Εμαθα ανάγνωση –κατά κυριολεξία –με τις επιφυλλίδες του Παύλου Παλαιολόγου στο «Βήμα». Θυμάμαι ακόμη πολλές από αυτές, γραμμένες με το μοναδικό κοφτό και λιτό ύφος του, με τις σύντομες κύριες προτάσεις.
Ημουν συνεπώς πολύ υπερήφανος που ο Λ. Καραπαναγιώτης δημοσίευσε για πρώτη φορά άρθρο μου στο «Βήμα», όταν ήμουν ακόμη φοιτητής, πριν ακριβώς σαράντα χρόνια.
Για τη γενιά μου, η σχέση με «Το Βήμα» –το ίδιο ισχύει και για «Τα Νέα» –είναι σχέση ζωής. Είναι στοιχείο της προσωπικής μας υπόστασης. Είναι μια σχέση μαθητείας στην Ιστορία, τον πολιτισμό, τα διεθνή ρεύματα των ιδεών. Είναι ο τόπος στον οποίο ζήσαμε επί δεκαετίες όλες τις μεγάλες μάχες για τη Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου, το Σύνταγμα. Είναι η σκηνή πάνω στην οποία εξελίχθηκαν οι πιο γόνιμες ιστοριογραφικές, φιλολογικές, γλωσσολογικές, λογοτεχνικές, θεατρολογικές, μουσικολογικές και άλλες παρόμοιες έριδες. Και είναι φυσικά το σώμα πάνω στο οποίο αποτυπώνονται οι πολιτικές εξελίξεις ενός ολόκληρου αιώνα, ο μισός και παραπάνω από τον οποίο είναι τμήμα και της ατομικής μας μνήμης.
Αυτά τα στοιχεία διαμορφώνουν μια εφημερίδα-θεσμό που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της αντίστοιχης εκδοτικής επιχείρησης, τη μετοχική της σύνθεση, τη διοίκησή της, τα χρηματοοικονομικά της δεδομένα, τον τραπεζικό της δανεισμό και όλα τα συναφή. Μια εφημερίδα-θεσμό που ακουμπά στην τεράστια άυλη υπεραξία της συνεισφοράς όλων των συντακτών και συνεργατών της, τωρινών και παλαιότερων, που συνδιαμόρφωσαν την παράδοση και το ιδιαίτερο κλίμα αυτής της εφημερίδας. Μιας εφημερίδας που ποτέ δεν έκρυψε την προνομιακή της σχέση με τη δημοκρατική παράταξη, με την ευρύτερη έννοια του όρου.
Ο Χρήστος Λαμπράκης δεν ήταν μάνατζερ των ΜΜΕ. Ηταν ο επίμονος εκφραστής ενός οράματος πολιτιστικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας. Να δεχθώ ότι το όραμα αυτό ήταν καθαρά δυτικότροπο. Ηταν όμως όραμα, δεν είχε τίποτα το μίζερο και φθηνό επάνω του.
Δεν ξεχνώ πολιτικές σκοπιμότητες που υπηρετήθηκαν, παραπολιτικές ή μικροπολιτικές παρεκβάσεις που φιλοξενήθηκαν στις σελίδες της. Ολα όμως αυτά δεν αλλοιώνουν τη μεγάλη εικόνα. Τη δημοκρατική και εθνική εισφορά. Τη τεράστια συμβολή στην εκμάθηση της πολυφωνίας.
Τίποτα από αυτά δεν έχει βεβαίως σημασία όταν αναφερόμαστε στην προστασία της ελευθερίας του Τύπου και του πολιτικού και επικοινωνιακού πλουραλισμού. Αξιο προστασίας είναι κάθε μέσο ενημέρωσης ανεξαρτήτως της παράδοσης και της ποιότητάς του που δεν είναι θεσμικά ελεγχόμενο ζήτημα.
Ολα όμως αυτά εξηγούν γιατί υπάρχει η ομολογημένη και απροκάλυπτη επιδίωξη της κυβέρνησης να δημιουργήσει ασφυκτικό κλοιό ειδικά γύρω από τις δύο αυτές εφημερίδες-θεσμούς. Με στόχο το κλείσιμό τους που θα έχει καταλυτικές επιπτώσεις στην πολυφωνία των ΜΜΕ, άρα στην καρδιά της Δημοκρατίας.
Ολα όσα συμβαίνουν τα δύο τελευταία χρόνια όχι στην οικονομία, αλλά στους θεσμούς, στη Δικαιοσύνη, στις Ανεξάρτητες Αρχές, στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, στη λειτουργία της Βουλής, στην «ευέλικτη» διαχείριση θεμάτων όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος και το νέο φλερτ με το δημοψήφισμα, θέτουν ζήτημα Δημοκρατίας. Η δήθεν ριζοσπαστική δημοκρατία του εθνικολαϊκισμού που βασίζεται στη σύγκρουση, στη διαρκή επινόηση εχθρών, δεν είναι μια θεμιτή εκδοχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Πρώτον, γιατί διαμορφώνει μια υποδόρια «κοινοτοπία του κακού», που δηλητηριάζει ό,τι έχει απομείνει ως πολιτικός ορθολογισμός στον τόπο μας. Δεύτερον, γιατί δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς κοινές αξιακές παραδοχές και συναινέσεις. Οταν συνεπώς κάποιοι απεργάζονται το κλείσιμο εφημερίδων επικαλούμενοι π.χ. κριτήρια τραπεζικά, επιχαίρουν για αυτό ή έστω το ανέχονται, κάνουν ή στηρίζουν μια επιλογή βαθιά αντιδημοκρατική και κυρίως επικίνδυνη. Μια επιλογή που τιμωρεί τελικά όσους την κάνουν ή τη στηρίζουν.
Ο κ. Ευ. Βενιζέλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