Ζώντας στη μέγγενη των μνημονίων η χώρα ανακυκλώνει τα αδιέξοδά της. Η «πρώτη φορά Αριστερά» που επαγγέλθηκε την έξοδο από την κρίση αποδεικνύεται η μεγαλύτερη απάτη της Μεταπολίτευσης. Η κατεξοχήν αντιμνημονιακή δύναμη υπηρετεί με συνέπεια πολιτικές που στο παρελθόν αναθεμάτιζε. Κι όλα αυτά γιατί προσκολλήθηκε στην εξουσία, γοητευμένη από τα θέλγητρά της.

Ταυτόχρονα, αποκαλύπτεται η πρωτοφανής διαχειριστική και κυβερνητική ανικανότητα και ανεπάρκειά της. Το έλλειμμα διακυβέρνησης είναι υπαρκτό. Στερεί από τον τόπο τη δυνατότητα να ανασάνει. Η ερημοποίηση της ελληνικής οικονομίας είναι δείκτης της υστέρησης που αντιμετωπίζουμε. Αν δεν υπάρξουν οι αναγκαίες ανατροπές, ένα είναι βέβαιο: Θα βαλτώνουμε σε μια κατάσταση στασιμοχρεοκοπίας. Παράλληλα, θα μπούμε σε τροχιά αποκόλλησης από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Η Ελλάδα, ωστόσο, μπορεί να βρει τον δρόμο της ανάκαμψης. Αν απεξαρτηθεί πλήρως από τα υπολείμματα του παρελθόντος και συμφιλιωθεί με την αμείλικτη πραγματικότητα. Αν προτάξει τον ρεαλισμό έναντι των ιδεοληψιών και του αναχρονισμού. Αν αναζητήσει τις αναγκαίες συνθέσεις. Χρειάζεται ευρύτερη συμμαχία των πρόθυμων και δημιουργικών δυνάμεων που δεν θα υπαγορεύεται από τη νομή και αναδιανομή της εξουσίας. Ούτε θα υποκύπτει στον φόβο του πολιτικού κόστους.

Οι φορείς του νέου δικομματισμού ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ έχουν αναμφίβολα ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους. Και οι δυο τους όμως συνιστούν μαρμαρωμένους κομματικούς σχηματισμούς. Οι επικεφαλής τους, ακόμη κι αν θέλουν, αδυνατούν να τους ρυμουλκήσουν σε νέα πολιτικά λιμάνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα αμάλγαμα αντιφάσεων, αμφισημιών και αμφιθυμιών. Εξ ου και είναι διφυής. Η ΝΔ από την άλλη βρίθει από ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό συντηρητισμό. Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της δεν είναι επαρκής όρος για να αποδεσμευθεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τον παλιό του εαυτό. Η έλλειψη νέων δυνάμεων καθιστά τις μεταρρυθμιστικές επαγγελίες του νέου προέδρου μετέωρες. Η σύνθεση της σκιώδους κυβέρνησής του το επιβεβαιώνει.

Το εγχώριο κομματικό σύστημα διανύει μεταβατική περίοδο. Η επικράτηση των δύο μονομάχων δεν εδράζεται σε καθαρό πολιτικό έδαφος. Η κυριαρχία τους υπόκειται σε αλλαγές που ήδη κάνουν την εμφάνισή τους στο εκλογικό σώμα. Η πρωτοφανής συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ δεν συνεπάγεται και ότι λεηλατήθηκε η Κεντροαριστερά. Ο χώρος είναι πολιτικά υπαρκτός και εκλογικά μετρήσιμος. Αντικειμενικά δεν μπορούν να τον οικειοποιηθούν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Το κενό εκπροσώπησης που δημιουργήθηκε επιτάσσει την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών από τα υπάρχοντα κομματικά σχήματα και τις κινήσεις πολιτών. Το άδοξο τέλος των συνομιλιών του ΠΑΣΟΚ με το Ποτάμι δεν σημαίνει και την οριστική εγκατάλειψη των προσπαθειών για τη συγκρότηση τρίτου πόλου.

Ο κόσμος της Κεντροαριστεράς που νοιάζεται και αγωνιά για την πορεία της χώρας δεν δικαιολογεί κανέναν κομματικό εγωισμό. Ούτε τις προσωπικές αυταρέσκειες. Πολύ περισσότερο δεν κατανοεί τον φόβο που φαίνεται να κυριαρχεί στις διεργασίες που αναπτύσσονται. Η κυρία Γεννήματα οφείλει να ξαναπιάσει το νήμα της συμπόρευσης και συμπαράταξης, που πρώτη έθεσε επισήμως πριν από περίπου ένα χρόνο. Άλλωστε, ηγείται ενός ιστορικού κόμματος που μπορεί και πρέπει να έχει τη δική του συμβολή και συνδρομή στην ανασύνθεση μιας ισχυρής και ανθεκτικής δημοκρατικής παράταξης. Μιας χρήσιμης παράταξης που θα έχει καταλυτικό ρόλο στην υπέρβαση των ιδεοληψιών και του συντηρητισμού που ενσαρκώνουν ο ΣΥΡΙΖΑ και Η ΝΔ αντίστοιχα.