Ανάμεσα στις δημόσιες καταστροφές που πλήττουν τον τελευταίο καιρό τη χώρα και τις προσωπικές που πλήττουν πολλούς από εμάς, υπάρχουν και εκείνες που είναι δύσκολο να τις κατατάξεις: δεν ανήκουν σε καμία από τις δύο κατηγορίες ή, ακριβέστερα, για όσους είχαν την τύχη να συνεργάζονται –και μάλιστα για πολλά χρόνια –με τις εφημερίδες του ΔΟΛ, ανήκουν και στις δύο κατηγορίες. Ετσι υποδέχθηκα τις δυσάρεστες εξελίξεις για «Το Βήμα της Κυριακής» και για «ΤΑ ΝΕΑ», γιατί στην προκειμένη περίπτωση το δημόσιο και το προσωπικό βαδίζουν χέρι χέρι. Οχι πως το πλήγμα ήταν εντελώς αναπάντεχο: για καιρό τώρα κυκλοφορούσαν διάφορες ανησυχητικές φήμες, που οι περισσότεροι όμως δεν θέλαμε να πιστέψουμε, γιατί τόσο μας φαινόταν λειψή η καθημερινότητα χωρίς αυτές τις εφημερίδες και ιδιαίτερα, σε ό,τι με αφορά, χωρίς «Το Βήμα».
Θυμάμαι πως όταν άρχισα να διαβάζω «Το Βήμα», τότε καθημερινό φύλλο, η εντύπωσή μου ήταν ότι είχα να κάνω με μια διαφορετική εφημερίδα, που λίγο ενδιαφερόταν για τις πολιτικές μου απόψεις ή τις πεποιθήσεις μου γενικότερα· αυτό που ήθελε δεν ήταν να με εντυπωσιάσει ή να με καταπλήξει, αλλά να με πείσει ότι έλεγε πράγματα που άξιζαν την προσοχή μου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται οπωσδήποτε τη συμφωνία μου με τα λεγόμενά της. Με τρόπο ψύχραιμο, χωρίς εξάρσεις που θα κολάκευαν τους πολλούς, επιδίωκε τη σωστή είδηση και την ακρίβεια στη διατύπωσή της. Ειδικότερα η γλώσσα της ήταν αξιοσημείωτη: δημοτική χωρίς δημοτικισμούς, εμπνεόταν από τα παραδείγματα μεγάλων δασκάλων της γραφής, που πολλοί ήταν εξάλλου συνεργάτες της. Η δημοσιογραφική πολιτική που ακολουθούσε δεν ήταν ακριβώς η παράθεση όλων των απόψεων, αλλά η δημοσιοποίηση εκείνων που είχαν ειδικό βάρος, αυτών δηλαδή που αν απουσίαζαν κάτι θα έλειπε από την εφημερίδα. Δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι έμεινε πάντα πιστή στη σωστή αυτή πολιτική, αλλά οι λοξοδρομήσεις δεν άλλαξαν αισθητά την ορθή κατεύθυνση.
Η σχέση των συνεργατών με «Το Βήμα» υπάκουε σε απλούς κανόνες που σχετίζονταν με το ήθος που καλλιεργούσε η εφημερίδα. Οπως θα το επιβεβαιώσουν όλοι, υποθέτω, ο συνεργάτης των «Νέων Εποχών» ήταν απολύτως ελεύθερος να γράφει αυτό που πίστευε σωστό. Η λογοκρισία ήταν άγνωστο είδος, ακόμη και σε εποχές επικίνδυνες, όπου η άσκησή της θα μπορούσε να είναι χρήσιμη. Οι υπεύθυνοι συντάκτες, αν κρίνω από τη δική μου περίπτωση, επικοινωνούσαν με τους συνεργάτες μόνο όταν έκριναν ότι μια φράση χρειαζόταν διόρθωση ή μια λέξη έπρεπε να αντικατασταθεί. Και το δίκιο ήταν με το μέρος τους.
Πολιτική εφημερίδα, «Το Βήμα της Κυριακής» γνώριζε καλά την επίδραση που ασκούσε στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Πολλοί ήταν εκείνοι ωστόσο που θεωρούσαν την επίδραση αυτή επιζήμια, γιατί πίστευαν ότι η εφημερίδα τη χρησιμοποιούσε για ίδιον όφελος. Η πολύχρονη πορεία της εφημερίδας στη νεοελληνική ιστορία δείχνει ότι δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτό ισχύει: πώς είναι δυνατόν, παραμένοντας αταλάντευτος στα κελεύσματα της δημοκρατίας, να εργάζεσαι με επιτυχία μόνο για το συμφέρον σου; Μοιάζει κάπως παράδοξο στους πολιτικούς άρχοντες, και μάλιστα σε αυτούς της πιο πρόσφατης κοπής, το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να κάνει πολιτική αδιαφορώντας συχνά για τις επιλογές των κομματικών ορδών. Θύμα αυτής της νοοτροπίας που βασανίζει όλη τη χώρα είναι και «Το Βήμα της Κυριακής». Καλό θα ήταν όμως οι προσωρινοί θριαμβευτές, υπόδουλοι του φθόνου και της κακίας, να μην ξεχνούν ότι οι δημοσιογράφοι είναι αποφασισμένοι να κρατήσουν την εφημερίδα τους όρθια.
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