Ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος ολοκληρώθηκε στην Ευρώπη στις 9 Μαΐου και στην Ασία στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το τέλος των εχθροπραξιών δεν οδήγησε σε κατάσταση γενικής ηρεμίας και ειρήνης, όπως είχαν προαναγγείλει οι διαδοχικές συσκέψεις των Μεγάλων στη διάρκεια του πολέμου ή υποσχεθεί η ιδρυτική συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τις τελευταίες ημέρες του Απριλίου. Στις παρυφές του μεγάλου πολέμου που τελείωνε εμφανίζονταν νέες εστίες έντασης και συγκρούσεων. Από αυτή την άποψη η σκληρή μάχη της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 1944 φαινόταν απλώς να προαναγγέλλει νέους πολέμους.
Οχι μακριά από την Ελλάδα, ξεκινούσαν νέες πολεμικές αναμετρήσεις. Στην Αλγερία οι αντιαποικιακές εκδηλώσεις στη διάρκεια των εορτασμών για το τέλος του πολέμου, στις 8 Μαΐου, αντιμετωπίστηκαν με πυροβολισμούς και μεταβλήθηκαν σε ανοικτή εξέγερση. Μερικές δεκάδες γάλλοι έποικοι έχασαν τη ζωή τους, και σε αντίποινα ο γαλλικός στρατός, με αεροπορία, ναυτικό και τεθωρακισμένα, ρίχτηκε με δολοφονική διάθεση στις αραβικές συνοικίες και στα χωριά. Περισσότερα από 15.000 άτομα δολοφονήθηκαν ως τον Ιούλιο του 1945. Ο πόλεμος για την ανεξαρτησία της Αλγερίας μόλις ξεκινούσε.
Στην Παλαιστίνη, οι εντάσεις ήταν ήδη έντονες. Η δολοφονία του Λόρδου Μόιν στο Κάιρο στις 6 Νοεμβρίου του 1944 από εβραίους ακτιβιστές έδωσε το έναυσμα της κλιμάκωσης. Ο Μόιν συγκαταλεγόταν στους βασικούς διαμορφωτές της βρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα. Με το τέλος του πολέμου η συμμετοχή του «μυστικού στρατού» της Χαγκάνα στον αντιβρετανικό αγώνα έδωσε στον τελευταίο χαρακτήρα ανοικτού πολέμου.
Η εμφάνιση πολέμων «νέου τύπου» μέσα στην έντονη ακόμα σκιά του Παγκοσμίου Πολέμου έγινε απόλυτα διαυγής στο τέλος του καλοκαιριού του 1945, στη συνθηκολόγηση της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας. Στην Ινδονησία, στη Μαλαισία, στην Ινδοκίνα, στην Κίνα, το τέλος του πολέμου οδήγησε σε άμεση επέκταση των στρατιωτικών συγκρούσεων, καθώς βρετανικά, ινδικά, αυστραλιανά ή και αμερικανικά (στην Κίνα) στρατεύματα, με τη συνδρομή του ιαπωνικού στρατού που, συχνά, για την περίσταση, διατηρήθηκε ένοπλος ώστε να συμβάλει στην αποκατάσταση της αποικιοκρατίας, ξεκίνησαν πόλεμο με τους τοπικούς πατριώτες ή κομμουνιστές.
Προφανώς το τέλος του παγκοσμίου πολέμου δεν θα τερμάτιζε τους πολέμους γενικώς…
Επεισόδια ενός άλλου σκηνικού


Μέσα σε ετούτο το νέο πολεμικό σκηνικό, η με στρατιωτικά μέσα καταστολή της αντιφασιστικής Αντίστασης και ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος δεν μπορούν να θεωρηθούν μεμονωμένες και ασυνήθιστες για τα ήθη και τα έθιμα της εποχής περιπτώσεις. Επρόκειτο για επεισόδια στο πλαίσιο ενός κόσμου που αναζητούσε νέες ισορροπίες και συσχετισμούς την επαύριον ενός μεγάλου πολέμου.
Το ναζιστικό σχέδιο που, με ηγέτιδα δύναμη τη Γερμανία, αποσκοπούσε στην επαναφορά του ευρωπαϊκού καπιταλισμού στην κορυφή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, προκάλεσε μια ακριβώς αντίστροφη γεωπολιτική κατάσταση. Μετέτρεψε την Ευρώπη ολόκληρη σε «μαύρη τρύπα». Το πάλαι ποτέ πανίσχυρο σύστημα των «δυτικοευρωπαϊκών» δυνάμεων αδυνατούσε να σταθεροποιηθεί και η αστάθειά του προκαλούσε αστάθεια σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Οι αντιθέσεις των νικητών


