Η κυβέρνηση, αφού κατάλαβε ότι η προεκλογική της στρατηγική, που μερικώς εφάρμοσε την εποχή Βαρουφάκη, ήταν απολύτως αδιέξοδη, τόσο για την χώρα, όσο και για τους ίδιους, επέλεξε να συνεχίσει την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων.

Όμως, οι αυταπάτες της, κατά τον Πρωθυπουργό, επιβάρυναν την οικονομία και την κοινωνία με το 3ο μνημόνιο και την καθήλωσαν και πάλι στην ύφεση.

Ακόμη χειρότερα, για ιδεοληπτικούς και κομματικούς λόγους, ακύρωσαν αρχικά σημαντικές μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων και στη συνέχεια, αναγκάστηκαν να τις επαναφέρουν μερικώς, ενώ επιβράδυναν, όσες ήταν σε εξέλιξη.

Σε μια οικονομία όμως, όπως η Ελληνική, που συνεχίζει να στηρίζεται στην κατανάλωση , έστω και συρρικνωμένη και το κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί την ποιοτική και καθολική παροχή των αγαθών της παιδείας , της υγείας, της φροντίδας των απολύτως αδύναμων και τα ελάχιστα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, πολύ περισσότερο των ανέργων, η ακύρωση, ή έστω η επιβράδυνση, αντί για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, είναι καταστροφική.

Το 3ο μνημόνιο, επιβάρυνε ακόμη περισσότερο φορολογικά, κάθε ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα και ιδιαίτερα των νέων επαγγελματιών.

Αυτό που ενδιέφερε κυρίως την κυβέρνηση, μετά την οδυνηρή εμπειρία της πρώτης κυβερνητικής της θητείας, είναι η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων, για να είναι μέσα στο πρόγραμμα και να εισπράττει τον πρόσθετο δανεισμό για να καλύπτει τις δημόσιες δαπάνες, να ανακεφαλαιοποιήσει και πάλι τις τράπεζες και να μην ενοχλεί τους δανειστές και εταίρους.

Μέχρι τώρα και οι δυο πλευρές δείχνουν ευχαριστημένες, αφού η μεν Ελληνική κυβέρνηση διατηρεί την εξουσία, χτίζοντας, προκλητικά μερικές φορές, το δικό της κομματικό κράτος, οι δε εταίροι μπορούν να παρουσιάζουν, έστω και με πολύ προσπάθεια, ένα μικρό success story στα εθνικά τους ακροατήρια, που είτε τους καταπίνουν, είτε τους αμφισβητούν έντονα, με αιχμές και την χρηματοδότηση της Ελλάδας.

Έτσι, εύκολα σχετικά, το τρίτο μνημόνιο, από εμπροσθοβαρές έγινε οπισθοβαρές και η μια αναβολή διαδέχονταν την άλλη, για να μην δημιουργηθεί νέα πολιτική κρίση.

Η χώρα οριακά και με λογιστικές παρεμβάσεις, τηρεί τους δημοσιονομικούς στόχους και πληρώνει τις δόσεις των δανείων, όμως η οικονομία συρρικνώνεται συνεχώς και οι κοινωνικές αντοχές έχουν καταρρεύσει.

Η συμφωνία στο τελευταίο Eurogrοup, ήταν η επιβεβαίωση της μέχρι τώρα τακτικής, των δυο πλευρών. Δηλαδή, νέα αναβολή της δεύτερης αξιολόγησης για τον νέο χρόνο, με τεχνάσματα και λεκτικές ακροβασίες, για να μην διαταραχτούν οι ισορροπίες και στις δυο πλευρές.

Η κυβέρνηση, συνεχίζει να προβάλει, ως το μεγάλο της ατού, την αποτελεσματική διαπραγμάτευση, παρ’ ότι στην πράξη έχει διαψευστεί πολλές φορές.

Βαφτίζει τις συνεχείς αναβολές, επιτυχή διαπραγμάτευση, ενώ έπρεπε να επιδιώκει το αντίθετο και κυρίως, αντί για φόρους, έπρεπε να τρέξει πιο γρήγορα τις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, το κράτος και το πολιτικό σύστημα.

Μια μάλιστα σύγκριση της τελευταίας συμφωνίας για το χρέος, το κεντρικό στόχο για την κυβέρνηση, αποκαλύπτει το μέγεθος της αποτυχίας της.

