Στις 9/12/2012 η «Καθημερινή» δημοσίευσε άρθρο μου με τίτλο «Τα αίτια της πτώχευσης και τι μέλλει γενέσθαι». Ανατρέχοντας στις ιδέες και στις προτάσεις που εξέθεσα τότε, σήμερα διαπιστώνω ότι, παρά τις μεγάλες θυσίες εξαιτίας των τριών προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής (Μνημόνια), οι προοπτικές δεν βελτιώνονται, με αποτέλεσμα να διαφαίνεται το ενδεχόμενο μιας άτακτης χρεοκοπίας. Επειδή η σιωπή είναι πλέον ασυγχώρητη, έστω και εάν η πιθανότητα να αφυπνιστεί το πολιτικό σύστημα είναι μικρή, επιθυμώ να εξηγήσω γιατί, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουμε το διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομία μας, οδηγούμεθα στην καλύτερη περίπτωση σε ένα μονοπάτι ανεπαρκούς ανάπτυξης, και στη χειρότερη σε μια ανοικτή χρεοκοπία, η οποία θα σημαδέψει τις παρούσες και τις μελλοντικές γενεές με το στίγμα μιας καταστροφικής εθνικής αποτυχίας.
Ποιο ήταν και συνεχίζει να είναι το πρόβλημα


Το 2009 ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας ήταν σχετικά υγιής. Προς απόδειξη επαρκούν τα συγκριτικά στοιχεία της παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο εδώ και στην πλέον ανθηρή οικονομία της Ευρώπης, τη Γερμανία.
Η απογραφή του 2010 έδειξε ότι ο αριθμός των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο ήταν 768.009. Αν προστεθούν όσοι εργάζονταν με συμβάσεις και αφαιρεθούν όσοι αποχώρησαν για διάφορους λόγους, οι απασχολούμενοι στη γενική κυβέρνηση το 2011 υπερέβαιναν τις 800.000. Εστω συντηρητικά ότι ο καθένας τους κόστιζε στους φορολογουμένους 25.000 ευρώ. Συνεπώς, η δαπάνη ήταν 20 δισ. ευρώ. Το ίδιο έτος το ΑΕΠ ανερχόταν σε 215 δισ. ευρώ και η συνολική απασχόληση σε 4 εκατομμύρια εργαζομένους. Αν αφαιρέσουμε τα 20 από τα 215 δισ. ευρώ και διαιρέσουμε το υπόλοιπο με τους 3,2 εκατομμύρια εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα και στις ΔΕΚΟ, βρίσκουμε ότι το 2011 ο μέσος εργαζόμενος παρήγαγε προϊόντα και υπηρεσίες αξίας 60.937 ευρώ.
Στη Γερμανία το 2011 το ΑΕΠ ανερχόταν σε 2,57 τρισ. ευρώ, το σύνολο των εργαζομένων σε 41,6 εκατομμύρια, και εξ αυτών 4,6 εκατομμύρια εργάζονταν στον δημόσιο τομέα με μέσο ετήσιο κόστος 45.513 ευρώ. Αν λοιπόν υπολογίσουμε ότι το συνολικό κόστος ήταν 209,4 δισ. ευρώ (45.513 ευρώ x 4,6 εκατ. εργαζ.), το αφαιρέσουμε από το ΑΕΠ και διαιρέσουμε το υπόλοιπο με τον αριθμό των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, βρίσκουμε ότι οι τελευταίοι παρήγαγαν κατά κεφαλή προϊόντα και υπηρεσίες αξίας 63.800 [ (2,57 τρισ. ευρώ – 209,4 δισ. ευρώ)/ 37 εκατ. εργαζ.]. Τέλος, διαιρώντας τις μέσες προστιθέμενες αξίες στους ιδιωτικούς τομείς της Ελλάδας και της Γερμανίας, προκύπτει ότι η παραγωγικότητα του μέσου εργαζομένου εδώ ήταν ίση με το 95,5% στη Γερμανία. Συνεπώς, όταν επιβλήθηκε το πρώτο Μνημόνιο το 2010, πολύ πιθανά η ιδιωτική οικονομία στην Ελλάδα ήταν εξίσου ή και ελαφρά παραγωγικότερη της αντίστοιχης Γερμανικής.