Το στρατόπεδο των νικητών ήταν μια σύνθεση τριών αντίπαλων μεταξύ τους δυνάμεων: της σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ενωσης και των δύο πόλων του ίδιου καπιταλιστικού συστήματος που όμως διέφεραν στα χαρακτηριστικά τους. Για την αποικιοκρατική Μεγάλη Βρετανία προϋπόθεση για την επιβίωση της αυτοκρατορίας της ήταν η διατήρηση του συνόλου του ευρωπαϊκού αποικιακού συστήματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντίθετα, ασφυκτιούσαν μέσα στο καθεστώς των κλειστών οικονομικών χώρων όπως τους επιθυμούσε και τους διάρθρωνε ο ευρωπαϊκός αποικισμός.
Ο πόλεμος ένωσε ετούτους τους αφύσικους «συμμάχους», η ειρήνη υποσχόταν να τους χωρίσει. Δύο «μορφές» πολέμου αναδείχθηκαν μέσα από αυτό το παιχνίδι για τρεις. Ο Ψυχρός Πόλεμος και οι αντιαποικιακοί αγώνες. Ανοιγε, με τον τρόπο αυτόν, μια νέα περίοδος στρατιωτικών αναμετρήσεων που επρόκειτο να ολοκληρωθεί στα 1962, με το τέλος του πολέμου στην Αλγερία, ή το 1975, με την αμερικανική συντριβή στην Ινδοκίνα και το τέλος της πορτογαλικής αποικιακής παρουσίας.
Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος πατούσε ταυτόχρονα και στις δύο αυτές νέες εστίες αντιπαράθεσης και σύγκρουσης. Οπωσδήποτε μπορεί να θεωρηθεί μέρος της αντιαποικιακής σύγκρουσης, το πρώτο της νικηφόρο για τους λαούς επεισόδιο, για να είμαστε πιο ακριβείς. Η Ελλάδα δεν ήταν αποικία σαν τις άλλες αλλά σε αυτή σημειώθηκε η πρώτη στρατηγική ήττα μιας αποικιακής αυτοκρατορίας. Η υποχρεωτική εγκατάλειψη της χώρας από τους Βρετανούς το φθινόπωρο του 1946 –κάτω από το βάρος του εμφυλίου πολέμου που μόλις ξεκινούσε, αποτελούσε την πρώτη μεγάλη ήττα του βρετανικού αποικισμού. Ιστορικά ανέτρεπε μια σχέση κηδεμονίας που ξεκινούσε από την ανεξαρτησία της Ελλάδας στα 1830. Γεωπολιτικά ήταν η πρώτη εγκατάλειψη στρατηγικά σημαντικής θέσης –στη διαδρομή του αυτοκρατορικού δρόμου που μέσα από τη Μεσόγειο οδηγούσε στον Ινδικό Ωκεανό και στη Μέση Ανατολή –στην οποία υποχρεωνόταν το Λονδίνο.
Από την άλλη πλευρά, ο ελληνικός εμφύλιος, μακρόχρονος και αιματηρός, αποτελούσε οπωσδήποτε επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου. Για την ακρίβεια, ήταν ο πρώτος από τους πολέμους προσδιορισμού των ορίων ανάμεσα στους δύο αντίπαλους συνασπισμούς, ανάμεσα στο ιμπεριαλιστικό και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Θα μπορούσε, από αυτή την πλευρά, να θεωρηθεί προάγγελος του πολέμου στην Κορέα, ή ακόμα του δευτέρου πολέμου της Ινδοκίνας και πολλών ανάλογων.
Στον ιστό των ανταγωνισμών


Σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός εμφύλιος δεν ήταν μια μεμονωμένη στρατιωτική αναμέτρηση σε έναν κόσμο αρμονικό, όπως θα τον ήθελαν τα προγραμματικά κείμενα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Τα τελευταία παρέμεναν ευχολόγιο –ενίοτε ευχολόγιο εμπλουτισμένο με άφθονη υστεροβουλία. Σε τελευταία ανάλυση, στα χρόνια μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, χώρες, λαοί, εργαζόμενοι βρίσκονταν στην πλειονότητά τους κάτω από τα σκήπτρα του αποικισμού, του ιμπεριαλισμού, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και των συνακόλουθων ανταγωνισμών.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν προφανές ότι καμία ενότητα και συνεργασία μεταξύ χωρών δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει και, ως εκ τούτου, καμία περίοδος ειρήνης να εδραιωθεί. Οι διεθνείς σχέσεις ήταν εικόνα και ομοίωση των κοινωνικών σχέσεων που επικρατούσαν στα ισχυρά όπως και στα λιγότερο ισχυρά έθνη του κόσμου. Η εκμετάλλευση του ανθρώπινου μόχθου και η «ανταγωνιστικότητα», σε τελευταία ανάλυση, παράγουν πολέμους.
Ο κ. Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.