Η διαπραγμάτευση του πρώτου μνημονίου, πέραν των άλλων, έγινε με το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2009 στα 36 δις ευρώ και το πρωτογενές στα 22 δις ευρώ, ενώ τώρα, μετά από τρία μνημόνια και άπειρες θυσίες από την πλειοψηφία των Ελλήνων, το πρώτο είναι οριακό και το δεύτερο, αντί για έλλειμμα, έχουμε πλεόνασμα.

Ακόμη, πιο εμφανής και συντριπτική είναι η σύγκριση, με το 2ο μνημόνιο και την μείωση του χρέους, τόσο σε ονομαστικούς όρους, όσο και σε παρούσα άξια.

Το δεύτερο μνημόνιο, που συμφωνήθηκε τα ξημερώματα της 26ης Οκτωβρίου του 2011, από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, περιείχε μείωση του δημόσιου χρέους σε απόλυτους αριθμούς περίπου 62% και σε παρούσα άξια 50%.

Η ρύθμιση, που συμφώνησε η κυβέρνηση τώρα, ήταν δέσμευση των εταίρων από το 2012, δεν έχει καθόλου ονομαστική μείωση, κούρεμα δηλαδή, και η μείωση σε παρούσα άξια είναι 20% περίπου, με χρόνο εφαρμογής μετά από πολλά χρόνια.

Το μεσοπρόθεσμο, του τρίτου μνημονίου, που ονομάστηκε κόφτης την Άνοιξη, για να μην ονοματιστούν τα μέτρα, επανήλθε τώρα ως μέτρα, ή αναβαθμισμένος κόφτης, για το 2017 και το 2018 και αγγίζει τα 2,5 δις ευρώ.

Ακόμη χειρότερα όμως, η κυβέρνηση, για να παίρνει αναβολές και αξιολογήσεις, που σημαίνει νέες δόσεις από το δάνειο του 3ου μνημονίου, συμφώνησε και ένα 4ο μνημόνιο ουσιαστικά, όταν δέχτηκε πρωτογενή πλεονάσματα 3.5% σε μεσοπρόθεσμη βάση, που σημαίνει, σίγουρα για δυο χρόνια, δηλαδή το 2019 και το 2020 και πολύ πιθανά και άλλα τρία χρόνια, όπως πρότεινε ο Μοσχοβισί, ενώ ο Σόιμπλε πρότεινε, τουλάχιστον δέκα χρόνια.

Αυτό απλά σημαίνει, ότι το 4ο μνημόνιο έχει κατ’ ελάχιστο, περίπου 4 δις ευρώ περικοπές δαπανών, δηλαδή, νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων.

Η ανάπτυξη, έστω και αναιμική και πάλι αναβάλλεται.

Αναβάλλεται και λόγω της μη απόφασης, για τα κόκκινα δάνεια, βασικό εμπόδιο για την ρευστότητα των τραπεζών. Μια απόφαση, που επίσης αναβάλλεται, γιατί θα φέρει, νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, νέο μνημόνιο και κοινωνική έκρηξη.

Και το κεντρικό ερώτημα τώρα είναι, πια κυβέρνηση θα ψηφίσει το 4ο Μνημονιο;

Η εκλογές εξαρτώνται αποκλειστικά από τους εταίρους και δανειστές.

Όταν αυτή αποφασίσουν να σταματήσουν τις αναβολές της εφαρμογής των μνημονιακών υποχρεώσεων, τότε η κυβέρνηση θα πάει σε εκλογές.

Το 2017 είναι εκλογικό έτος, των σημαντικότερων Ευρωπαϊκών χωρών. Οι εταίροι και δανειστές θα αποφασίσουν και ιδιαίτερα οι Γερμανοί, πότε θα γίνουν εκλογές στην Ελλάδα. Στην αρχή του έτους, για να απορροφήσουν τους κραδασμούς της νέας Ελληνικής κρίσης, ή μετά τις δικές τους εκλογές, τον Σεπτέμβρη;

Το δίλημμα της κυβέρνησης, εδώ και καιρό είναι:

Εφαρμογή του τρίτου μνημονίου τώρα και ψήφιση του τέταρτου, που σημαίνει διάλυση των κυβερνητικών κομμάτων, ή εκλογές ποντάροντας στην δεξιά παρένθεση;