Το πρόβλημά μας ήταν το πώς να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγουμε, ώστε να ενισχυθούν οι εξαγωγές και μέσω της εξισορρόπησης του ισοζυγίου πληρωμών να καταστεί δυνατή η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, η αύξηση του οποίου θα μπορούσε να χαλιναγωγηθεί μέσω βαθμιαίας μεταστροφής των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε μέτρια δημοσιονομικά πλεονάσματα. Αυτή η προσέγγιση απαιτούσε να ληφθούν μέτρα προς τέσσερις κατευθύνσεις. Πρώτον, τη δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών με ταυτόχρονη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Δεύτερον, με απειλή τη στάση πληρωμών, τη σοβαρή μείωση του δημόσιου χρέους μέσω διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. Τρίτον, την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος με καθαρά ιδιωτικοοικονομικούς όρους, και, τέταρτον, την εισαγωγή όλων των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων για το άνοιγμα στον ανταγωνισμό των αγορών των προϊόντων και των υπηρεσιών. Αντ’ αυτών, οι κυβερνήσεις μας (α) υιοθέτησαν πολιτικές οι οποίες διατηρούν τη βασική ανισορροπία στον δημόσιο τομέα, δηλαδή την υπερβολική δημόσια απασχόληση, (β) εξουθένωσαν τον ιδιωτικό τομέα κάτω από το βάρος της υπερβολικής φορολόγησης, και (γ) μετά από επτά χρόνια αχρείαστης λιτότητας, όλες οι ενδείξεις είναι ότι τα χειρότερα είναι μπροστά μας.
Το ερώτημα γιατί οι κυβερνήσεις μας επέλεξαν τα μνημόνια θα παραμείνει ανοικτό για πολλά χρόνια. Μια ερμηνεία είναι ότι ενέδωσαν στη λογική της αυτοσυντήρησης του πολιτικού συστήματος και του πελατειακού κράτους, αφού γνώριζαν ότι η εσωτερική υποτίμηση δεν είχε καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Για όποιους αμφιβάλλουν είναι διαφωτιστικά όσα έγραφαν το 2012 οι εμπειρογνώμονες των δανειστών στη σελίδα 48 της έκθεσής τους προς το ΔΝΤ [Βλ. International Monetary Fund (2012)]:
Χωρίς αμφιβολία, με τις επιλογές τους οι κυβερνήσεις μας επαλήθευσαν ότι: Τα κόμματα και τα στελέχη τους επιδιώκουν την εξουσία για ικανοποίηση των ατομικών τους υλικών συμφερόντων. Οσάκις γίνονται αιτία πραγματικού καλού για την πατρίδα τους, οι πολιτικοί ενεργούν, όχι μονάχα από καλή προαίρεση, αλλά επειδή κυρίως το δικό τους συμφέρον συμπίπτει με εκείνο της πατρίδας. Για να είναι επωφελείς για την πατρίδα και τους συμπατριώτες τους, οι πολιτικοί θα πρέπει να είναι ηθικοί και ενάρετοι [Βλ. σελίδα 112 της επανέκδοσης της αυτοβιογραφίας του Franklin (2005)].
Ετσι, χωρίς μείωση των δημόσιων δαπανών, μέσω ταχείας συρρίκνωσης της δημόσιας απασχόλησης, και χωρίς δραστική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω εισαγωγής προχωρημένων θεσμικών και διαρθρωτικών αλλαγών, δεν είναι ανεξήγητο γιατί ζούμε το μαρτύριο μιας παρατεινόμενης εσωτερικής υποτίμησης.
Τι οφείλουμε να κάνουμε


Το ΔΝΤ απαιτεί να ληφθούν πρόσθετα μέτρα 4,5 δισ. Αν το μείγμα είναι όπως προηγουμένως, δηλαδή 80% αύξηση των φορολογικών εσόδων και 20% μείωση των δημόσιων δαπανών, το αποτέλεσμα θα είναι περαιτέρω ύφεση και ξεχαρβάλωμα της οικονομίας, με μεγάλη πιθανότητα να επέλθει το μοιραίο γρηγορότερα παρά αργότερα. Θα πρόκειται για μεγάλο λάθος, γιατί δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια του χρόνου και της ευρωπαϊκής υποστήριξης. Η πρότασή μου είναι τα μέτρα να ληφθούν αντίστροφα. Ειδικότερα, να εκπλήξουμε τις διεθνείς αγορές και τους δανειστές θετικά, λαμβάνοντας μέτρα με επίπτωση 100% επί των δημόσιων δαπανών.
