ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ δραματικές εξελίξεις του Κυπριακού δείχνουν για μία ακόμη φορά πόσο απαραίτητη είναι η χάραξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά θέματα. Αν αφήσουμε κατά μέρος πολιτικές που έχουν πρωταρχικό σκοπό την άγρα ψήφων, δύο είναι οι βασικές επιλογές που έχουμε σε αυτή τη συγκυρία.


Η πρώτη, που θα την ονόμαζα συγκρουσιακή ή ελληνοκεντρική, βασίζεται σε ένα μείγμα real politik και αντίδρασης στην πληγωμένη εθνική υπερηφάνεια. Αυτό μας κάνει να βλέπουμε τον έξω κόσμο με καχυποψία και εχθρότητα ­ αφού ακόμη και οι εταίροι μας μέσα στην ΕΕ ακολουθούν μια πολιτική «ίσων αποστάσεων» μη κάνοντας τον διαχωρισμό μεταξύ θύτη και θύματος στην Κύπρο, επιτιθέμενου και αμυνόμενου στο Αιγαίο. Στη συνέχεια η απαισιόδοξη αντίληψη του έξω κόσμου οδηγεί στο να μην ελπίζουμε στη βοήθεια τρίτων και να βλέπουμε τη σχέση μας με τη γείτονα χώρα σαν ένα παιχνίδι όπου υπάρχουν δύο σοβαροί παίκτες ­ η Ελλάδα και η Τουρκία· και όπου ο κύριος κανόνας είναι αυτός του μηδενικού αθροίσματος (δηλ. ό,τι κερδίζει ο ένας αντίπαλος το χάνει αναγκαστικά ο άλλος).


Από αυτή τη σκοπιά, βασιζόμενοι σε μια ουσιοκρατική αντίληψη της επιθετικότητας της γείτονος χώρας σαν μιας παραμέτρου που δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει· και ακολουθώντας μια «ρεαλιστική» λογική, φτάνουμε στο συμπέρασμα πως δεν έχουμε άλλη επιλογή από μια ξέφρενη κούρσα εξοπλισμών ­ ως τον μόνο τρόπο να σταματήσουμε τον τουρκικό επεκτατισμό και να βγούμε νικητές σε έναν πιθανό ελληνοτουρκικό πόλεμο.


Κατά τη γνώμη μου, η παραπάνω στρατηγική είναι αυτοκαταστροφική. Αν λάβουμε υπόψη πως η Τουρκία μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, να ξοδέψει για όπλα πολλαπλά ποσά από ό,τι εμείς και πως τα δημογραφικά και γεωπολιτικά δεδομένα δεν είναι ευνοϊκά για μας ­ τότε καταλαβαίνουμε πως η συγκρουσιακή πολιτική οδηγεί σε πλήρες αδιέξοδο: στην καλύτερη περίπτωση μας οδηγεί στην αποτυχία της εκσυγχρονιστικής μεταρρύθμισης και στη μόνιμη περιθωριοποίηση της χώρας μας· στη χειρότερη οδηγεί στην τουρκική κατάκτηση της υπόλοιπης Κύπρου ή/και μιας σειράς ελληνικών νησιών στο Αιγαίο.


Η εναλλακτική αντι-συγκρουσιακή επιλογή συνίσταται στα εξής: χωρίς να αγνοήσουμε την αμυντική ετοιμότητα της Κύπρου και της Ελλάδος, συνειδητοποιούμε πως ο μόνος τρόπος για να πετύχουμε μια ικανοποιητική λύση είναι να βάλουμε σαν προτεραιότητα όχι τα στρατιωτικά αλλά τα διπλωματικά μέσα. Από αυτή τη σκοπιά το ελληνοτουρκικό παιχνίδι όχι μόνο δεν έχει τον χαρακτήρα μηδενικού αθροίσματος, αλλά και κινητοποιεί όχι δύο αλλά τέσσερις σοβαρούς παίκτες: τις δύο άμεσα ενδιαφερόμενες χώρες, την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για τη χώρα μας η βασική προϋπόθεση για να κερδίσουμε στο παιχνίδι αυτό είναι να εξασφαλίσουμε την ενεργό υποστήριξη της Ευρώπης και των ΗΠΑ.


