιο βέβαιη ­ ήττα της Ελλάδας δεν θα επέφεραν εδαφική μείωση της χώρας μας. Με άλλα λόγια, του προσέφεραν λύση του Κρητικού ζητήματος, λύση δυναστική όμως και όχι εθνική, εφόσον ήδη διαγραφόταν προοπτική αυτονόμησης του νησιού υπό τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του βασιλιά των Ελλήνων.


Γιατί όλα αυτά; Διότι η πτώχευση της χώρας, την οποία πανηγυρικώς διακήρυξε ο Χαρίλαος Τρικούπης το 1893, είχε δημιουργήσει αναστάτωση στους κύκλους των ομολογιούχων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες τουλάχιστον, γερμανοί υπήκοοι. Η όλη σύλληψη του σχεδίου επομένως πρέπει να αποδοθεί στον Γουλιέλμο Β’, αυτοκράτορα της Γερμανίας· αυτός πάλι ζήτησε τη μεσολάβηση της Βιέννης, επειδή, λόγω της πασίγνωστης αντιπάθειας που έτρεφε προς αυτόν ο βασιλιάς των Ελλήνων, ήταν αδύνατον να ληφθούν υπόψη προτάσεις του στην Αθήνα. Ετσι, η Αυστροουγγαρία αναγόταν ήδη σε ρυθμιστή των βαλκανικών υποθέσεων, εφόσον:


Λόγω της ήττας του 1897, επιβλήθηκε στην Ελλάδα ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος ­ και ικανοποιήθηκαν οι ομολογιούχοι.


Η Κρήτη πράγματι αυτονομήθηκε και κατέπαυσε, με τον τρόπο αυτόν, η αναταραχή στη νοτιοανατολική εσχατιά της Ευρώπης.


Αρμοστής των Δυνάμεων στη Μεγαλόνησο έγινε τω όντι ο πρίγκιπας Γεώργιος με αποτέλεσμα τη «χαροποίηση» του πατέρα του.


Τέλος ­ τελευταίο μα όχι και έλασσον ­ αποσοβούνταν οι ελληνικές προσπάθειες προς τα βόρεια, τη Μακεδονία ιδίως.


Πράγματι, ο «όρος», την τήρηση του οποίου προσωπικώς ανέλαβε ο Γεώργιος Α’, ήταν να σταματήσουν οι ελληνικές κινήσεις, του στόλου κυρίως, προς τη Θεσσαλονίκη. Ο «όρος» τηρήθηκε για καιρό. Το 1912 όμως παραβιάστηκε και ελληνικό πλοίο βούλιαξε τουρκικό στα νερά της μακεδονικής μεγαλούπολης· επιπλέον, ευθύς μετά την απελευθέρωση της τελευταίας, ο βασιλιάς εγκαταστάθηκε εκεί ώστε να διασφαλισθούν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.


Ενεργώντας έτσι ο Γεώργιος Α’ έπραξε το καθήκον του…


… Αλλά και υπέγραψε τη θανατική του καταδίκη.


Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.