Οι διεθνείς αγορές ουδέποτε θα μας δανείσουν με λογικά επιτόκια τα κεφάλαια που χρειαζόμαστε για την ανακύκλωση του χρέους, γιατί γνωρίζουν ότι η βασική στρέβλωση της οικονομίας μας, δηλαδή ο υπερμεγέθης και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας, συνεχίζει να παραμένει άθικτος. Ο λόγος είναι ότι στο επίπεδο ανάπτυξης που βρίσκεται η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει διεθνώς ανταγωνιστική απασχολώντας στο Δημόσιο το 15% του συνόλου των εργαζομένων, με ετήσιο κόστος 11% του ΑΕΠ, και με το Δημόσιο να συμμετέχει στη συνταξιοδοτική δαπάνη με 11% του ΑΕΠ, την ίδια στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται στο 2,5%. Ή αυτά τα δεδομένα θα αλλάξουν σύντομα με πρωτοβουλία μας ή θα αλλάξουν μέσα από μια βίαιη πτώχευση. Η άποψή μου βασίζεται στην υπόθεση ότι μπορούμε να φθάσουμε σε μια κοινωνική συμφωνία ώστε να αποφευχθεί το χειρότερο κακό.
Τα επιπρόσθετα μέτρα θα πρέπει να επιβαρύνουν τις ίδιες πηγές από τις οποίες προέρχεται η στρέβλωση της οικονομίας μας. Δηλαδή, τη δημόσια απασχόληση, τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις. Με ποια αναλογία θα κατανεμηθούν δεν είναι δική μου δουλειά να υποδείξω. Ας το αποφασίσουν μια οικουμενική κυβέρνηση ή ένα συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αλλά θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, ενώ με τα μέτρα αυτά κερδίζουμε χρόνο και θα βγούμε στις αγορές πολύ σύντομα για τη χρηματοδότηση του χρέους και της οικονομίας, δεν επαρκούν για να κερδίσουμε τη μάχη της ανταγωνιστικότητας.
Οι απαιτούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να γίνει η χώρα μας διεθνώς ανταγωνιστική και φιλική στις εγχώριες και ξένες επενδύσεις ξεπερνούν αυτές που αναφέρονται στην «εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ». Για παράδειγμα, στην τελευταία δεν αναφέρεται τίποτε σχετικά με το άρθρο 106 του Συντάγματος για τα περιουσιακά δικαιώματα, το οποίο πρέπει να καταργηθεί το συντομότερο δυνατόν. Αλλά εν όψει της αβελτηρίας της παρούσης κυβέρνησης και των συντηρητικών διακηρύξεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης, χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να ελπίζει κανείς στην ανάδειξη μιας εθνικής ηγεσίας και μιας κοινωνικής συμμαχίας αντάξιας των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε. Επειδή λοιπόν σε αυτό το σημείο σταματάει η ψυχρή λογική, και το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα εξαρτάται από παράγοντες οι οποίοι είναι αδύνατον να προσδιοριστούν, το τι θα κάνουμε τελικά επαφίεται στον πατριωτισμό όλων μας.
Καταληκτικές επισημάνσεις


Από το 2010 το βιοτικό μας επίπεδο υποβαθμίζεται συστηματικά. Γίναμε γενικά πολύ φτωχότεροι. Εντούτοις, όλες οι ενδείξεις είναι ότι ο ορίζοντας μιας ανοικτής πτώχευσης, η οποία θα συνοδεύεται από επιστροφή στη δραχμή και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση, έχει κοντύνει.
Αυτό το ενδεχόμενο δεν επιθυμώ ούτε καν να το σκέπτομαι γιατί οι συνέπειες δεν αφορούν μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά και μεγάλους γεωπολιτικούς κινδύνους λόγω της αστάθειας στην περιοχή μας. Τώρα πλέον δεν έχουμε την πολυτέλεια να πορευόμαστε επιπόλαια. Εχουμε πρόβλημα και δεν θα μας το λύσουν οι δανειστές. Προτού λοιπόν μας προλάβει μια άτακτη χρεοκοπία, έστω και από ατύχημα, είναι φρόνιμο να συμφωνήσουμε και να απαιτήσουμε από την κυβέρνηση να προχωρήσει στην κατεύθυνση των σκέψεων που εξέθεσα γιατί οι «καιροί ου μενετοί».
Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