Για να μπορέσει όμως η Ελλάδα να δράσει κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να παραδεχτεί μερικές αλήθειες που μας είναι δυσάρεστες.


1) Για την ΕΕ και για τις ΗΠΑ η Τουρκία αποτελεί ένα βασικό παράγοντα στη νέα τάξη πραγμάτων. Ως εκ τούτου η πολιτική και των δύο είναι να φέρουν την Τουρκία όσο πιο κοντά γίνεται στην Ευρώπη εξουδετερώνοντας έτσι τον φονταμενταλιστικό κίνδυνο.


2) Αυτή η βασική στρατηγική δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε επειδή η Τουρκία έχει ένα αυταρχικό καθεστώς ούτε επειδή έχει επιθετική/επεκτατική εξωτερική πολιτική. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί δεν έχουν τη δυνατότητα, με τους κατάλληλους χειρισμούς, να επιβάλουν στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ μια ισορροπία/σταθερότητα που να συμβιβάζεται με τα εθνικά μας συμφέροντα.


3) Στον μεταψυχροπολεμικό «μονοπολικό» κόσμο μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα δεν έχει πια τη δυνατότητα να μη λαμβάνει σοβαρά υπόψη της την αμερικανή υπερδύναμη, καταφεύγοντας στην υποστήριξη της Ρωσίας, για παράδειγμα.


Αν παραδεχτούμε τα παραπάνω, βγαίνει το συμπέρασμα πως η τωρινή εξωτερική πολιτική μας έχει πάρει τον λάθος δρόμο. Αν δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να εξασφαλίσουμε την αμερικανική και ευρωπαϊκή υποστήριξη, τότε μια σειρά από αποφάσεις μας είναι λανθασμένες. Από την άρνηση διαλόγου με την Τουρκία και τη δημιουργία εμποδίων στην ευρωτουρκική προσέγγιση (που μακροχρόνια μας συμφέρει) ως την κυπριακή αγορά ρωσικών πυραύλων χωρίς να έχει προηγηθεί συνεννόηση με τους συμμάχους μας ­ όλες αυτές οι ενέργειες μας αποξενώνουν από αυτούς που μπορεί να μας βοηθήσουν και μας οδηγούν σε μια «εθνικά υπερήφανη» αλλά ουσιαστικά αδιέξοδη κατεύθυνση.


Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια πως πρέπει να υπακούμε τυφλά στις προσταγές των Ευρωπαίων ή των Αμερικανών, ούτε σημαίνουν πως πρέπει να αγνοήσουμε την άμυνα της Ελλάδος και της Κύπρου. Σημαίνουν όμως πως η άμυνά μας πρέπει να ενισχυθεί κατά τρόπο που δεν υπονομεύει ούτε τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό της χώρας ούτε την ευρωαμερικανική υποστήριξη που είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος προώθησης των εθνικών μας συμφερόντων στο Αιγαίο και στην Κύπρο· σημαίνουν επίσης πως για να πετύχουμε μια διπλωματική λύση θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις δυνάμεις μας περισσότερο για την κινητοποίηση της διεθνούς γνώμης και την εξασφάλιση της συμμαχικής υποστήριξης και λιγότερο προς την κατεύθυνση των απεριόριστων εξοπλισμών και του εθνικού απομονωτισμού. Σημαίνουν, με άλλα λόγια, πως πρέπει να προστατεύσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα χωρίς ποτέ να κλείνουμε την πόρτα του διαλόγου και χωρίς να καταφεύγουμε σε λαϊκισμούς που θυσιάζουν τη διεθνή υπόσταση της χώρας στον βωμό μικροκομματικών συμφερόντων. Σημαίνουν τέλος πως ο Πρωθυπουργός, που έχει ήδη κάνει σημαντικά βήματα για να μας βγάλει από τη διπλωματική απομόνωση που ο προκάτοχός του δημιούργησε, πρέπει να ελέγξει επιτέλους αυτούς μέσα στην κυβέρνηση που, προωθώντας μια συγκρουσιακή στρατηγική, οδηγούν τη χώρα στο αδιέξοδο και στην τραγωδία μιας πολεμικής σύρραξης.